Protocol | Review

Το Protocol, που πρωτο-κυκλοφόρησε το 2018 στην ψηφιακή πλατφόρμα του Steam, αποτελεί πόνημα της ανεξάρτητης ομάδας δημιουργών Fair Games Studio και συστήθηκε στο gaming κοινό ως μια τίμια επιλογή για έναν VR adventure-puzzle τίτλο με shooting στοιχεία, έμφαση στο storytelling και μπόλικες δόσεις μαύρου χιούμορ. Το κοινό, βέβαια, είχε τη δική του γνώμη, χαρίζοντας

στο παιχνίδι μέτριες κριτικές, συνοδευόμενες από αντίστοιχα μέτριες πωλήσεις.

Σήμερα, δύο χρόνια μετά από την αρχική κυκλοφορία του τίτλου στους υπολογιστές, το Protocol έρχεται να ξαναδοκιμάσει την τύχη του, επανακυκλοφορώντας στις οικιακές κονσόλες “απαλλαγμένο” από τη VR φύση του και ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο αύριο. Το αν οι ελπίδες του είναι βάσιμες, όμως, είναι μια άλλη, πιο πικρή ιστορία…

Αρχικά, στο παιχνίδι οφείλει να αναγνωριστεί η πρόθεση του να «στοχεύσει για τα αστέρια». To Protocol αποτελεί σίγουρα ό,τι πιο φιλόδοξο έχει δημιουργήσει μέχρι σήμερα η μικρή indie ομάδα, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας πολυεπίπεδης gaming εμπειρίας, αναμειγμένων genres και μεγαλόπνοου storytelling χαρακτήρα.

Δυστυχώς, η πρώτη “μπανανόφλουδα” που πατάει το Protocol έχει τοποθετηθεί στο διάβα του από το ίδιο το παιχνίδι. Στην προσπάθεια της ομάδας να δημιουργήσει ένα ελκυστικό σύνολο, γεμίζοντας τον τίτλο της με διαφορετικά gaming στοιχεία, καταλήγει να προσφέρει έναν πραγματικό αχταρμά διαφορετικών ειδών gameplay και εναλλασσόμενων χαρακτήρων αφήγησης.

Το Protocol ξεκινάει ως ενός είδους χιουμοριστικό adventure-walking simulator, και καταλήγει σε ένα τύπου-horror ατμοσφαιρικό shooter. Στο σημείο αυτό περιττεύει να αναφερθεί ότι ο τίτλος, κυνηγώντας την υιοθέτηση πολλαπλών φύσεων, καταλήγει ένας ανέμπνευστος αχταρμάς, στερώντας από τον παίκτη οποιουδήποτε είδους ταύτιση με το κλίμα του παιχνιδιού ή με τον πρωταγωνιστή του.

Τα προβλήματα για το Protocol όμως, δυστυχώς, μόλις ξεκινούν. Παραδείγματα τίτλων που συνδυάζουν ισόποσα παραπάνω από ένα gaming είδη ή αλλάζουν τη φύση τους κατά τη διάρκειά τους, έχουμε ξαναδεί. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τελευταίων χρόνων αποτελεί το -κατά τα άλλα τίμιο- λαβκραφτιανό The Sinking City, το οποίο λίγο μετά τη μέση του απαλλασσόταν από την walking sim/ adventure φύση του για μια πιο action shooting προσέγγιση.

Κάτι τέτοιο, παρά το ότι μπορεί να ξενίζει πολλούς εξ ημών, δεν είναι απαραίτητα αθέμιτο και δεν «χαντακώνει» το παιχνίδι εκ προοιμίου, ειδικά όταν η εναλλαγή αυτή πλαισιώνεται αρμονικά από την αντίστοιχη συνοριακή αιτιολόγηση της. Τα πράγματα όμως αλλάζουν κατά πολύ όταν κάποια (κάποιες ή ακόμα και όλες) από τις φύσεις του παιχνιδιού δεν πραγματώνεται σωστά. Η περίπτωση του Protocol σίγουρα εντάσσεται σε αυτά τα πλαίσια.

Η υπόθεσή του τίτλου αφορά στη στρατολόγηση ενός πρώην πεζοναύτη από ένα μυστικό κυβερνητικό πρόγραμμα για την εξερεύνηση μιας στρατιωτικής undercover βάσης, η οποία έχει στηθεί γύρω από ένα εξωγήινο σκάφος που έχει φτάσει στον πλανήτη και η αποκατάσταση της επικοινωνίας της βάσης με τα κεντρικά, η οποία μυστηριωδώς έχει διακοπεί.

Συνεπώς το (σχεδόν) μισό πρώτο του παιχνιδιού ο παίκτης το περνάει περιηγούμενος στη βάση, εξερευνώντας το χώρο, ακολουθώντας οδηγίες και λύνοντας γρίφους που θα του επιτρέψουν την είσοδο στο εξωγήινο σκάφος. Αντιστοίχως, το δεύτερο μισό του τίτλου, θα το βιώσει ως ένα old school corridor shooter, με stealth στοιχεία.

Στην πραγματικότητα το Protocol αποτυγχάνει οικτρά σε ό,τι και αν προσπαθεί να κάνει. Οι «γρίφοι» του παιχνιδιού μόνο κατ’ ευφημισμό μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιοι, καθώς στην πραγματικότητα αποτελούνται από μια σειρά από λειτουργικές εντολές που πρέπει να ακολουθήσει ο παίκτης, για την ολοκλήρωση των οποίων απαιτείται το minimum της παρατηρητικότητας, της εξερεύνησης και της εφαρμογής κριτικής σκέψης. Η μόνη πραγματική δυσκολία του παιχνιδιού σε αυτό το κομμάτι έγκειται στο να βρει κανείς τρόπο να ξεπεράσει τα οικτρά προβλήματα του χειρισμού.

Η μεταφορά του τίτλου από VR περιβάλλον αλληλεπίδρασης σε κλασική μορφή έχει γίνει εντελώς διαδικαστικά και πρόχειρα, δημιουργώντας φοβερά προβλήματα ακόμα και στις πιο βασικές λειτουργίες του gameplay. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η αυτόματη ρίψη ενός αντικειμένου από τα χέρια του παίκτη όταν ακουμπήσει σε τοίχο. Ίσως, αν το σκεφτεί κανείς λίγο καλύτερα, η VR ιδιοσυγκρασία του Protocol -που εκ των πραγμάτων χάνεται στην επανακυκλοφορία του στις κονσόλες- να αποτελεί και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του σχετικά με το gameplay του.

Μπορεί σε VR περιβάλλον η ανάγκη χρήσης και των δύο χεριών ενός παίκτη για την αλληλεπίδραση με μια σκάλα να αποτελεί asset και διασκεδαστικό προϊόν για τον καταναλωτή, αλλά όταν αυτό -εκτός VR- μεταφράζεται σε ανάγκη χρήσης και των δύο μοχλών, τότε το όλο gimmick μοιάζει περισσότερο με ενόχληση και πονοκέφαλο. Όταν ένα ικανό κομμάτι του gaming χρόνου σου σπαταλάται στο να βγάλεις μια keycard από το slot που την έχεις αφήσει, και στη συνέχεια, κοιτώντας προς τα κάτω, να την ξεκρεμάσεις από το λαιμό σου για να την τοποθετήσεις στο slot της επόμενης πόρτας του ίδιου διαδρόμου, τότε τα πράγματα αρχίζουν και δυσκολεύουν πολύ για τις αντοχές του παίκτη.

Πόσο μάλλον όταν, πρακτικά, οι περισσότεροι γρίφοι του παιχνιδιού αναλώνονται σε τέτοια βασικά mechanics και fetch quest λογικές (“Κάνε ανατομία σε έναν εξωγήινο”, “βάλε τον θώρακα στο πράσινο κουτί, το κεφάλι στο κίτρινο” κ.ο.κ.). Αντιστοίχως και το shooting κομμάτι υποφέρει από παρόμοιες VR ιδιοτροπίες, που κουράζουν και χαλάνε το immersion. Στη τελική, αν αφαιρέσει κανείς το VR κομμάτι από ένα παιχνίδι τέτοιου τύπου, μένει με ένα παλιομοδίτικο FPS χωρίς συστήματα κάλυψης, με φτωχά detailed textures για τις κινήσεις και με μηδαμινό ενδιαφέρον και πρόκληση.

Στο stealth κομμάτι που προσφέρει η Fair Games στη δημιουργία της, η κατάσταση δεν βελτιώνεται, με το detection range να εναλλάσσεται αναλόγως το πώς βολεύει τον σχεδιασμό, απαξιώνοντας κατά ένα τρόπο τον παίκτη και τη λογική του.

Θα μπορούσαμε να σταθούμε και σε άλλα προβληματικά κομμάτια του τίτλου, όπως το ενοχλητικά αδικαιολόγητο σύστημα θανάτου/ gameover στην παραμικρή απόκλιση από το «πρωτόκολλο» -ακόμα και λάθος άνοιγμα μιας πόρτας- ή στη χρήση κακοστημένων κακο-αντιγραμμένων mini-games από κλασικούς, ιστορικούς τίτλους ( Αsteroid, Space Invaders κ.α.) αλλά ειλικρινά αυτά μοιάζουν ψιλά γράμματα μπροστά στο υπόλοιπο χάος που επικρατεί.

Μιας και αναφερθήκαμε παραπάνω στην πλοκή του Protocol, και μιας και ο τίτλος διατείνεται για το δυνατό σενάριο και την ενδιαφέρουσα γραφή του, δεν γίνεται να μην γίνει και σχετική αναφορά. Εδώ τα πράγματα κάπως φαίνεται να σώζονται σε σχέση με το υπόλοιπο ναυάγιο. Με το αρχικό premise να είναι ενδιαφέρον και παραβλέποντας το βασικό μειονέκτημα ότι ο τίτλος προσπαθεί με φοβερά ατσούμπαλο και κωμικοτραγικό τρόπο να συνδυάσει τον τρόμο με το χιούμορ, μπορούμε να δεχθούμε ότι η γραφή, η οποία εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους διαλόγους μεταξύ του πρωταγωνιστή και της AI που τον καθοδηγεί, έχει έναν χαρακτήρα.

Τα σαρκαστικά, σουρεαλιστικά και μηδενιστικά σχόλια που προσφέρονται κατά τόπους δημιουργούν που και που ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του παίκτη. Παρόλα αυτά, σε καμία των περιπτώσεων δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι συγκλονιστικά ποιοτικό ούτε ιδιαίτερα πρωτότυπο. Η σχέση μεταξύ του μοναχικού πρωταγωνιστή και της θηλυκής φύσεως ρομποτικής companion του, δεν χτίζεται επιμελώς και καταλήγει εκνευριστική και cringy, ενώ από τις ερμηνείες των voice actors μέχρι τις πιο απλές ατάκες τους έχουμε μια κατά βάση καρικατουρίστικη προσέγγιση.

Τέλος, τεχνικά ο τίτλος είναι εναρμονιζόμενος με την υπόλοιπη ποιότητά του. Δηλαδή απογοητεύει εξίσου, με τον οπτικό του τομέα να θυμίζει επιδόσεις δύο γενιών πίσω (ίσως και αυτό να οφείλεται στη μεταφορά του από VR), τα μοντέλα χαρακτήρων να είναι εντελώς ξύλινα και τα game-breaking bugs να πηγαίνουν και να έρχονται σαν Πατρινά ΚΤΕΛ πριν την Καθαροδευτέρα.

Εν κατακλείδι, ειλικρινά δεν ξέρουμε αν στην προκειμένη έχουμε αυτό που λέμε «μια χαμένη ευκαιρία». Το Protocol, από τα συμφραζόμενα, καταλαβαίνει κανείς ότι είχε ήδη μια καλύτερη έκδοση, αυτή του VR, η οποία ούτε αυτή τα κατάφερε. Είναι δεδομένο ότι στην αρχική έκδοση του παιχνιδιού (όπου αρκετά controls και mechanics επαφίονταν στην εντυπωσιακή τεχνολογία της εικονικής πραγματικότητας) πολλά από τα προβλήματα που εντοπίστηκαν παραπάνω ήταν λυμένα ή δεν εμφανίζονταν καν.

Ακόμα και έτσι όμως, και υπό αυτό το πρίσμα να το δει κανείς, είναι αδύνατο να παραλειφθούν τα σημαντικότατα δομικά θέματα που έχει ο τίτλος σε όλες τις εκτάσεις του πέραν της κακής μεταφοράς του. Ο απόηχος που αξίζει να μείνει στην κυκλοφορία αυτή, είναι η φιλοδοξία της Fair Games Studio, που με δουλειά, έρευνα και εμπειρία μπορεί να οδηγήσει σε σαφώς καλύτερα αποτελέσματα.

Το Protocol κυκλοφορεί από τις 30/4/21 για Xbox One και PS4. To review βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox One με review code που λάβαμε από τον developer.

The post Protocol | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα