Death’s Door | Review

Κατά τη διάρκεια της αναιμικής, φετινής E3, η αλήθεια είναι ότι είχαμε λιγοστές ανακοινώσεις που πραγματικά καταφέραν να κερδίσουν το ενδιαφέρον. Δεν περιμέναμε είναι η αλήθεια ότι στη βαθύτατα καυστική παρουσίαση της Devolver Digital θα παρακολουθούσαμε παιχνίδια που πραγματικά θα μας δημιουργούσαν προσμονή. Το Death’s Door, όμως, κατάφερε να αποτελεί μία από αυτές τις περιορισμένες περιπτώσεις που τράβηξαν το βλέμμα μας, χάρη στην έκδηλα indie ιδιοσυγκρασία του, από τον τεχνικό τομέα έως τον εκκεντρικό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο ενός κορακιού που κραδαίνει ένα σπαθί.

Πέραν της όμορφα εκκεντρικής

εικόνας που απέδιδε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον δημιούργησε επιπλέον η επιστροφή της Acid Nerve στην ανάπτυξη του τίτλου, μία διμελής ομάδα ανάπτυξης, που το μακρινό 2015 μας είχε δώσει το Titan Souls, ένα συμπαθητικό top-down, pixel-art παιχνίδι, με ορισμένες “αιρετικές” gameplay ιδέες.

Η Acid Nerve θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία από αυτές τις indie εταιρίες, που εμφανίζονται με μία συμπαθητική πρόταση και αργότερα χάνονται στη λήθη, αναπολώντας την ενίοτε με ένα σύντομο “τι να απέγιναν κι αυτοί;”. Ως εκ τούτου, χαιρόμαστε ιδιαίτερα να τη βλέπουμε να επιστρέφει στο προσκήνιο και μάλιστα με ένα υψηλής ποιότητας πόνημα.

Μερικά λεπτά ενασχόλησης αρκούν για να διαπιστώσει κανείς ότι η βρετανική ομάδα ανάπτυξης βελτιώθηκε σημαντικά, σε όλους τους τομείς, προσφέροντας τόσο μία εξαιρετική καλοκαιρινή πρόταση, όσο και ένα πραγματικά αξιόλογο παιχνίδι στο είδος των isometric action (με έντονες πινελιές από metroidvania).

Στο Death’s Door παίρνουμε το ρόλο ενός ανώνυμου κορακιού, το οποίο εργάζεται σε μία υπηρεσία που σκοπό έχει να συλλέγει (“θερίζει” αν προτιμάτε) τις ψυχές των αποθανόντων, για να τις μεταφέρει στη συνέχεια στον κόσμο των νεκρών. Κατά τη διάρκεια μίας αποστολής ρουτίνας, η ψυχή που κυνηγάει το κοράκι μας θα καταφέρει να διαφύγει με μυστήριο τρόπο πίσω από την, κατά τα άλλα, απροσπέλαστη Πόρτα του Θανάτου. Κατά τους κανόνες του σύμπαντος, το κοράκι θα αρχίσει να γερνάει ασταμάτητα έως ότου καταφέρει να φέρει το συμβόλαιό του εις πέρας.

Προκειμένου να κυνηγήσει τη διαφυγούσα ψυχή, θα χρειαστεί να συλλέξει τις ψυχές τριών μεγάλων όντων, η ενέργεια των οποίων θα ενεργοποιήσει την προαναφερθείσα πόρτα. Η ιστορία του Death’s Door δεν επιχειρεί να χτίσει κάποιο εκτενές σύμπαν με βαθύ lore, αλλά αντί αυτού η Acid Nerve συνθέτει ένα σκοτεινό παραμύθι, που παρέχει τις πλέον απαραίτητες πληροφορίες δίχως φλυαρίες.

Αποτελεί μία επιλογή που λειτουργεί σαφέστατα υπέρ της συνολικής εμπειρίας, αποφεύγοντας τις “κακοτοπιές” διαφόρων indies που προσπαθούν να πλέξουν περίπλοκα background στους κόσμους τους, αποτυγχάνοντας τελικά παταγωδώς, μέσω της κουραστικής ανάγνωσης δεκάδων, εκτενών κειμένων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι διάλογοι είναι μετρημένοι όπως και οι διάφορες περιγραφές, δίνοντας τις απαραίτητες (και μόνο) πληροφορίες για τους βασικούς villains που θα συναντήσουμε αλλά και την πορεία του κορακιού μας. Το κλίμα δεν γίνεται ποτέ βαρύ καθώς τα διάφορα κείμενα διανθίζονται με καλογραμμένες χιουμοριστικές πινελιές, συνθέτοντας έτσι μία ανάλαφρη ιστορία που παρακολουθείται ευχάριστα και δεν έρχεται εις βάρος της ροής του gameplay αλλά και της απλότητας που διακατέχει τη σχεδιαστική φιλοσοφία.

Όσον αφορά στο κοράκι, στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, μπορεί να φαντάζει ως ένας αταίριαστος πρωταγωνιστής για action παιχνίδι, αλλά τελικά καταφέρνει να είναι ευπρόσδεκτα εκκεντρικός και σαφέστατα διαφορετικός από τα συνηθισμένα. Το ρεπερτόριο των κινήσεών του πατάει σε απλοϊκά μονοπάτια, με ένα και μόνο combo επιθέσεων για κάθε melee όπλο (πέντε όλα κι όλα), εμπλουτίζοντας ελαφρώς τις κινήσεις του μέσω της δυνατότητας χρήσης τόξου ή μαγείας.

Η Acid Nerve έχει ακολουθήσει μία δοκιμασμένη αλλά και ιδανική πορεία για τη χρήση των βελών και της μαγείας, απαιτώντας να χτυπάμε εχθρούς ή αντικείμενα προκειμένου να αναπληρώνουμε τη χρήση αυτών των όπλων. Με αυτήν την προσέγγιση καταφέρνει να επιτρέπει τη συνεχή χρήση αυτών των όπλων, απαιτώντας όμως παράλληλα και το επιθετικό παιχνίδι όπου θα πρέπει διαρκώς να ορμάμε στους εχθρούς.

Αν και χάνει πόντους από τη σημαντική έλλειψη στο θέμα της ποικιλίας του εξοπλισμού, η μάχη παραμένει σε καλά επίπεδα χάρη στα γρήγορα αντανακλαστικά που απαιτεί αλλά και την ικανοποιητική και ουσιαστική ποικιλία των εχθρών. Οι διαφορετικοί τύποι των αντιπάλων παρουσιάζουν ξεχωριστές ρουτίνες επιθέσεων, που απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση, δεδομένου ότι τα χτυπήματά τους έρχονται ακατάπαυστα και σωστή επιλογή στόχων ανάλογα με το ύφος των επιθέσεων που έχουν. Η πρόκληση του Death’s Door γενικά έχει μία πολύ καλή ισορροπία ώστε να απαιτεί αντανακλαστικά σε εγρήγορση για τις σωστές επιθέσεις και dodges, χωρίς όμως να φτάνει ποτέ σε σαδιστικά επίπεδα. Ο χειρισμός είναι άμεσος και απροβλημάτιστος με το κοράκι να ανταποκρίνεται δίχως δυσκολία σε κάθε εντολή.

Εν ολίγοις απολαύσαμε το σύστημα μάχης και τον γρήγορο ρυθμό του, αν και δεν κρύβουμε πως θα θέλαμε το κάτι παραπάνω όσον αφορά στον εξοπλισμό, δεδομένου ότι ως έχει είναι απολύτως προβλέψιμος και άνευ ιδιαίτερου εμπλουτισμού στη διάρκεια της περιπέτειας. Τα βασικά bosses επίσης είναι περιορισμένα σε συνολικό αριθμό (όπως “μαρτυρά” η πλοκή στην εισαγωγή του παιχνιδιού), αλλά τουλάχιστον είναι ωραία υλοποιημένα και στα πρότυπα της δυσκολίας του υπόλοιπου παιχνιδιού, καταλήγοντας σε ένα ιδιαίτερα καλοστημένο τελικό boss fight.

Τα κομμάτια της μάχης διαδέχονται διάφοροι περιβαλλοντικοί γρίφοι που εξασκούν την παρατηρητικότητα. Δεν υπάρχει κάποιο τμήμα που θα κολλήσετε ιδιαίτερα, αλλά χρειάζεται μία σχετική προσοχή ώστε να ξεκλειδώσετε διάφορες πόρτες, αξιοποιώντας κατάλληλα τις λιγοστές ικανότητες που αποκτούμε κατά την πορεία της περιπέτειας.

Στην ωραία αίσθηση της εξερεύνησης και αλληλουχίας συγκρούσεων και γρίφων συμβάλλει η πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στη δομή του κόσμου. Αν και ο κόσμος είναι ανοιχτής φιλοσοφίας, η σειρά με την οποία θα πάμε στα τρία dungeons είναι προδιαγεγραμμένη, βοηθώντας έτσι στην ομαλή άνοδο του βαθμού δυσκολίας. Κάθε μία υποπεριοχή έχει ένα σεβαστό μέγεθος, παρουσιάζοντας πολλαπλές διαδρομές με έξυπνα τοποθετημένα shortcuts. Το level design είναι ιδιαίτερα προσεγμένο καθώς πάντοτε θα βρίσκετε κάποιο μοχλό, έναν τοίχο με ρωγμές, μία σκάλα που θα ενεργοποιείτε και λοιπά στοιχεία του περιβάλλοντος, τα οποία θα ανοίγουν φανερά (ή κρυφά) μονοπάτια προς την εκάστοτε μαγική πόρτα που εκτελεί χρέη checkpoint και fast travel για την κάθε επιμέρους περιοχή.

Ο κόσμος του Death’s Door περιέχει πλήθος από μυστικά που απαιτούν παρατηρητικότητα για να εντοπιστούν. Τοίχοι που μπορούν να διαλυθούν, απομακρυσμένα σημεία για να πιαστούμε με γάντζο, μυστικά μονοπάτια, έγγραφα που δίνουν hints για κρυφά περάσματα και πολλά άλλα έρχονται για να εμπλουτίσουν σημαντικά την αίσθηση της εξερεύνησης.

Παρόλο λοιπόν που η πορεία προς τον κεντρικό στόχο είναι απόλυτα γραμμική, η εξερεύνηση έρχεται για να φέρει τις διάφορες metroidvania πινελιές. Με την απόκτηση κάθε μίας εκ των τριών εξτρά ικανοτήτων μπορούμε να επιστρέψουμε σε προηγούμενες περιοχές προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση σε κάποια τοποθεσία που έως τότε ήταν απροσπέλαστη.

Εδώ εντοπίζουμε βέβαια ένα από τα βασικά μελανά στοιχεία του παιχνιδιού, που δεν είναι άλλο από την παντελή έλλειψη του χάρτη. Ο isometric σχεδιασμός αναμφίβολα μπορεί να αποδώσει ιδιαίτερα όμορφα περιβάλλοντα, όμως ταυτόχρονα δεν ενδείκνυται για τον προσανατολισμό μας δίχως την ύπαρξη ενός χάρτη. Δυστυχώς αυτό είναι κάτι που ζημιώνει την εξερεύνηση, καθώς συχνά πυκνά θα θυμάστε το σημείο του κόσμου όπου θα μπορείτε πλέον να ξεκλειδώσετε ένα πέρασμα αλλά δεν θα έχετε κανένα απολύτως βοήθημα ώστε να βρείτε και πάλι τον δρόμο σας προς αυτό.

Θα πρέπει να τονίσουμε εντούτοις ότι τουλάχιστον η δομή του σεναρίου είναι τέτοια ώστε η βασική περιπέτεια τελικά να κυλάει ομαλά, δίχως να υπάρχει ο φόβος να χάσετε τον δρόμο σας για το επόμενο objective. Αν μη τι άλλο, η περιήγησή μας στον κόσμο του Death’s Door ήταν απολαυστική, προσφέροντας μία σεβαστή ποικιλία διαφορετικών περιοχών στην περίπου 8-10 ωρών διάρκεια. Οι απαλές γραμμές στη σχεδιαστική του φιλοσοφία, η ευανάγνωστη γεωμετρία του και το έκδηλο μεράκι στην απεικόνιση των διαφορετικών dungeons και εξωτερικών περιβαλλόντων συνθέτουν ένα ιδιαίτερα όμορφο οπτικό αποτέλεσμα.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στη μουσική, προσφέροντας ένα πλήθος από θέματα που συντροφεύουν ιδανικά την περιήγησή μας, αποτελώντας τελικά ένα αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας και ένα από τα πλέον νευραλγικά τμήματα του παιχνιδιού. Η εμπειρία σίγουρα δεν θα ήταν η ίδια αν την περιήγησή μας δεν τη συνόδευαν οι απαλές μελωδίες, με έμφαση στο πιάνο, ή αν δεν υπήρχε η κατάλληλη ενδυνάμωση με έντονες και ιδανικές συνθέσεις όταν εισερχόμασταν σε μάχες.

Το Death’s Door συνολικά μεταφέρει μία ιδιαίτερα όμορφη περιπέτεια και ένα καλογραμμένο σκοτεινό παραμύθι άνευ φλυαρίας. Αν και υπάρχουν ορισμένες ελλείψεις, η αλήθεια είναι ότι το πόνημα των μόλις δύο δημιουργών αξίζει τα εύσημα για τη συνολικά ποιοτική δουλειά, προσφέροντας τελικά ένα action παιχνίδι που οι λάτρεις των indies, και δη των isometric action παιχνιδιών, δεν θα πρέπει να χάσουν.

Το Death’s Door κυκλοφορεί από τις 20/7/21 για PC, Xbox One και Xbox Series. To review βασίστηκε στην έκδοσή του για PC με review code που λάβαμε από την Devolver Digital.

The post Death’s Door | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα