«Όταν ο ήλιος στο παραμύθι της ζωής της» της Μαρίας Παπαγιάννη

00:57 2/1/2024 - Πηγή: Diastixo

«Όταν ο ήλιος στο παραμύθι της ζωής της»

της Μαρίας Παπαγιάννη

«Ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. […] Λίγο πριν πεθάνει ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του» (Μπόρχες, Επίλογος του Ποιητή).

Η Ζωρζ Σαρή δεν είναι αυτή η περίπτωση. Η Ζωρζ Σαρή ήξερε από την αρχή τι θα γράψει στα βιβλία της. Θα έγραφε για τη δική της ζωή που με έναν τρόπο όμως ήταν και μέρος της μνήμης των αναγνωστών της. Γιατί η δική της μικρή ιστορία ήταν μέρος της μεγάλης ιστορίας που έχουμε ζήσει

οι ίδιοι, ο τόπος μας, οι πριν από μας.

Πάντα νιώθω συγκίνηση όταν μιλάω για εκείνη. Είτε ως συγγραφέας που έχει επηρεαστεί πολύ από τη Ζωρζ, είτε ως φίλη που την αγάπησε κι αυτή κι όλη την οικογένειά της, είτε ως αναγνώστρια που της οφείλω πολλά. Γιατί η Ζωρζ Σαρή μου άνοιξε την πόρτα για τα βιβλία, για να τα αγαπήσω, να τους παραδοθώ. Το πρώτο της βιβλίο που έφτασε στα χέρια μου ήταν η Κόκκινη κλωστή δεμένη, γραμμένο το ’74. Μόλις το τέλειωσα, το ξαναδιάβασα κι ύστερα ζήτησα από τη μαμά μου να πάμε στο βιβλιοπωλείο να ψάξουμε κι άλλο βιβλίο της. Πήγαμε και αγοράσαμε το Όταν ο ήλιος.

Και μετά όλα άλλαξαν. Τι ήταν αυτό που μου χάρισε τόση συγκίνηση; Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο κατάλαβα πως ένιωσα κομμάτι ενός άλλου κόσμου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο σπίτι των Αϊβαλιώτηδων, κάθισα στο τραπέζι τους, έχωσα το χέρι μου στο βάζο με τις ελιές, χάιδεψα το κεχριμπαρένιο κομπολόι με τις δεκαέξι χάντρες, κοίταξα από το μπαλκόνι τους, έσφιξα το χέρι της Έμμας, στριμώχτηκα με τα άλλα κορίτσια στο παιδικό δωμάτιο, ανέβηκα στο πατάρι, τρόμαξα μοιράζοντας προκηρύξεις, αγάπησα, ερωτεύτηκα, έκλαψα και γέλασα. Ενώθηκα μαζί τους και κατάλαβα λίγο καλύτερα ποια είμαι. Αυτό δεν κάνει η λογοτεχνία; Για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας στον κόσμο μπαίνουμε για λίγο στη θέση των άλλων, βλέπουμε με τα δικά τους μάτια.

Η Σαρή ξεκινάει να γράφει όταν σταματάει να παίζει θέατρο μέσα στη δικτατορία, κάνοντας παθητική αντίσταση όπως και άλλοι ηθοποιοί. Επιλέγει να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ζωής της, να γίνει συγγραφέας και να αφηγηθεί τη δική της ζωή. «Οι συγγραφείς» έλεγε η ίδια «γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν».

Διαβάζοντας τα βιβλία της συμπληρώνουμε το παζλ. Η Ζωρζ που μεγαλώνει από τη Νινέτ, στα Στενά παπούτσια, στο Ε.Π, στο Όταν ο ήλιος, στο Κόκκινη κλωστή δεμένη, στους Νικητές, στο Τότε.

«Στη στάσιμη ώρα
Αγαπώ τα παιδιά
Με μάτια από καθρέφτες» (Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Μαλαματένια βροχή»)

Τα μάτια της Ζωρζ, της μικρής Ζωής που μεγαλώνει, γίνονται καθρέφτες για όλους εμάς. Και είμαστε τυχεροί γιατί η Ζωρζ έχει δυο μεγάλα μάτια, δυο πανέμορφα μεγάλα μάτια και βλέπει για όλους μας. Μας παίρνει μαζί της πίσω από τις κλειστές γρίλιες και κοιτάμε τους δρόμους της Αθήνας να ερημώνουν, ακούμε τα αυτοκίνητα των Γερμανών και νιώθουμε την άσφαλτο να βουλιάζει.

Όσοι την αγάπησαν ξέρουν όλο το παραμύθι της ζωής της. Όλα αυτά τα ιδιαίτερα που έλεγε και στους φίλους της για να την αγαπήσουν. Και πρώτα απ’ όλα την ιστορία της μαμάς της, της Γαλλίδας από τη Σενεγάλη, της όμορφη γλυκιάς Έμμας που μεγάλωνε τα παιδιά της στα ζεστά καλοκαίρια ποτίζοντάς τα θάλασσα, που έχει το σπίτι της πάντα ανοιχτό, που όλους τους σκέφτεται και για όλους ανησυχεί. Σίγουρα ξεχωριστή οικογένεια, με προγιαγιά «αραπίνα», όπως αναφέρει στα βιβλία της, και αδελφή που σπουδάζει στο Παρίσι κι έρχεται με το υπερωκεάνειο «Τεοφίλ Γκοτιέ». Μια αδελφή που θα τη γνωρίσουμε ως κεντρική ηρωίδα στη Νινέτ.

