Gunbrella | Review

Μία ομπρέλα που είναι ταυτόχρονα και καραμπίνα είναι μάλλον αρκετή για να οδηγήσει σε μία indie δημιουργία -όπως το Gunbrella- ικανή να ξεχωρίσει, έστω και λίγο, από τον κακό χαμό των indie κυκλοφοριών. Μία ιδέα που συμβαδίζει, από άποψη εκκεντρικότητας, με το προηγούμενο πόνημα της ολιγομελούς doinksoft, το Gato Roboto, όπου χειριζόμασταν ένα γατί εντός ενός mech σε ένα παιχνίδι φόρο τιμής στο Metroid II του GameBoy (όντας μάλιστα ασπρόμαυρο).

Όπως και στο Gato Roboto έτσι και εδώ ο βασικός πρωταγωνιστής του παιχνιδιού, το όπλο gunbrella, όσο αστεία απίθανο φαντάζει, τόσο ταιριαστό καταλήγει

να είναι στον μαγικό κόσμο των παιχνιδιών και δη αυτών που παραπέμπουν σε platforms από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αποτελεί παράλληλα ένα εργαλείο που δεν αργεί να δείξει ότι έχει πλήρη λογική στα πλαίσια ενός platform.

Από τη μία πλευρά η χρήση ως καραμπίνα δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρινήσεις, από την άλλη το κομμάτι της ομπρέλας είναι ιδανικό στο platforming, επιτρέποντας στον πρωταγωνιστή να εκτοξεύεται στον αέρα, να κάνει αλλεπάλληλα dash αλλά και να αιωρείται. Επιπλέον, και με λίγη φαντασία, μπορεί να αποδεχθεί κανείς πως όταν η ομπρέλα είναι ανοιχτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασπίδα απέναντι από τα εχθρικά πυρά.

Ένα τόσο απίθανο όπλο δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται και από ένα σενάριο που δεν παίρνει ιδιαίτερα στα σοβαρά τον εαυτό του, καταφεύγοντας σε ταιριαστά υπερβολικές καταστάσεις. Ίσως βέβαια αυτό είναι ένα τμήμα όπου η doinksoft υπερεκτίμησε τις ικανότητές της. Εμείς παίρνουμε τον ρόλο του -αρχικά ανώνυμου- πρωταγωνιστή, με τον οποίο ξεκινά μία ιστορία εκδίκησης, καθώς μαθαίνουμε ότι για άγνωστο λόγο ένας άλλος μυστήριος χαρακτήρας έχει δολοφονήσει τη γυναίκα του και έχει απαγάγει τη μικρή του κόρη.

Σύντομα θα έρθουμε αντιμέτωποι με μία παραθρησκευτική οργάνωση που έχει φτάσει σε σημείο να καλεί δαίμονες και θα συγκρουστούμε επίσης με τις απολυταρχικές αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες με τη σειρά τους είναι εξοπλισμένες με ομπρέλες/ καραμπίνες. Το σενάριο είναι ηθελημένα σοβαροφανές, με πινελιές χιούμορ, που πετυχαίνουν τον στόχο τους και μπορούν να προκαλέσουν μειδίαμα.

Στους λιγοστούς οικισμούς όπου θα συναναστραφούμε με τους κατοίκους θα μπορούμε να ολοκληρώσουμε ορισμένα απλοϊκά side quests, ενώ συχνά απαιτείται η εκπλήρωση διαφόρων θελημάτων, ως κομμάτι του main quest. Μέσω των quests γίνεται μία προσπάθεια από τους δημιουργούς να μας πείσουν ότι βρισκόμαστε σε έναν ζωντανό κόσμο αλλά τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα.

Σε γενικές γραμμές οι διάλογοι είναι αρκετά καλοί και καταφέρνουν να μας βάλουν στο κλίμα ενός δυστοπικού κόσμου, αλλά και να μεταφέρουν την προσωπική πορεία εκδίκησης του πρωταγωνιστή. Συχνά όμως φαίνεται σαν να υπάρχει μία σχετική φλυαρία, δεδομένου ότι σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας δεν φαίνεται να υπάρχει μία καλή ισορροπία μεταξύ διαλόγων και δράσης. Δίνεται συχνά η εντύπωση ότι οι δημιουργοί έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στους διαλόγους, καθώς ανάμεσα από τη δράση παρεμβάλλονται πολύ συχνά διάλογοι, κάτι που ορισμένες φορές μπορεί να οδηγήσει και στον εκνευρισμό.

Η εντύπωση που μας έμεινε είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της εμπειρίας δεν περνούσαν 10-15 λεπτά έως ότου σταματήσει για ακόμα μία φορά η δράση για τον επόμενο διάλογο. Το θέμα είναι ότι οι διάλογοι είναι σχετικά καλοί, αλλά η πλοκή δεν φτάνει σε τέτοιο σημείο εμβάθυνσης ή εκπλήξεων ώστε να υποστηρίξει ουσιαστικά την τόσο μεγάλη προσήλωση σε αυτήν.

Είναι κάτι το ατυχές, καθώς στα του gameplay το Gunbrella τα πηγαίνει αρκετά καλά. Ο φερώνυμος, ιδιόρρυθμος εξοπλισμός εκπληρώνει τον στόχο του, προσφέροντας gameplay δυνατότητες που δίνουν σημαντικούς πόντους προσωπικότητας στο όλο εγχείρημα. Η δυνατότητα εκτόξευσης του πρωταγωνιστή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση σίγουρα δεν είναι κάτι ρηξικέλευθο, αλλά καταφέρνει παρόλα αυτά να του δώσει μία ιδιαίτερα ευχάριστη ελευθερία κινήσεων, που σε συνδυασμό με την ικανότητα να πηδάει από τοίχο σε τοίχο ή να αιωρείται οδηγούν σε μία καλοφτιαγμένη platform εμπειρία.

Στα παραπάνω να προσθέσουμε και την έτερη δυνατότητα της gunbrella ως καραμπίνα, που ό,τι χάνει στο βεληνεκές το βρίσκει στη δουλεμένη αίσθηση που έχει, αποδίδοντας πλήρως ικανοποιητικά την ισχύ της. Οι συγκρούσεις είναι γενικά αρκετά βατές, φέρνοντάς μας απέναντι από ανθρώπινους και τερατώδεις κινδύνους. Η καραμπίνα είναι εξαρχής ιδιαίτερα ισχυρή, με τους απλούς εχθρούς να διαλύονται (στην κυριολεξία) έπειτα από 1-2 καλοζυγισμένες ρίψεις από σκάγια.

Αν και ο βαθμός πρόκλησης στις απλές μάχες είναι τόσο όσο χρειάζεται ώστε να βοηθάει στην απολαυστική χρήση του όπλου και να απαιτεί μία τυπική προσοχή, εκεί που ήθελε περισσότερη δουλειά είναι στα boss fight. Η δυσκολία σε αυτές τις συγκρούσεις παραείναι χαμηλή, καθιστώντας αυτές τις μάχες ως έναν απλό περίπατο. Ορισμένες από αυτές μάλιστα δείχνουν σαν να μην λειτουργούν όπως έπρεπε, αφού πολύ εύκολα εγκλωβίζαμε το boss σε μία γωνία και απλά το πυροβολούσαμε ανελέητα δίχως να είναι σε θέση να αντιδράσει.

Φυσικά δεν απαιτούμε από αυτές τις μάχες να μας φτάνουν πάντα στα άκρα, αλλά στην προκειμένη περίπτωση βρισκόμαστε στο άλλο άκρο. Στο παραπάνω δεν βοηθάει και ότι σαν μάχες δεν προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο, πέραν από τυπικές και λιγοστές κινήσεις. Στο platforming η κατάσταση σίγουρα είναι πιο σταθερή ποιοτικά, παραμένοντας και αυτή σε ιδιαίτερα βατά επίπεδα δυσκολίας. Δεν χρειάζονται περίτεχνες κινήσεις ή πραγματικά απαιτητικά άλματα, με την doinksoft να στοχεύει σαφώς σε μία περιπέτεια που είναι πλήρως προσιτή.

Από την άλλη πλευρά, το level design αδυνατεί να τραβήξει την προσοχή, καθώς δεν υπάρχει κάτι αξιομνημόνευτο σε αυτόν τον τομέα. Η διαρρύθμιση των επιπέδων είναι ιδιαίτερα τυπική, δίχως να παρέχει ευκαιρίες για εξερεύνηση ή κάποια πραγματικά ευφάνταστη περίπτωση για τη χρήση της ομπρέλας ως μέσο μετακίνησης. Παρά τη μικρή διάρκεια, που δεν ξεπερνά τις πέντε ώρες, υπάρχει έντονο backtracking που απλά θα μπορούσε να αποφευχθεί με κάποιον μηχανισμό fast travel.

Δεδομένου ότι το παιχνίδι της doinksoft δεν είναι σε καμία περίπτωση metroidvania, το backtracking απλά καταλήγει να είναι αχρείαστο και μία άκομψη μέθοδος για να αυξηθεί η διάρκεια. Τουλάχιστον ο οπτικός τομέας είναι επενδυμένος με μία όμορφη pixel art αισθητική, που απεικονίζει με ωραίο τρόπο τα δυστοπικά περιβάλλοντα και παρέχοντας μία σχετική ποικιλία για τα δεδομένα της διάρκειάς του.

Το Gunbrella καταλήγει ως ένα platform που ναι μεν είχε μία ιδιαίτερα καλή ιδέα στο θέμα του βασικού εργαλείου του πρωταγωνιστή και μεράκι για την οπτική απεικόνιση αυτού του δυστοπικού κόσμου, αλλά το αδιάφορο level design, το backtracking και η συνεχής διακοπή της δράσης για διαλόγους είναι στοιχεία που δεν το αφήνουν να “αναπνεύσει”. Παρόλα αυτά, διαθέτει αρκετή προσωπικότητα ώστε να καταφέρει να προσφέρει έστω μία αξιοπρεπή εμπειρία για τους φίλους του δίπτυχου pixel art και δισδιάστατου platform.

Το Gunbrella κυκλοφορεί από τις 13/9/23 για PC και Switch. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PC, με review code που λάβαμε από τη Devolver Digital.

The post Gunbrella | Review first appeared on GameOver.

The post Gunbrella | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα