«Ψηλά από τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ

Τίποτα δεν μπορεί να δαμάσει το ανομολόγητο ερωτικό πάθος του Ιταλοαμερικανού λιμενεργάτη Έντι Καρμπόνε. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τις αρρωστημένες χαραγματιές της επιθυμίας του που εν τέλει οδηγούν στην αυτοκαταστροφή του.

Το έργο «Ψηλά από τη γέφυρα», που ο Άρθουρ Μίλερ θεωρούσε τη δική του «αρχαία ελληνική τραγωδία» και βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, δεν περιορίζεται, ωστόσο, στην ανεξέλεγκτη ορμή του κεντρικού του ήρωα. Σε ένα άλλο επίπεδο καυτηριάζει την άθλια πολιτική κατάσταση της χώρας του που, τη δεκαετία του πενήντα, σπαρταρούσε από το τρομοκρατικό

ψυχροπολεμικό «κυνήγι μαγισσών» του Μακάρθι.

Και αυτό το ανεξάντλητο κυνήγι αφορούσε τόσο τους κομμουνιστές όσο και τους παράνομους μετανάστες, ενώ ο χαφιεδισμός αποτελούσε κοινό τόπο. Γεγονός που ώθησε τον Έντι να καταγγείλει τους παράνομους φιλοξενούμενούς του, επιδιώκοντας να απομακρύνει έναν απ΄ αυτούς, τον Ροδόλφο, που σκόπευε να παντρευτεί την ανιψιά της γυναίκας του, την Κάθριν – δηλαδή το αντικείμενο του κρυφού έρωτά του.

Κατ’ επέκταση, αγκιστρωμένος στο αιμομικτικό του πάθος, παραβίασε τους ηθικούς κανόνες, θυσίασε την αξιοπρέπειά του, αγνόησε την περιφρόνηση του περιβάλλοντός του και τις τραγικές συνέπειες της πράξης του.

Ο Μίλλερ σκιαγραφεί με κάθε λεπτομέρεια τους χαρακτήρες του έργου του και μέσα από τις συνθήκες της ζωής τους, που πηγάζουν από την επικρατούσα ιδεολογία της εποχής του, αναδεικνύει τη διάψευση του αμερικάνικου ονείρου – αν και τότε η χώρα του φάνταζε σαν τη Γη της Επαγγελίας.

Κατ’ επέκταση ο Έντι είναι ένας στιβαρός αλλά στενόμυαλος άντρας που πιστεύει ότι οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο σπίτι, η συμβία του Μπεατρίς υπακούει στις εντολές του, ενώ ο Ροντόλφο γίνεται αντικείμενο ειρωνικών σχολίων για τα «ομοφυλοφιλικά» χαρακτηριστικά του (χορεύει, ράβει κ.ά.).

Η παράσταση του Γιώργου Νανούρη κυλάει αβίαστα μέσα σε έναν απόλυτα άδειο χώρο (δεν υπάρχουν σκηνικά ή οτιδήποτε άλλο που μπορεί να ερεθίσει το βλέμμα μας) και εξοβελίζοντας όλα τα επουσιώδη αφήνει «γυμνούς» και απροστάτευτους τους ηθοποιούς του καθώς επικεντρώνεται στις ερμηνείες τους.

Έτσι, κάθε ανεπαίσθητη κίνηση, κάθε ανεπιτήδευτη χειρονομία, κάθε φτερούγισμα των ματιών ή απόχρωση της φωνής αλλά και κάθε έκφραση που προδίδει τα συναισθήματά τους γίνονται αντικείμενο μεγαλύτερης προσοχής από το κοινό.

Ο Πυγμανίων Δαδακαρίδης, ως ακατέργαστος λιμενεργάτης, πλάθει μεθοδικά τον ρόλο του. Η υποκριτική του έχει καθαρές γραμμές. Εκπέμπει φλεγόμενη ενέργεια σωματοποιώντας την εσωτερική του αγωνία. Αν μάλιστα χαμήλωνε τους τόνους στην αρχή θα έδινε ένα πιο άρτιο αποτέλεσμα.

Η Ιωάννα Παππά, υπηρετώντας με ευαισθησία τον ρόλο της, ακτινοβολεί επιείκεια καθώς ακτινογραφεί το πορτραίτο μιας υποταγμένης – αλλά απεγνωσμένης – γυναίκας που κατανοεί την ολέθρια εμμονή του συζύγου της και μάταια προσπαθεί να την αναχαιτίσει.

Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος ερμηνεύει στέρεα τον δικηγόρο – αφηγητή της παράστασης που σχολιάζει τα δρώμενα παραπέμποντας στον Χορό της τραγωδίας.

Ο Μιχάλης Πανάδης ανταποκρίνεται με ευχέρεια στον ρόλο του Ροδόλφου.

Η Ευγενία Ξυρόγκου (Κάθριν) και ο Δημήτρης Καπετανάκος (Μάρκο) συμπληρώνουν επάξια τη διανομή.

Keywords
Τυχαία Θέματα