Mutant Year Zero: Road to Eden

“Μία πάπια, ένας χοίρος και μία αλεπού μπαίνουν σε ένα μπαρ…”

Αν και φυσικά τα παιχνίδια XCOM ανήκουν σε ένα ευρύτερο είδος, που ακούει στο όνομα turn-based strategy, η αλήθεια είναι ότι έχουν δημιουργήσει μία τόσο μεγάλη σχολή επιρροής, που ουσιαστικά αποτελούν μία περίπτωση ανάλογη με τα Commandos. Τουτέστιν, έχουν καθιερώσει ένα υπο-είδος που εισάγει συγκεκριμένους κανόνες, αποτελώντας επιπλέον μία σταθερά, με την οποία παρόμοια παιχνίδια συγκρίνονται άμεσα. Η αλήθεια είναι πως το συγκριμένο υπο-είδος έχει μία δημοτικότητα που, κατά

τη γνώμη μας, βρίσκεται στα περιορισμένα επίπεδα των πάλαι ποτέ δημοφιλών RTS. Ως εκ τούτου, σπανίως βλέπουμε πλέον δημιουργούς να δοκιμάζουν την τύχη τους σε αυτήν την κατηγορία. Παρόλα αυτά, δεν παύει να υπάρχει ένα κοινό, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως niche, ικανό να δικαιολογήσει την κυκλοφορία έστω indie επίδοξων δημιουργιών.

Κάπου εδώ έρχεται η σουηδική Bearded Ladies (εμπνευσμένο όνομα, όχι αστεία) με το Mutant Year Zero: Road to Eden, επιχειρώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον του σκληροπυρηνικού κοινού των XCOM. Το καταφέρνει, πατώντας στους κανόνες που χάραξε ο εμπνευστής της, προσθέτοντας όμως και τις δικιές της πινελιές, και αφαιρώντας παράλληλα στοιχεία που θεωρούσε παράταιρα, παραδίδοντας τελικά ένα παιχνίδι με το δικό του χαρακτήρα.

Βρισκόμαστε σε ένα απροσδιόριστο αλλά πολύ μακρινό και post-apocalyptic μέλλον, σε μία περιοχή της Σουηδίας, όπου τα απομεινάρια του πολιτισμού ζουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την Ark (Κιβωτός), μία από τις τελευταίες κοινωνίες, η επιβίωση της οποίας εξαρτάται από τους θαρραλέους stalkers. Οι stalkers έχουν ως βασική αποστολή την εξόρμηση στον αφιλόξενο κόσμο για την εύρεση υλών και προμηθειών, και την αντιμετώπιση των ghouls (αιμοσταγείς άνθρωποι) αλλά και των θανατηφόρων ρομπότ, η A.I. των οποίων έχει πλέον την εντολή -ως είθισται- να σκορπάει τον θάνατο.

Εμείς θα πάρουμε αρχικά τον έλεγχο δύο μεταλλαγμένων stalkers. Ο Bormin είναι ένας ανθρωπόμορφος και σκληροτράχηλος αγριόχοιρος και ο Dux μία ανθρωπόμορφη πάπια, η γκρίνια, ο σαρκασμός -όπως και ο γενικότερος χαρακτήρας και παρουσιαστικό- της οποίας άνετα θα μπορούσε να παραπέμπει σε μία μετενσάρκωση του Daffy Duck. Η παντελώς καρτουνίστικη μορφή των δύο βασικών χαρακτήρων δημιουργεί μία εκκεντρική αντίθεση με το αφιλόξενο και ρεαλιστικά αποδοσμένο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η δράση, αλλά και με ένα παιχνίδι όπου τα χιουμοριστικά του στοιχεία είναι διακριτικά, δίχως ποτέ να φτάνει σε σημείο να χαρακτηριστεί ως παρωδία του είδους.

Εδώ είμαστε, όμως, να ελέγχουμε ουσιαστικά έναν αγριόχοιρο και μία αγριόπαπια που είναι άσσοι στο χειρισμό όπλων, στην προσπάθειά τους να κρατήσουν ζωντανή την κοινωνία της Ark αλλά και να εξουδετερώσουν τη θανάσιμη απειλή της Nova Sect, μίας οργανωμένης ομάδας από ghouls, που προσπαθεί να θέσει σε λειτουργία “αρχαία όπλα” μαζικής καταστροφής. Το σύμπαν του παιχνιδιού, το οποίο βασίζεται στο σουηδικό pen & paper Mutant, είναι αναμφίβολα ελκυστικό, παρόλο που η πλοκή του δύσκολα θα κερδίσει δάφνες πρωτοτυπίας. Εντούτοις, οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι άμεσα συμπαθείς και οι συνεχείς μεταξύ τους ομιλίες κατά τις περιηγήσεις μας είναι καλογραμμένες και με κατάλληλες δόσεις χιούμορ, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την αίσθηση της σοβαροφάνειας.

Οι χιουμοριστικοί διάλογοι προκύπτουν συνήθως με έμμεσο τρόπο, από τα αφελή σχόλια των πρωταγωνιστών όταν αντικρίζουν ή επεξεργάζονται διάφορα κομμάτια ενός προ πολλού χαμένου πολιτισμού, για τον οποίο η γνώση έχει ξεθωριάσει σε μεγάλο βαθμό. Όταν για παράδειγμα δουν μία ηλεκτρονική συσκευή με ένα μισοφαγωμένο μήλο για λογότυπο, θα υποθέσουν ότι λειτουργούσε ως ανιχνευτής για την ποιότητα των φρούτων, ενώ κατά την ανακάλυψη μίας εκτεταμένης παιδικής χαράς θα νοιώσουν μπερδεμένοι, πιστεύοντας ότι ήταν πιθανότατα ένας καταυλισμός για πολύ μικρούς ανθρώπους. Η βασική σεναριακή πλοκή καταλήγει εν τέλει με μία σημαντική αποκάλυψη (αν και σίγουρα όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη), που θέτει τις βάσεις για ένα άκρως καλοδεχούμενο sequel, δίνοντας την εντύπωση πως δεν είδαμε παρά την εισαγωγή των περιπετειών που θα ακολουθήσει η πενταμελής (συνολικά) ομάδα των μεταλλαγμένων.

Περνώντας στα αμιγώς gameplay μονοπάτια του παιχνιδιού, αρχικά εντύπωση προκαλεί η απουσία διαχείρισης βάσης, κάτι που συναντάται στην πλειοψηφία των τίτλων του είδους. Παρόλο που επανερχόμαστε συχνά στην Ark, αυτό γίνεται αποκλειστικά για την αναβάθμιση του εξοπλισμού μας και την αγορά προμηθειών, καθώς και τη συζήτηση και την ανάπτυξη του lore συζητώντας με τους μαγαζάτορες. Παρόλο που αρχικά η απουσία της βάσης ξενίζει, σύντομα αντιλαμβάνεται κανείς πως αυτό απελευθέρωσε την Bearded Ladies, που επικεντρώθηκε στις πάντα ισορροπημένες μάχες και στον τομέα της εξερεύνησης. Επίσης, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των παιχνιδιών του είδους, το Mutant Year Zero απόφυγε την τεχνοτροπία του random σχεδιασμού των επιπέδων.

Αντιθέτως, η ομάδα ανάπτυξης σχεδίασε κάθε πτυχή των -περίπου- 20 επίπεδων, κάτι που σίγουρα τη βοήθησε να δημιουργήσει περιβάλλοντα με λεπτομέρεια και συνοχή, αν και αναμφισβήτητα με αντίκτυπο στο replayability. Αυτά τα επίπεδα απαρτίζουν τις επιμέρους περιοχές του χάρτη, ξεκάθαρα οριοθετημένες, κάθε μία εκ των οποίων προσφέρει μία μικρή, αλλά ανοικτού σχεδιασμού, έκταση προς εξερεύνηση και αντιμετώπιση κινδύνων. Στα πρώτα τρία τέταρτα του Mutant Year Zero η πορεία μας είναι αρκετά γραμμική και προσχεδιασμένη, καθώς συχνά-πυκνά η εξερεύνησή μας σε μία περιοχή, πέραν του βασικού objective, θα μας οδηγήσει απέναντι σε απαγορευτικά ισχυρούς εχθρούς. Αργότερα θα υπάρξει μία δόση αμυδράς ελευθερίας, όταν η ομάδα μας ισχυροποιηθεί και έχει την ικανότητα να περιηγηθεί στις λιγοστές προαιρετικές και άκρως απαιτητικές περιοχές.

Θα πρέπει να ξεχάσετε το farming ως δυνατότητα ισχυροποίησης της ομάδας πριν την ώρα της δεδομένου ότι η επανεμφάνιση εχθρών και loot απουσιάζει πλήρως. Αυτή η επιλογή, η οποία μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους, οδηγεί σε μία πολύ πιο δεμένη ισορροπία μεταξύ του δικού μας level και των εχθρών, ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις όπου ενδέχεται να είμαστε υπερβολικά ισχυροί μέσω farming, έχοντας το επιπλέον ατού να αποκλείει οποιαδήποτε περίπτωση κουραστικής επανάληψης συγκρούσεων που ήδη έχουμε ολοκληρώσει. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των τίτλων του είδους, η εξερεύνηση της κάθε περιοχής είναι πάντα ευχάριστη, χάρη στον ομαλό συγκερασμό real-time και turn-based ελέγχου. Αποφεύγει άκρως καλοδεχούμενα την τακτική άλλων παιχνιδιών που επιμένουν να υποστηρίζουν το turn-based σύστημα ελέγχου ακόμα σε καταστάσεις νηνεμίας, προς όφελος της κίνησης σε πραγματικό χρόνο, που μας επιτρέπει να “οργώνουμε” κάθε γωνιά του χάρτη δίχως δεύτερη σκέψη.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο stealth στοιχείο, το οποίο στην πλειονότητα των περιπτώσεων του είδους αδυνατεί να ξεφύγει από τον χαρακτηρισμό ενός gimmick, που απλά θα μας δώσει το πάνω χέρι για τον πρώτο γύρο της μάχης -όπως στο XCOM 2- και σε άλλες περιπτώσεις θα αποδοθεί αφύσικα και δίχως ισορροπία -όπως στην περίπτωση Phantom Doctrine. Η Bearded Ladies είναι εμφανές ότι δούλεψε επάνω στο stealth κομμάτι προκειμένου να το φέρει σε σύμπνοια με τον αφιλόξενο κόσμο του αλλά και την turn-based φιλοσοφία του. Άλλωστε, η ομάδα μας δεν μπορεί να έχει ποτέ περισσότερα από τρία ενεργά μέλη, κάτι που σημαίνει αυτομάτως ότι σχεδόν πάντα οι εχθροί σε έναν χάρτη υπερτερούν κατά πολύ από εμάς, πολλές φορές όχι μόνο αριθμητικά αλλά και από θέμα ισχύος.

Το stealth έρχεται ως ένα εργαλείο που θα μας επιτρέψει να γείρουμε στο μέρος μας τη ζυγαριά, έστω αριθμητικά, επιτρέποντάς μας να εξοντώσουμε αθόρυβα απομονωμένους εχθρούς. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε να βάλουμε την ομάδα μας σε stealth mode, ώστε η ορατότητα των εχθρών να μειωθεί σημαντικά, βοηθώντας μας σημαντικά να πλησιάσουμε σε απόσταση αναπνοής προτού θέσουμε την αφετηρία του πρώτου γύρου για τη μάχη. Εάν κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου γύρου καταφέρουμε να εξοντώσουμε αθόρυβα τους εχθρούς που μας έχουν αντιληφθεί, τότε μπορούμε να συνεχίσουμε την πορεία μας προς τους υπόλοιπους εχθρούς ανενόχλητοι.

Η αθόρυβη εξόντωση εχθρών περιπλέκεται όταν έρθουμε απέναντι από ισχυρούς αντιπάλους, απαιτώντας τον κατάλληλο συνδυασμό δυνάμεων, εξοπλισμού και τύχης (για την ευστοχία ή την πολύτιμη critical βολή) ώστε να τους βγάλουμε από τη μέση προτού σημάνουν συναγερμό. Ακόμα και με αυτό το βοήθημα, όμως, το Mutant Year Zero συνεχίζει να έχει έναν αρκετά υψηλό βαθμό πρόκλησης, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με ισχυρούς εχθρούς που υπερτερούν αριθμητικά, ακόμα και έπειτα από επιτυχημένο stealth. Η ποικιλία των εχθρών είναι σεβαστή, απαιτώντας συνεχώς να σκεφτόμαστε διπλά το βαθμό επικινδυνότητας και προτεραιότητας των στόχων μας. Άλλοι θα τρέξουν κατευθείαν πάνω μας, αδιαφορώντας για κάλυψη, άλλοι θα φωνάξουν ενισχύσεις, οι τηλεπαθητικοί εχθροί (θα μπορούσαν να λείπουν τέτοιοι;) ενδέχεται να πάρουν τον έλεγχο κάποιου συμμάχου μας, ενώ οι ρομποτικοί εχθροί φέρνουν με τη σειρά τους τις δικές τους προκλήσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περιβάλλοντα μπορούν να καταστραφούν, κάτι που σημαίνει κατ’ επέκταση ότι μπορούμε να αχρηστεύουμε σημεία κάλυψης, ένα στοιχείο που εμβαθύνει με τη σειρά του τις τακτικές -αμυντικές και επιθετικές- που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Ο τομέας της μάχης μάς άφησε, σε γενικές γραμμές, απόλυτα ικανοποιημένους, οδηγώντας μας στην πλειοψηφία των περιπτώσεων σε απαιτητικές συγκρούσεις που πάντα ήθελαν την αμέριστη προσοχή μας. Η γενικότερη σχεδιαστική φιλοσοφία του Mutant Year Zero, με τα προσχεδιασμένα επίπεδα, την ανυπαρξία βάσης, το πάντρεμα real-time περιήγησης και turn-based συστήματος μάχης, την απουσία random επιπέδων και επανεμφάνισης εχθρικών μονάδων δημιουργεί την εικόνα ενός υβριδίου action-adventure και turn-based με ασταμάτητη ροή.

Το αποτέλεσμα είναι πως οι 15 ώρες διάρκειας (ακόμα και στο hard επίπεδο δυσκολίας, όπου οφείλει να ασχοληθεί όποιος είναι έμπειρος με το είδος) μπορεί να είναι σχετικά λίγες (μιλώντας για το είδος πάντα), την ίδια στιγμή όμως συνθέτουν μία “καθαρόαιμη” διάρκεια, δίχως fillers που συναντάει κανείς στην πλειοψηφία των... XCOMlike©. Δεν υποστηρίζουμε σε καμία περίπτωση ότι καθιστά παρωχημένα τα στοιχεία του randomization που βλέπουμε στο είδος ή τη διαχείριση βάσης, δεδομένου ότι τα XCOM έχουν αποδείξει το πόσο εθιστικές και δουλεμένες μπορούν να είναι αυτές οι συνιστώσες. Από την άλλη, όμως, το Mutant Year Zero πατάει σε μία διαφορετική εμπειρία και μας δείχνει ότι τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι απαραίτητα για τη δημιουργία μία εναλλακτικής και συμμαζεμένης εμπειρίας με διαφορετικό ρυθμό.

Σε οπτικό επίπεδο η χρήση της Unreal Engine 4 αποδίδει ένα όμορφο αποτέλεσμα, ενός post-apocalyptic κόσμου που βρίσκεται στα χνάρια του The Last of Us, αποφεύγοντας δηλαδή το αποξηραμένο τοπίο προς όφελος ενός κόσμου όπου η φύση είναι και πάλι κυρίαρχη, έχοντας κατακλύσει κάθε πτυχή του αρχαίου -πλέον- πολιτισμού με την πυκνή της βλάστηση. Έχει δοθεί αρκετή προσοχή στην ποικιλομορφία των χτισμάτων, των κάθε λογής αντικειμένων και της βλάστησης ώστε κάθε ξεχωριστή περιοχή να έχει τις δικές της προσωπικές πινελιές και ας υπερτερεί το πράσινο.

Παρά την απόλυτη ικανοποιητική εμπειρία, ωστόσο, υπάρχουν μερικές μικρές παραφωνίες, όπως η διαπίστωση, μέχρι τα μέσα του παιχνιδιού, πως ο εξοπλισμός δεν έχει και την καλύτερη δυνατή ποικιλία, κρύβοντας ελάχιστες εκπλήξεις. Επιπλέον, παρότι το σύνολο των πολεμιστών που θα βρούμε είναι μόλις πέντε, τα skills τους πολλές φορές επαναλαμβάνονται, έχοντας μόνο 2-3 skills που ενδέχεται να είναι εντελώς ξεχωριστά, ενώ κάποια από τα skills είναι φανερά υποδεέστερα άλλων, κάτι που αδυνατεί να υποστηρίξει τον οποιοδήποτε πειραματισμό.

Εν κατακλείδι, το Mutant Year Zero αποτελεί ένα πολύ καλό πρώτο βήμα σε ένα νέο σύμπαν που εμφανέστατα έχει το ρόλο της εισαγωγής μας για περαιτέρω περιπέτειες. Ξεχωρίζει χάρη στο δουλεμένο συνδυασμό της real-time εξερεύνησης και του λειτουργικού stealth, το οποίο αναμφίβολα έχει περιθώρια βελτίωσης αλλά είναι η πρώτη φορά που το βλέπουμε να ενσωματώνεται στο είδος με χειροπιαστές προδιαγραφές για εξέλιξη.

Το γραμμικό στοιχείο επίσης λειτουργεί αρκετά καλά, φέρνοντάς μας πάντα μπροστά από ισορροπημένες μάχες, δίνοντας παράλληλα μία ελαφριά και καλοδεχούμενη πνοή από το είδος των action-adventure, με ελάχιστα fillers και grinding. Ανοίγει την όρεξη για ένα εκτεταμένο sequel, όπου η Bearded Ladies θα αξιοποιήσει την εμπειρία της για τον εμπλουτισμό του loot και των χαρακτήρων, αλλά και μία πληρέστερη εισαγωγή από δευτερεύοντα objectives και περιοχές ώστε να αποδοθεί ακόμα καλύτερα η αίσθηση της εξερεύνησης αλλά και να αυξηθεί η σχετικά μικρή του διάρκεια. Ως έχει, το Mutant Year Zero παραμένει μία ιδιαίτερα ευχάριστη προσθήκη σε ένα αραιοκατοικημένο είδος.

To review βασίστηκε στην έκδοση του παιχνιδιού για PC.

pcps4xbox one
Keywords
Τυχαία Θέματα