Αφιέρωμα: 110 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους (Μέρος δεύτερο)

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος υπήρξε αρχικά μια μυστική οργάνωση στρατιωτικών που έδρασε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα και κατέληξε στην επανάσταση της 15ης Αυγούστου 1909, στου Γουδή.

Τα βασικά αιτήματα του Συνδέσμου αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, τη διοίκηση, τη δημοσιονομική πολιτική, τη δικαιοσύνη και την παιδεία. Η σύνταξη των προγραμματικών αρχών του Συνδέσμου έγινε στις 25 Ιουνίου 1908, στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη.

Η είδηση αυτή είχε ως συνέπεια την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη.

Οι κατευναστικές δηλώσεις της κυβέρνησης Ράλλη που ακολούθησε, προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία σχετικά με το Κρητικό και Μακεδονικό ζήτημα, προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου.

Η επανάσταση στου Γουδή χαιρετίστηκε από ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού ως πραγματική «αναγέννησις της Ελλάδος». Ακολούθησε η παραίτηση της κυβέρνησης Ράλλη και ανέλαβε αυτή του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τότε ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους. Ο Ζορμπάς δεν ενέδωσε τότε στην απαίτηση της μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου να εγκαθιδρύσει δικτατορία.

Λίγο αργότερα, στις 14 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, όπου έγινε φανερή η υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, πράγμα που προκάλεσε την έντονη ανησυχία των κομμάτων, του θρόνου και των ξένων δυνάμεων. Μετά την απόρριψη της ιδέας για εγκαθίδρυση δικτατορίας, ανατέθηκε από τον Σύνδεσμο η αποστολή στον υπολοχαγό Κονταράτο να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις ενός ιδιαίτερα ευφυούς Κρητικού πολιτικού, του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος είχε και σχέση με το κίνημα. Τελικά, ο Βενιζέλος έφτασε στον Πειραιά στις 28 Δεκεμβρίου 1909. Σύμφωνα με τις οδηγίες του, σχηματίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση προκειμένου να προκηρύξει εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή.

Ο Σύνδεσμος, μετά την προκήρυξη εκλογών τον Φεβρουάριο του 1910 για Αναθεωρητική Βουλή, διαλύθηκε στις 15 Μαρτίου 1910, έχοντας επιτύχει τους σκοπούς του.

Η πολιτική του Βενιζέλου

Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος από τον Σεπτέμβριο του 1911 έως τον Οκτώβριο του 1912, στη διάρκεια του οποίου οι ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν επίσης και τα Δωδεκάνησα, συνετέλεσε ώστε να αποκλιμακωθεί κάπως η ένταση μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αθήνας, πράγμα που εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις του Βενιζέλου στην πρώτη θητεία του στην πρωθυπουργία της χώρας.

Ο Βενιζέλος, από την πρώτη στιγμή, το 1908, ήταν της άποψης να αποφευχθεί κάθε ένταση με την Τουρκία. Ωστόσο, τόνιζε ότι αυτό περισσότερο εξαρτάται από την ίδια την Τουρκία και πως «αν οι Νεότουρκοι επιμείνουν να ακολουθούν έναν “εθνικισμόν” ολέθριον για την χώρα των, αν μας καταδιώκουν, αν μας κακομεταχειρίζονται, τότε η συμφωνία θα καταστή αναγκαία μεταξύ των Ελλήνων και των Σλαβικών χωρών», όπως δήλωσε ο Βενιζέλος σε Γάλλο δημοσιολόγο στην Κρήτη ακριβώς μετά το κίνημα των Νεότουρκων.

Πάνω από μισόν αιώνα, η ελληνική διπλωματία είχε δύο βασικές επιλογές να διαχειριστεί στο επίπεδο των σχέσεών της με τα γειτονικά κράτη. Η μία ήταν η προσέγγιση με την Τουρκία και η άλλη οι σχέσεις της με τα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής. Ωστόσο, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών όσο και ενδοβαλκανικών εξελίξεων, η Ελλάδα κλήθηκε να διαλέξει σύμφωνα με τα εθνικά της συμφέροντα τη μία ή την άλλη πλευρά.

