Achilles: Legends Untold | Review

Πολύ απλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος το Achilles: Legends Untold (εφεξής Achilles) ως μία (πολύ) low budget εκδοχή του Diablo 4. Μία λακωνική περιγραφή που ουσιαστικά αντικατοπτρίζει πλήρως κάθε πτυχή του παιχνιδιού. Kάτι που, ωστόσο, δεν σημαίνει αυτομάτως πως το Achilles θα πρέπει να ριχτεί στα τάρταρα. Μπορεί

να φαντάζει έντονα ως ο φτωχός συγγενής του μεγαθηρίου της Blizzard, αλλά ενδέχεται να προσφέρει ώρες χαλαρωτικού και αγχολυτικού gameplay, καθώς, με σχεδόν υποδόριο τρόπο, περιέχει την εθιστική υπόσταση που χαρακτηρίζει το είδος των isometric-action-RPG.

Κατά τη γραφή αυτής της κριτικής είναι κάπως δύσκολο να δικαιολογηθεί το παραπάνω θετικό συμπέρασμα, δεδομένου ότι κάθε τομέας του παιχνιδιού μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί, ως μέτριος, ελλιπής ή φτωχός. Aλλά ας το επιχειρήσουμε. Η πολωνική ομάδα Dark Point Games θέλησε να μεταφέρει τη δική της εκδοχή πρωτίστως για τον αρχηγό των Μυρμιδόνων και πολύ λιγότερο για τον Τρωικό πόλεμο. Η περιπέτεια ξεκινάει προς το τέλος του πολέμου και λίγο πριν το θάνατο του Αχιλλέα από το βέλος του Πάρη.

Το σύνολο του σεναρίου αποτελεί την εκδοχή της Dark Point Games για την υποτιθέμενη πορεία του Αχιλλέα, εάν επέστρεφε από τον κόσμο των νεκρών και μάλιστα αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εν ολίγοις, μην περιμένετε την οποιαδήποτε επαφή με τα ομηρικά έπη αλλά, πολύ περισσότερο, δεν θα πρέπει να περιμένετε μία ιστορία που να είναι σε θέση να σας κρατήσει το ενδιαφέρον. Η όποια πλοκή δεν έχει ιδιαίτερη συνοχή και είναι χαρακτηριστικό ότι από τη μέση και μετά αλλάζει σε τέτοιο βαθμό το κομμάτι του κεντρικού villain και του βασικού στόχου, που δημιουργείται η εντύπωση ότι τα έως τότε γεγονότα δεν είχαν καμία βαρύτητα ή -εν τέλει- ουσία.

Το αδιάφορο και παντελώς τετριμμένο σενάριο δεν το βοηθάει και η αρκετά κακή απόδοση των διαλόγων από ηθοποιούς που δεν δείχνουν να προσπαθούν ιδιαίτερα, αλλά ούτε και ταιριάζουν οι φωνές τους. Ανάλογα ποιοτικά στάνταρτ έχουν και τα λιγοστά side quests, με απλά fetch ζητούμενα των 5-10 λεπτών και αδιάφορο σεναριακό ντύσιμο.

Ας αφήσουμε όμως αυτό το σκέλος και ας περάσουμε στα του gameplay, όπου η κατάσταση μπορεί να είναι μέτρια (με μία επιεική αξιολόγηση) αλλά ταυτόχρονα περιέχει ορισμένα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν να ανεβάσουν την εμπειρία στα επίπεδα ενός guilty pleasure. Τουτέστιν, ένα παιχνίδι που ξέρουμε ότι είναι μέτριο ή και κάτω του μετρίου, αλλά δεν παύουμε να ευχαριστιόμαστε και να το συνεχίζουμε για ώρες.

Ήδη από την αρχή είναι εμφανής η πρόθεση της Dark Point Games να ενσωματώσει μια σχετική μορφή τακτικής στη μάχη, που να στηρίζεται στα dodges, τα blocks και τις σωστές στιγμές για αντεπίθεση. Τουλάχιστον για τις πρώτες ώρες υπάρχει μία σχετική ανάγκη για προσεκτική προσέγγιση στις μάχες έναντι ενός υπεραπλουστευμένου button mashing. Οι εχθροί μπορούν να μας κάνουν εύκολα stun με τα χτυπήματά τους και αναμφίβολα απαιτείται συχνή χρήση του dodge ή της ασπίδας.

Αλλά το παραπάνω δεν μεταφράζεται σαν κάποιο ιδιαίτερο βάθος στο σύστημα μάχης, καθώς είναι μία απλή τακτική απέναντι από προβλέψιμες επιθέσεις. Έστω και αυτή η αμυδρά τακτική βέβαια χάνεται μετά τα μέσα του παιχνιδιού, όταν δηλαδή αναβαθμίσουμε αρκετά το όπλο και την πανοπλία μας, όπου πλέον ο Αχιλλέας είναι σε θέση να θερίζει με χαρακτηριστική ευκολία όλους τους εχθρούς, από τους απλούς στρατιώτες μέχρι γιγάντια πέτρινα αγάλματα και κύκλωπες.

Ακόμα και τα bosses δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη τακτική, ιδίως αν ενεργοποιήσουμε ορισμένες overpowered ειδικές ικανότητες. Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι το παραπάνω δεν προκύπτει εκούσια από τους δημιουργούς, αλλά αποτελεί σημαντικό πρόβλημα ισορροπίας στο θέμα του βαθμού πρόκλησης. Όποιος και αν είναι ο λόγος, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: ότι αλλάζει άρδην το ύφος της μάχης, που καταλήγει σε μία button mashing τακτική.

Ωστόσο, ηθελημένα ή όχι, μέσα από αυτήν την απλότητα του συστήματος μάχης και τη διαρκώς εύπεπτη δράση, το Achilles είναι σε θέση να προσφέρει ανόθευτη διασκέδαση, σχεδόν σαν να έχουμε στα χέρια μας ένα brawler τίτλο παλιότερων εποχών.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι το λεγόμενο guilty pleasure που προκύπτει από ένα τόσο απλουστευμένο και γρήγορο gameplay, το οποίο βέβαια είναι πολύ πιθανό μετά από ορισμένες ώρες να δώσει τη θέση του στην έντονη κόπωση μέσα από την ανελέητη επανάληψη. Ίσως η διάρκεια της διασκέδασης να ήταν μεγαλύτερη εάν το bestiary υποστήριζε την -περίπου- δωδεκάωρη διάρκειά του, αλλά δυστυχώς οι τύποι των εχθρών είναι ελάχιστοι και από πολύ νωρίς θα πάψουν να υπάρχουν οποιεσδήποτε εκπλήξεις ακόμα και στο θέμα των bosses, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι ανθρώπινοι πολεμιστές με παρόμοιες κινήσεις.

Όπως αναφέρει και η ίδια η Dark Point Games, υπήρξε ένα εγχείρημα εμπλουτισμού των συγκρούσεων μέσα από μία ιδιόκτητη (κατά τα λεγόμενά τους) A.I. τεχνολογία, ονόματι GAIA (Group AI Action), η οποία θεωρητικά επιτρέπει στους εχθρούς να συνεργάζονται καθώς και να αξιοποιούν στοιχεία του περιβάλλοντος. Πρακτικά, καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, οι περιπτώσεις όπου είδαμε τέτοιες συμπεριφορές και ελάχιστες ήταν και περισσότερο αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό παρά σε μία πρακτική αύξηση της πρόκλησης.

Η πιο συνηθισμένη πρακτική ήταν να βλέπουμε έναν εχθρό να γονατίζει με την ασπίδα του ώστε κάποιος συμπολεμιστής του να τον χρησιμοποιήσει σαν να ήταν αλτήρας ώστε να μας επιτεθεί από ψηλά. Σε άλλες περιπτώσεις είδαμε τοξότες να κατευθύνονται σε πυρσούς ώστε να ανάψουν τα βέλη τους με φωτιά. Αυτές οι κινήσεις όμως είναι τόσο νωχελικές στην εκτέλεσή τους, ώστε συχνά να μην προλαβαίνουν να τις εκτελέσουν προτού τους εξοντώσουμε και άλλοτε να καταλήγουν αλλού γι’ αλλού, αφού μέχρι να εκτελεστούν εμείς έχουμε ήδη μετακινηθεί κάπου αλλού.

Όσον αφορά στο θέμα του περιβάλλοντος, ο κόσμος του Achilles χωρίζεται σε δύο σχετικά εκτενείς open world περιοχές, που επιτρέπουν πλήρη ελευθερία στην εξερεύνησή τους και άνευ ιδιαίτερων περιορισμών. Υπάρχουν ορισμένα σημεία ενδιαφέροντος, όπως μινιατούρες από dungeons ή αρένες με αλλεπάλληλα κύματα εχθρών, δηλαδή τα απολύτως βασικά ώστε να υπάρχει το πλέον τυπικό περιεχόμενο για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός open world χάρτη, το οποίο θα λέγαμε ότι λειτουργεί απλώς ικανοποιητικά και λαμβάνοντας υπόψη τη συγκρατημένη διάρκεια, για τα δεδομένα του είδους.

Οπτικά, όπως θα περίμενε κανείς, δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, πέραν από μία απλά συμπαθητική εικόνα υπαίθρου και μία αμυδρά προσπάθεια να απεικονίσει 2-3 όμορφα vistas, αν και δεν θα πείσουν κανέναν να μπει σε photo mode. Θα πρέπει δώσουμε τα εύσημα βέβαια για τα loadings, τα οποία είναι πρακτικά ανύπαρκτα καθώς οποιοδήποτε loading screen, ανεξαιρέτως, διαρκεί ένα δευτερόλεπτο ή και λιγότερο.

Συνοψίζοντας και επανερχόμενοι στην εισαγωγή του κειμένου, το Achilles δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία low budget εκδοχή ενός Diablo, άνευ ξεχωριστών κλάσεων, με ένα παρωχημένο σύστημα αναβάθμισης (δεν χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό), με ελάχιστη ποικιλία εχθρών, σχεδόν κακογραμμένο σενάριο και το πλέον απλό και τυπικό gameplay.

Παράλληλα όμως, ακριβώς μέσα από αυτήν την απλότητά του, την ασταμάτητη δράση και το λειτουργικό gameplay (παρότι υπεραπλουστευμένο) είναι σε θέση, με σχεδόν ύπουλο τρόπο, να σας φάει αρκετές ώρες, δίχως δεύτερη σκέψη.

Το Achilles: Legends Untold κυκλοφορεί από τις 2/11/23 για PS5, PC και Xbox Series, ενώ αναμένεται και για τα PS4 και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για PC, με review code που λάβαμε από τη DarkPoint Games.

The post Achilles: Legends Untold | Review first appeared on GameOver.

The post Achilles: Legends Untold | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα