Ni No Kuni II: Revenant Kingdom – Prince’s Edition | Review

Το Ni no Kuni: Dominion of the Dark Djinn, όταν έκανε το μεγάλο άλμα από το Nintendo DS στις οικιακές κονσόλες, έδωσε στο κοινό έναν ιδιαίτερο και σημαντικό λόγο για να αποκτήσει περίοπτη θέση στις προτιμήσεις του. Η σύμπραξη της τεχνογνωσίας της Level-5 όσον αφορά στο κομμάτι των gameplay μηχανισμών, αλλά και του Studio Ghibli στον εικαστικό τομέα του τίτλου, οδήγησαν στη δημιουργία μιας «παραμυθένιας» JRPG εμπειρίας, απόλυτα

απολαυστικής από την αρχή μέχρι και το τέλος της. Παρά τα όποια προβλήματά του, το Ni no Kuni: Wrath of the White Witch απέκτησε το δικό του, φανατικό κοινό, το οποίο είχε σίγουρα λόγους πολλούς για να χαρεί με την ανακοίνωση του Ni no Kuni II: Revenant Kingdom.

Τι και αν το δεύτερο παιχνίδι της σειράς είχε τα δικά του, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά; Τι και αν το Studio Ghibli δεν είχε, πλέον, τον ίδιο, ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη του τίτλου όπως στον προκάτοχό του (εξαιρουμένων των Yoshiyuki Momose και Joe Hihasi, οι οποίοι επιστρέφουν στους ρόλους τους ως character designer και music composer αντίστοιχα); Γεγονός είναι πως και το sequel του αρχικού τίτλου θα κατάφερνε να βρει και αυτό το δρόμο του στην καρδιά του κοινού – ακόμα, και αν κατά γενική παραδοχή, δεν ήταν ένα «καθαρόαιμο» Ni no Kuni.

Οι time-based εντολές επίθεσης του αρχικού τίτλου αντικαταστάθηκαν από ένα πιο action σύστημα μάχης, με light και heavy melee, όπως και με ranged επιθέσεις. Την ίδια στιγμή, ένας αριθμός από gaming modes (όπως η ανάπτυξη του βασιλείου, ή τα skirmish battles) έγιναν αναπόσπαστο μέλος του κεντρικού κορμού της περιπέτειας του πρίγκιπα Ethan και του Roland, αφαιρώντας λίγη από την αρχική μαγεία και αθωότητα που εξέπεμπε το πρώτο Ni no Kuni.

Και πάλι, ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με ένα άκρως ενδιαφέρον και εξαιρετικό παιχνίδι, με πλούσιο περιεχόμενο και αρκετό να μας ταξιδέψει για ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα. Περισσότερα για το παιχνίδι όμως μπορείτε να διαβάσετε στο αρχικό μας κείμενο, όπου ο Σταύρος Λιναρδάκος αναλύει με κάθε λεπτομέρεια τα υπέρ και τα κατά του τίτλου.

Στο παρόν κείμενο θα αφιερωθούμε στο να αξιολογήσουμε τη μορφή που έχει ο τίτλος στο Nintendo Switch. Το παιχνίδι παρουσιάζεται στην πληρέστερη μορφή του, με όλο το πρόσθετο περιεχόμενο που δόθηκε στην κυκλοφορία, να είναι διαθέσιμο. Πέραν της κεντρικής ιστορίας, οι παίκτες θα έχουν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με νέα story modes, να εξοπλίσουν τους χαρακτήρες τους με νέα αντικείμενα, ακόμα και να εξερευνήσουν νέα dungeons. Αν και το νέο περιεχόμενο θα προστίθεται με φυσικό τρόπο ως αποστολές, εν τούτοις θα χρειαστεί λίγος χρόνος από τους παίκτες μέχρι να μπορέσουν να ασχοληθούν μαζί τους όπως ακριβώς χρειάζεται.

Σε κάθε περίπτωση, οι παίκτες θα έχουν να ασχοληθούν με έναν άκρως χορταστικό και γοητευτικό τίτλο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Nintendo Switch θα μπορούν να μεταφέρουν τη δράση και τη μαγική περιπέτεια του Evan Pettiwhisker Tildrum από την οθόνη της τηλεόρασης, στο δρόμο.

Εκ των πραγμάτων, όμως, αυτή ακριβώς η δυνατότητα έρχεται με τις απαραίτητες θυσίες. Η έλλειψη ενός port του τίτλου για Switch, αν και ο τίτλος κυκλοφόρησε περίπου έναν χρόνο μετά από το λανσάρισμα της υβριδικής κονσόλας της Nintendo, ήταν αρκετός για να βάλει σε σκέψεις τους οπαδούς του τίτλου ως προς το κατά πόσο σωστά θα απέδιδε σε αυτή την κονσόλα, έναντι του έτερου, ισχυρότερου PlayStation 4, αλλά και των υπολογιστών. Η απάντηση έρχεται 40 μήνες αργότερα.

Η έκδοση του Nintendo Switch μπορεί να είναι αρκετά ικανοποιητική όταν ο τίτλος αναπαράγεται στην τηλεόραση. Σαφέστατα και διαπιστώνουμε εκπτώσεις στον τομέα της ανάλυσης, αν και το όμορφο εικαστικό του καταφέρνει να ξεγελάσει το μάτι και να μας επιτρέψει να το απολαύσουμε περισσότερο. Ο ρυθμός ανανέωσης της οθόνης είναι ξεκλείδωτος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων παρατηρείται μια σταθερή ροή στα 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο, αν και στους κλειστούς χώρους (παλάτι, σπίτια, σπηλιές) παρατηρείται μια κατακόρυφη αύξηση της απόδοσης, κάνοντας την κίνηση των χαρακτήρων πιο φυσιολογική, και τη μάχη πιο απολαυστική.

Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα όταν παίζουμε φορητά. Όσο όμορφα και αν είναι τα εικαστικά του τίτλου, δεν μπορούν να κρύψουν πολλά τεχνικά προβλήματα τόσο στην απόδοση, αλλά όσο και την απεικόνιση. Υπερβολικά έντονο aliasing, εξίσου υπερβολικά ασταθής ρυθμός ανανέωσης της οθόνης, μέχρι και ακραία προβλήματα στην απεικόνιση σε πολύ συγκεκριμένα σημεία (πιξελίσματα, λανθασμένη απόδοση των μοντέλων) συνθέτουν το παζλ των προβλημάτων που καθιστούν το εν λόγω port ως μια όχι και τόσο ιδανική πρόταση για φορητό gaming.

Καταληκτικά, θα θέλαμε για μια ακόμα φορά να επισημάνουμε ότι το Ni no Kuni II: Revenant Kingdom – Prince’s Edition είναι ένα από τα πιο όμορφα, τα πιο μαγικά JRPGs που μπορεί κανείς να συναντήσει εκεί έξω. Αν το ζητούμενο από τον κάθε παίκτη ξεχωριστά αποτελεί η σωστή και εύρυθμη απόδοση, τότε οι ενδιαφερόμενοι παίκτες θα πρέπει να αναζητήσουν μια άλλη έκδοση, για κάποιο άλλο σύστημα. Αν το φορητό gaming είναι αυτοσκοπός, τότε η έκδοση του Switch αποτελεί μονόδρομο. Και είναι σίγουρο πως οι παίκτες μπορούν να περάσουν όμορφα, αλλά με τον απαραίτητο συμβιβασμό στην απόδοση να θεωρείται δεδομένος.

Το Ni No Kuni II: Revenant Kingdom – Prince’s Edition κυκλοφορεί για το Switch από τις 17/9/21. Το review βασίστηκε σε review code που λάβαμε από την Bandai Namco Entertainment Greece.

The post Ni No Kuni II: Revenant Kingdom – Prince’s Edition | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα