Πρέπει να απαγορευθούν τα εξτρεμιστικά κόμματα;

Η καταστολή της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής από την ελληνική κυβέρνηση έχει επαναφέρει ένα ενοχλητικό ερώτημα, που έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: υπάρχει θέση μέσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες για φαινομενικά αντι- δημοκρατικά κόμματα; Ο Jan – Werner Mueller, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Princeton, σχολιάζει.

Σίγουρα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες ένιωσαν να απειλούνται από όταν

κατέρρευσε ο κομμουνισμός το 1989 – αλλά κυρίως από ξένους τρομοκράτες, οι οποίοι δεν έχουν την τάση να σχηματίζουν πολιτικά κόμματα και να βρίσκονται στα κοινοβούλια των χωρών αυτών. Πρέπει, λοιπόν, τα εξτρεμιστικά κόμματα που επιδιώκουν να ανταγωνιστούν εντός του δημοκρατικού πλαισίου να τίθενται εκτός νόμου, ή ένας τέτοιος περιορισμός στην ελευθερία του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι υπονομεύει το πλαίσιο αυτό;
Πάνω απ ‘όλα, είναι σημαντικό οι αποφάσεις αυτές να ανατεθούν σε μη κομματικά όργανα, όπως συνταγματικά δικαστήρια, και όχι σε άλλα πολιτικά κόμματα των οποίων οι ηγέτες θα βρίσκονται πάντα στον πειρασμό να απαγορεύουν τους ανταγωνιστές τους. Δυστυχώς, οι κινήσεις κατά της Χρυσής Αυγής ως επί το πλείστον ταυτίζονται με τα συμφέροντα της κυβέρνησης, αντί να θεωρούνται το αποτέλεσμα μιας προσεκτικής, ανεξάρτητης κρίσης.
Εκ πρώτης όψεως, η δημοκρατική αυτοάμυνα φαίνεται ένας θεμιτός στόχος. Όπως το έθεσε ο δικαστής του Ανώτατος Δικαστηρίου των ΗΠΑ Ρόμπερτ Τζάκσον (ο οποίος ήταν και ο επικεφαλής εισαγγελέας των ΗΠΑ στη Νυρεμβέργη), το σύνταγμα δεν είναι «ένα σύμφωνο αυτοκτονίας» – κάτι που επανέλαβε και ο ισραηλινός νομικός Άαρον Μπάρακ, ο οποίος τόνισε ότι «τα ατομικά δικαιώματα δεν αποτελούν βωμό για την εθνική καταστροφή».
Αλλά η πολύ δημοκρατική αυτο- άμυνα μπορεί τελικά να μην αφήσει καμία δημοκρατία ασφαλή. Αν οι άνθρωποι θέλουν πραγματικά να τελειώνουν με τη δημοκρατία, ποιος θα τους σταματήσει; Όπως το έθεσε ένας άλλος δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, ο Όλιβερ Γουέντελ Χολμς, «εάν οι συμπολίτες μου θέλουν να πάνε στην κόλαση, εγώ θα τους βοηθήσω. Είναι δουλειά μου».
Έτσι, φαίνεται ότι οι δημοκρατίες είναι καταδικασμένες αν απαγορεύσουν και καταδικασμένες αν δεν απαγορεύσουν. Ή, με την πιο εκλεπτυσμένη γλώσσα ενός από τους πιο σημαίνοντες φιλελεύθερους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, του Τζον Ρολς, αυτό φαίνεται να είναι ένα «πρακτικό δίλημμα, το οποίο η φιλοσοφία από μόνη της δεν μπορεί να επιλύσει».
Η ιστορία δεν προσφέρει σαφή διδάγματα, αν και πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να πιστεύουν το αντίθετο. Εκ των υστέρων, φαίνεται προφανές ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα μπορούσε να είχε σωθεί αν το ναζιστικό κόμμα είχε απαγορευθεί εγκαίρως. Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, κόμπασε μετά τη νόμιμη Machtergreifung (κατάληψη της εξουσίας) των Ναζί: «Θα παραμείνει πάντα ένα από τα καλύτερα ανέκδοτα της δημοκρατίας, ότι παρείχε στους θανάσιμους εχθρούς της τα μέσα τα οποία την εκμηδένισαν».

Αλλά η απαγόρευση μπορεί να μην είχε σταματήσει τη γενική απογοήτευση του γερμανικού λαού με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και ένα αυταρχικό καθεστώς είναι πιθανόν και πάλι να ακολουθούσε. Πράγματι, ενώ η Δυτική Γερμανία απαγόρευσε ένα νεοναζιστικό κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα στη δεκαετία του ‘50, ορισμένες χώρες – κυρίως στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, όπου η δικτατορία συνδέθηκε με την καταστολή της πολυφωνίας- έχουν λάβει ακριβώς το αντίθετο μάθημα για την πρόληψη του αυταρχισμού. Αυτός είναι ένας λόγος που η Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έχει νομικές διατάξεις για την απαγόρευση των κομμάτων.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα παρόλα αυτά προσπαθεί να καταστρέψει τη Χρυσή Αυγή -το Κοινοβούλιο μόλις ψήφισε το πάγωμα της κρατικής χρηματοδότησης του κόμματος – δείχνει ότι, στο τέλος, οι περισσότερες δημοκρατίες θα ήθελαν να βάλουν κάποια όρια. Αλλά που ακριβώς; Κατ’ αρχήν, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι τα όρια πρέπει να είναι σαφώς ορατά πριν καν προκύψουν τα εξτρεμιστικά κόμματα. Αν το κράτος δικαίου πρέπει να διατηρηθεί, η δημοκρατική αυτοάμυνα δεν πρέπει να εμφανίζεται ad hoc ή αυθαίρετα. Έτσι, τα κριτήρια για απαγορεύσεις θα πρέπει να διατυπώνονται εκ των προτέρων.
Ένα κριτήριο που φαίνεται καθολικά αποδεκτό είναι η χρήση, η ενθάρρυνση ή τουλάχιστον η υπεράσπιση της βίας από ένα κόμμα- όπως ήταν προφανώς η περίπτωση της Χρυσής Αυγής, με τις επιθέσεις εναντίον μεταναστών στην Αθήνα. Υπάρχει λιγότερη συναίνεση για κόμματα που υποκινούν το μίσος και έχουν δεσμευθεί στην καταστροφή βασικών δημοκρατικών αρχών – ιδιαίτερα επειδή πολλά εξτρεμιστικά κόμματα στην Ευρώπη προσπαθούν υπερβολικά να τονίσουν ότι δεν είναι εναντίον της δημοκρατίας και ότι, αντιθέτως, αγωνίζονται για «το λαό».

Αλλά τα κόμματα που επιδιώκουν να αποκλείσουν ή να υποτάξουν ένα μέρος του «λαού» – για παράδειγμα, τους νόμιμους μετανάστες και τους απογόνους τους – παραβιάζουν βασικές δημοκρατικές αρχές. Ακόμη και αν Χρυσή Αυγή – ένα νεοναζιστικό κόμμα τόσο σε εμφάνιση όσο και στο περιεχόμενο – δεν είχε εμπλακεί σε πράξεις βίας, η ακραία αντιμεταναστευτική στάση του και η υποκίνηση του μίσους σε μια στιγμή μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης θα το είχε θέσει υποψήφιο προς απαγόρευση.
Οι επικριτές προειδοποιούν για επικίνδυνα μονοπάτια. Οποιαδήποτε διαφωνία με τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης, για παράδειγμα, θα μπορούσε τελικά να θεωρηθεί «ρατσιστική», με αποτέλεσμα τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Κάτι σαν το κλασικό αμερικανικό πρότυπο: ο αμφισβητούμενος λόγος πρέπει να αποτελεί «σαφή και υπαρκτό κίνδυνο» βίας – είναι επομένως ουσιώδης. Τα περιθωριακά κόμματα που δεν συνδέονται με την πολιτική βία και δεν υποδαυλίζουν το μίσος θα πρέπει πιθανότατα να τα αφήσουν ήσυχα, όσο δυσάρεστη κι αν είναι η ρητορική τους.

Ωστόσο, τα κόμματα που είναι πιο κοντά στην κατάληψη της εξουσίας είναι ένα διαφορετικό θέμα, έστω και αν απαγόρευσή τους θα μπορούσε να φαίνεται αυτόματα αντιδημοκρατική (εξάλλου, θα έχουν ήδη βουλευτές στα κοινοβούλια). Σε μια περίφημη υπόθεση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συμφώνησε με την απαγόρευση του Κόμματος Ευημερίας της Τουρκίας, ενώ ήταν το ανώτερο μέλος του κυβερνώντος συνασπισμού.

Είναι μύθος το ότι η απαγόρευση μετατρέπει τους ηγέτες των εξτρεμιστικών κομμάτων σε μάρτυρες. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν ποιος ηγήθηκε μεταπολεμικά των νεο- Ναζί και των Κομμουνιστών. Ούτε συμβαίνει πάντα τα μεγάλα κόμματα να μπορούν να σταματούν την υποστήριξη στους εξτρεμιστές, υποστηρίζοντας επιλεκτικά τις καταγγελίες και τις απαιτήσεις τους. Μερικές φορές αυτή η προσέγγιση λειτουργεί και μερικές φορές όχι. Αλλά πάντα είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά.
Η απαγόρευση κομμάτων δεν πρέπει να σημαίνει φίμωση των πολιτών που μπαίνουν στον πειρασμό να ψηφίσουν εξτρεμιστές. Οι ανησυχίες τους πρέπει να ακουστούν και να συζητηθούν. Και μερικές φορές, η απαγόρευση συνδυάζεται καλύτερα με την ανανέωση των προσπαθειών όσον αφορά την αγωγή των πολιτών, τονίζοντας, για παράδειγμα, ότι οι μετανάστες δεν προκαλούν προβλήματα στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι τα εν λόγω μέτρα μπορεί να δώσουν την εντύπωση της συγκαταβατικότητας – αλλά αυτές οι μορφές δημόσιας δέσμευσης είναι ο μόνος τρόπος για να μην μοιάζει η καταπολέμηση του εξτρεμισμού με τον εξτρεμισμό.

http://www.project-syndicate.org/commentary/on-the-dilemmas-of-democratic-self-defense-by-jan-werner-mueller

Keywords
Τυχαία Θέματα