Η διαφορά ευαισθησίας και ευσυγκινησίας

Έχει αυξηθεί κάθετα η εγκληματικότητα στη Χώρα μας και μάλιστα στην πιο σκληρή μορφή της, το τελευταίο διάστημα;

Γινόμαστε μάρτυρες -όχι μόνο καθημερινά αλλά και πολλές φορές μέσα στην ίδια ημέρα πλέον- περιπτώσεων ακραίας βίας, φρικτών και αποτρόπαιων εγκλημάτων σε βάρος ανθρώπων κάθε ηλικίας και κατάστασης. Δεν υπάρχει τέλος στον κατάλογο της φρίκης, δεν ξεφεύγουν ούτε παιδιά, νήπια, βρέφη. Φοβερές πράξεις ασύλληπτου μένους και σκληρότητας κατά της ζωής τους, της ακεραιότητας, της σωματικής υγείας τους – δεν μιλάμε καν για την ψυχική.

Και φυσικά πέρα από τα άμεσα θύματα, όλος ο

κύκλος των οικείων, των συγγενών, των φίλων, ο κοινωνικός περίγυρος αλλά και η ευρύτερη κοινωνία. Μαζί με κάθε άνθρωπο που εξοντώνεται με αυτόν τον τρόπο καταστρέφονται ή υφίστανται μεγάλη και ανεπανόρθωτη βλάβη και πολλοί άλλοι, με πρώτα τα παιδιά του θύματος.

Η Ελλάδα φαίνεται πλέον βουτηγμένη στο αίμα, με καθημερινά περιστατικά βίας, με πάρα πολλά θύματα, συνεχώς και αδιακρίτως- είτε πρόκειται για χτυπήματα συμμοριών της μίας ή της άλλης εγκληματικής οργάνωσης είτε για κοινά εγκλήματα είτε για ενδοοικογενειακή βία ή όποια άλλη μορφή κτηνώδους συμπεριφοράς από άνθρωπο κατά ανθρώπου.

Ζωές που καταστρέφονται και μία κοινωνία που αποδομείται και αποσυντίθεται καθημερινά από ενέργειες που τελούνται άλλοτε εκ προθέσεως, άλλοτε εξ αμελείας – έστω βαρύτατης.

Πόση σημασία και πόση εγκυρότητα έχει εν τέλει ο χαρακτηρισμός «εκ προθέσεως» ή «εξ αμελείας»; Πόσο εύκολο είναι να εντοπισθεί και διαγνωσθεί μία κατάσταση (ψυχική, σωματική) που εμποδίζει την λογική κρίση -οπότε συντρέχει το ακαταλόγιστο, η έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, που λέμε στο ποινικό δίκαιο; Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, «η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό». Είναι ευχερείς και μάλιστα χρήσιμες αυτές οι διαπιστώσεις, ιδίως όταν είναι εκ των υστέρων;

Μπορεί να απαιτούνται στο πλαίσιο μίας ποινικής διαδικασίας, αλλά δεν παύουν να περιγράφουν σε κοινωνικό επίπεδο μία διαδικασία διάλυσης -και αυτό θα έπρεπε να μάς τρομάζει. Γιατί κοινωνικά ενδιαφέρει η πρόληψη, η θεραπεία, η αποτροπή.

Φαίνεται ότι συχνά υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις από νωρίτερα, αν όχι και σαφείς πληροφορίες ή και προηγούμενα περιστατικά που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου. Όμως, καμία παρέμβαση δεν υπάρχει, σε μία κοινωνία που το Κράτος είναι απόν και δυστυχώς πολλές αναγκαίες ενέργειες δεν γίνονται λόγω του αξιώματος «τι θα πούνε ο κόσμος» ή του «πού να μπλέκεις τώρα».

Και έτσι, ο κακοποιητής που έχει χτυπήσει δεκάδες φορές τη σύντροφό του στο τέλος την σκοτώνει. Ή ο επιπόλαιος οδηγός φορτηγού, που έχει προκαλέσει πολλές φορές οδηγώντας παράνομα, τελικά εξολοθρεύει μία οικογένεια που βρέθηκε στο διάβα του.

Όλα αυτά, στην κατάμεστη αρένα μιας κοινωνίας που παρακολουθεί με αγωνία το αίμα να ρέει –αλλά δεν σταματάει την προδιαγεγραμμένη εκτέλεση.

Έτσι, παρακολουθούμε λίγο πολύ ως κοινωνία τα δράματα να εξελίσσονται, τις ψυχικές νόσους να ξεφεύγουν ανεξέλεγκτες, τις νοσηρές συμπεριφορές να κλιμακώνονται, την επικίνδυνη αντιεπαγγελματική συμπεριφορά να αποθρασύνεται –μέχρι να έρθει η κορύφωση που συνήθως έχει τη μορφή της… ανθρωποθυσίας.

Ο θύτης, μαζί με το θύμα του ή τα θύματά του, με τον ένα ή τον άλλο αποχωρεί από την κοινωνία και πολλές φορές από τη ζωή, μέσα σε μία θεαματική εκδήλωση φρίκης και πόνου, στέλνοντας στην κοινωνία ένα τελευταίο σήμα του σημείου στο οποίο αφέθηκε να φθάσει.

Η δε κοινωνία αναφωνεί κάθε φορά, στεναχωριέται, κλαίει και οδύρεται, παρακολουθεί με αγωνία την εκ των υστέρων ανάλυση των αιτίων, των αφορμών, των ενδείξεων που υπήρχαν, των ενεργειών που δεν έγιναν, την ιστορία των προσώπων που χάθηκαν. Μέχρι να ξεθωριάσει και αυτή η ιστορία, ενώ έχουν ήδη έλθει στην επικαιρότητα οι επόμενες.

Ισχυριζόμαστε συχνά ότι η ελληνική κοινωνία είναι πιο «ευαίσθητη» σε σχέση με άλλες, όπως λ.χ. αυτές της Βόρειας Ευρώπης. Οι άνθρωποι είναι πιο «ζεστοί», πιο «συναισθηματικοί» λέμε κ.ο.κ. Πώς γίνεται όμως τέτοια ευαισθησία να συμβαδίζει με τόση αδιαφορία; Μήπως δεν είναι ευαισθησία αλλά ευσυγκινησία; Πώς οριοθετείται η ευσυγκινησία έναντι της ευαισθησίας; Ίσως με το ότι η πρώτη είναι επιφανειακή και εύκολη, η δεύτερη είναι πιο ουσιαστική γιατί συνδέεται με ευθύνες.

Μία ευσυγκίνητη κοινωνία περιορίζεται να παρακολουθεί κάθε φορά το ίδιο δράμα να εξελίσσεται, σε διάφορες παραλλαγές, να οργίζεται με τους πιο πρόσφατους θύτες, να λυπάται και οικτίρει τα πιο πρόσφατα θύματα.

Μία ευαίσθητη κοινωνία δεν αντιμετωπίζει το κακό με όρους εξιλασμού. Κινητοποιείται και απαιτεί σε κρατικό, κοινωνικό και ατομικό επίπεδο πράξεις και όχι λόγια και δάκρυα μόνο. Απαιτεί τη λειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών, όταν υπάρχει τόση ανάγκη πρόληψης και αρωγής και όταν υπάρχουν τόσες επαγγελματικές ειδικότητες που μένουν αναξιοποίητες παρά τα πλήθη των πτυχιούχων σε αυτές. Απαιτεί την κινητοποίηση των αρχών και την αξιοποίηση των δομών που υπάρχουν, βάσει του οργανωμένου σχεδίου που υποτίθεται ότι υπάρχει. Και κινείται και η ίδια, σε επίπεδο πολίτη, όταν βλέπει και ακούει το δράμα να εξελίσσεται, με τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος: ειδοποιεί άμεσα τις αρμόδιες υπηρεσίες για τον κακοποιητή της διπλανής πολυκατοικίας. Ειδοποιεί άμεσα τις αρμόδιες υπηρεσίες για τον επικίνδυνο οδηγό του φορτηγού. Ει δυνατόν, μαζί και με άλλους. Και μετά παρακολουθεί τι έκανε κάθε αρμόδιος για αυτά –ζητώντας απαντήσεις και δείχνοντας ότι θα αναζητήσει και ευθύνες, εάν χρειαστεί.

Κάπως έτσι, ίσως το όλο σύστημα, Κράτους και Κοινωνίας, μπορέσει μέσα από την ενεργοποίηση κάθε πολίτη που αποτελεί τη βάση τους, να λειτουργήσει. Με πολίτες ευαίσθητους και όχι μόνο ευσυγκίνητους. Που δεν είναι βουβοί θεατές και που δεν φοβούνται να απαιτήσουν τη στοιχειώδη λειτουργία ενός μηχανισμού που ούτως ή άλλως υπάρχει και ούτως ή άλλως πληρώνουν ακριβά.

O Κωνσταντίνος Τοκατλίδης είναι Δικηγόρος, PhD

Διαβάστε επίσης:

Είναι η Ευρώπη και η Ελλάδα έτοιμες για μια δεύτερη θητεία Τραμπ;

Φωτιές, κορώνες και βόλτες

Στενά τα περιθώρια των «πρώην» να παίξουν ρόλο στα κόμματά τους

Keywords
Τυχαία Θέματα