Ο Βενιζέλος στην ομιλία του στη Βουλή, στις 21 Μαΐου 1912, ανέλυσε τους λόγους που του απαγόρευσαν να συνταχτεί με τα γειτονικά σλαβικά έθνη: «…δεν εξηρτάτο από εμέ να εκλέξω τους συμμάχους μου διά τον αγώναν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τους συμμάχους τους παρέσχον τα πράγματα· τους παρέσχεν η γεωγραφική και πολιτική ιστορία και η σύστασις η εθνολογική, η οποία διεπλάσθη εν τη Χερσονήσω του Αίμου από δέκα και τριών αιώνων. Δεν ηδυνάμην, λοιπόν, να ζητήσω αλλαχού τους συμμάχους μου. Αλλ’ έχω να κάμω και άλλην ομολογίαν. Δεν επεδίωξα τον πόλεμον κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον κατά την εποχήν καθ’ ήν εξερράγη, δεν θα τον επεδίωκον δε ούτε και βραδύτερον, εάν και μόνον κατώρθουν να ρυθμίσω κατά τινά τρόπον το κρητικόν ζήτημα, του οποίου η περαιτέρω εκκρεμότης καθιστά αδύνατον εις την Ελλάδα να ζήσει τον κανονικόν πολιτικόν βίον της. Επεδίωξα δε να ρυθμίσω το ζήτημα αυτό, να συνεχίσω πολιτικήν πλήρους και στενής συννενοήσεως προς την όμορον αυτοκρατορία, επ’ ελπίδι ότι θα κατωρθούτο να εισαχθώσιν εν αυτή μεταρρυθμίσεις, δυνάμεναι να καταστήσωσιν ανεκτόν τον βίον των εν αύτη εκατομμυρίων Ελλήνων…».

Στην ομιλία του αυτή, ο εθνάρχης αναφέρθηκε επίσης στις δίχως αποτέλεσμα προσπάθειές του να υπάρξει μια συμβιβαστική λύση με την Πύλη στις παραμονές του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, όταν είχε πλέον αποφασιστεί η κοινή δράση της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της. Η αναφορά του, ωστόσο, στις γενικότερες συνθήκες που καθόρισαν την ελληνική απόφαση να συνταθούν με τους βόρειους γείτονες, δεν αποδίδει παρά μόνο μια διάσταση αυτής της απόφασης που ώθησε τους λαούς της χερσονήσου να συνταθούν ενάντια στον Τούρκο δυνάστη.

Ήδη από το 1890, ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε προσπαθήσει να προσδώσει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στην ανάγκη δημιουργίας μιας αυτόνομης βαλκανικής συμμαχίας, η οποία μάλιστα θα ήταν απαλλαγμένη από την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων. Βέβαια, η ευόδωση μιας παρόμοιας ιδέας προϋπέθετε την ειλικρινή διάθεση να επιλύσουν τα βαλκανικά κράτη με συμβιβαστικό τρόπο τα μεταξύ τους ζητήματα, μια διάθεση που δεν υπήρχε ούτε από τα κράτη ούτε από την κοινή γνώμη των χωρών.

Γενικότερα με το Βελιγράδι υπήρχε αυτή η διάθεση, και η απόδειξη είναι ότι δέχθηκε με ικανοποίηση την τότε ελληνική πρωτοβουλία, η οποία, ωστόσο, προσέκρουσε στην καιροσκοπική πολιτική και τις υπερβολικές απαιτήσεις του Βουκουρεστίου και κυρίως της Σόφιας. Ίδια τύχη είχαν ακόμα και οι διμερείς προσεγγίσεις. Εξαίρεση αποτελεί η μυστική σύναψη σερβοβουλγαρικής συνθήκης της 12ης Απριλίου 1904, η οποία εξέπνευσε το 1908 πριν προλάβει να αποδώσει καρπούς για τα συμβαλλόμενα μέρη.

Τέλος, όλες αυτές οι ενδοβαλκανικές απόπειρες συμμαχιών σε μια βάση κοινών συμφερόντων προσέκρουαν πάνω στους βαθύτερους εθνικούς ανταγωνισμούς των χριστιανικών εθνοτήτων της χερσονήσου, όπως επίσης και στις αντιφατικές πιέσεις που ασκούσαν με την επιρροή τους οι Μεγάλες Δυνάμεις σε αυτή τη γεωπολιτική περιοχή που όλα παρέμεναν σε μιαν επικίνδυνη ρευστότητα.

Έτσι, κάθε προσπάθεια, όσο καλά σχεδιασμένη κι αν παρουσιαζόταν, δεν κατάφερνε να βρει τη διέξοδό της σε ένα ενιαίο συμμαχικό μέτωπο.

Διαβάστε επίσης:

Τσίπρας: Μετωπική με Μητσοτάκη για υποκλοπές και συγκάλυψη

Τι θα γίνει αν πάει το ΝΑΤΟ στον Ειρηνικό;

Οι ορεινοί πληθυσμοί πρέπει να ζήσουν

Keywords
Τυχαία Θέματα