Στο Όταν ο ήλιος τα λέει όλα στον πρόλογο. Κατεβαίνει για λίγο από τη σκηνή και ξεκαθαρίζει τη θέση της από την αρχή. Συστήνεται και, για να είναι σίγουρη πως θα το καταλάβουμε, μας εξηγεί πως θα μιλήσει για τη ζωή της, για το δικό της παραμύθι: Αυτή είμαι εγώ, η Ζωρζ, αλλά η Ζωή στο βιβλίο. Κι αυτή, η οικογένειά μου.

Όταν θα μπει το πρώτο κεφάλαιο δεν θα είμαι η Ζωρζ αλλά ως Σαρή θα προσπαθήσω να πω με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία αυτής της οικογένειας που έχει τον σπόρο στη δική μου ζωή, στις δικές μου δεξαμενές αναμνήσεων. Σαν καλή θεατρίνα, με το που ξεκινάει η ιστορία ανεβαίνει στη σκηνή και γίνεται μια άλλη, η ηρωίδα της. Όταν θέλει να κάνει ένα προσωπικό σχόλιο, εγκιβωτίζει τις σκέψεις της στο περιθώριο, παγώνοντας τη δράση. Βγάζει για λίγο το λογοτεχνικό της κουστούμι, κατεβαίνει από τη σκηνή στη ζωή, κάνει την αυτοκριτική της και ύστερα ξαναμπαίνει στον ρόλο της και συνεχίζει την αφήγησή της.

Και είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που ανακρίνει τον εαυτό της, το λογοτεχνικό της εγώ. Δεν το ωραιοποιεί καθόλου. Δεν είναι ο τέλειος χαρακτήρας. Ακατάστατη, επίμονη, λίγο ψώνιο με την εμφάνισή της, επιφανειακή συχνά, θέλει να ξεχωρίζει και όλα τα φώτα να πέφτουν επάνω της. Προσπαθεί προσφέροντας δώρα να κάνει φίλους και να τους εντυπωσιάσει με την οικογένειά της. Όμως είναι τολμηρή. Και η δύναμή της δεν έχει να κάνει μόνο με τη συμμετοχή της στην Αντίσταση, αλλά και το γεγονός πως βλέπει τα λάθη της, τολμάει να αλλάξει. Κι αυτό βοηθάει, θεωρώ, ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί της. Γιατί μπορεί να μη φτιάχτηκε με τα καλύτερα υλικά, αλλά μπορεί πάντα να αλλάξει, να ενδιαφερθεί για το μέλλον του κόσμου, να προσφέρει, να γίνει ο καθένας ο ήρωας της δικής του ζωής.

Στο Όταν ο ήλιος αναφέρεται στην ιστορική περίοδο του ’40-’44, την περίοδο του Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης. Η αφήγηση κλιμακωτά συνδέει το ατομικό με το συλλογικό. Στην αρχή μόνο μια μικρή ομάδα αχώριστων φιλενάδων που τους συνδέουν κοριτσίστικα μυστικά, και όσο τις γνωρίζουμε ο κύκλος μεγαλώνει, νέα πρόσωπα εμφανίζονται, τους συνδέουν πλέον αγώνες, ιδανικά, γεγονότα, θάνατοι, κοινοί στόχοι και προσδοκίες. Δεν ξέρω αν είναι ιστορικό ή αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, ξέρω πως καταφέρνει και αναπλάθει τις ιστορίες, που κοινώνησε, μέσα από τη φαντασία της – κι ας επέμενε η ίδια πως δεν διέθετε πολλή. Δεν είναι απλή καταγραφή, χρησιμοποιεί τα δικά της σουρωτήρια και τους δικούς της φακούς.

Όπως λέει ο Μαγιακόβσκι: «Η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν τον καθρέφτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει». Κι αυτό το ξέρει και το κάνει πολύ καλά η Ζωρζ Σαρή.

Τα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρή έχουν έντονο πολιτικό περιεχόμενο. Δεν την ενδιαφέρει να κρατήσει ίσες αποστάσεις. Είμαστε οι επιλογές μας, μοιάζει να λέει. Με ποιους πορευτήκαμε, τι δώσαμε, τι κρύψαμε, ποιους αγαπήσαμε. Η συμμετοχή στην αντίσταση είναι μονόδρομος.

Η ίδια η Ζωρζ Σαρή, η ηρωίδα της ζωής της, πολιτικοποιημένη θεατρίνα, αποζητά από το αναγνωστικό της κοινό να διαβάζει το κείμενό της με τις κεραίες του πάντα σε εγρήγορση. Συχνά παραθέτει τις απόψεις των άλλων αποσκοπώντας σε μια πολυφωνία. Σαν να μας λέει μη με πιστεύετε, υπάρχει και άλλη οπτική. Ακούστε την, συγκρίνετε και μετά βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

«Έψαχνε στα συρτάρια κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που την έδενε με τους ανθρώπους» λέει στο Όταν ο ήλιος. Και σε όλο της το έργο αυτό κάνει. Γιατί οι ιστορίες είναι νήματα. Κι οι ιστορίες της Ζωρζ Σαρή κατάφεραν αυτό που επιθυμούσε από μικρό παιδί, να γίνουν κρίκοι που θα τη συνδέσουν με τους ανθρώπους. Κι εγώ, κι όλοι όσοι την αγαπήσαμε μέσα από τα κείμενά της, κι είμαστε πολλοί, μικροί και μεγάλοι θα την ευγνωμονούμε πάντα για αυτό.

Μαρία Παπαγιάννη: Συγγραφέας

Keywords
Τυχαία Θέματα
Όταν, Μαρίας Παπαγιάννη,otan, marias papagianni