«Οι χήνες» της Αντωνίας Γουναροπούλου

«Τ’ άλογα! Τ’ άλογα! Παιδιά, ελάτε να δείτε τ’ άλογα!»

Τα παιδιά πέταξαν τα ποδήλατα, τις πέτρες, τις μπίλιες, τις κιμωλίες, βιάστηκαν ποιο θ’ ανέβει πρώτο τη σκάλα κι έφτασαν πάνω στον δρόμο, εκεί που σε λίγο θα ’μπαινε η φαρδιά σιδερένια εξώπορτα κι είχαν μαζευτεί γονείς και θείοι. Δυο άλογα, ένα άσπρο κι ένα καφετί, κατέβαιναν μ’ ελαφρύ καλπασμό την κατηφόρα ακριβώς μπροστά τους, κι ένα άσχημο αδύνατο αγόρι έτρεχε ιδρωμένο πίσω τους βρίζοντας με λέξεις που τα παιδιά δε θα ’πρεπε ν’ ακούν – αλλά είχαν ήδη ακούσει.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

«Αχ,

καλέ!» έκανε μια θεία και ψευτοκρύφτηκε πίσω απ’ τους άντρες καθώς τ’ άλογα έφταναν την οδό Μακεδονομάχων κι έστριβαν προς τα πάνω.

«Εεεεεε! Μπρρρρ! Μπρρρρ!» έφτυνε από πίσω τους το αγόρι κατακόκκινο, όλο τρέχοντας.

Το κορίτσι πιάστηκε από κάποιο παντελόνι και κοίταξε ανάμεσα από πόδια μεγάλων. Τ’ άλογα ήταν πανέμορφα, τεράστια και τρομακτικά. Σε μια στιγμή είχαν φύγει απ’ το βλέμμα της. Όμως το άσχημο αδύνατο αγόρι μ’ εκείνο το Μπρρρρ!, Μπρρρρ! στα παχιά του χείλη έμεινε πιο πολύ, αφού του πήρε κάποιο χρόνο να τρέξει όλη την κατηφόρα και να πάρει το κατόπι τ’ άλογα στη Μακεδονομάχων.

Οι μεγάλοι γελούσαν. Το κορίτσι έβλεπε μπροστά της το αγόρι, ακόμα κι όταν εκείνο είχε χαθεί.

Μια επόμενη φορά το είδε στο ρέμα να βόσκει χήνες. Ήταν μόνη της και τρόμαξε. Είχε πηδήξει τη μάντρα, είχε περάσει το ξερό ποταμάκι –ένα τίποτα, μια δρασκελιά– κι είχε ανέβει στην καλύτερη από τις τρεις συκιές. Αλλά τα σύκα ήταν ακόμα σαν μικρά πετραδάκια σκληρά. Κατέβηκε, χάζευε, γονάτιζε στην όχθη του ξερορέματος και κοιτούσε προσεκτικά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες μήπως δει το καύκαλο κάποιας χελώνας. Και τότε, κάπου στα δεξιά της, πήρε το μάτι της ένα πουλί σαν πάπια αλλά με πιο ψηλά πόδια και πιο ψηλό λαιμό, σηκώθηκε, κοίταξε καλύτερα και είδε κι άλλο ένα. Περπάτησε προσεκτικά, κοιτώντας πολύ σοβαρή τα πουλιά που τσαλαβουτούσαν στο χώμα και τέντωναν μπροστά τον λαιμό λες κι ήθελαν να ξεπιαστούν, μέχρι που σε λίγα μόνο βήματα βρέθηκε μπροστά στο άσχημο αγόρι.

Καθόταν ανακούρκουδα στα κίτρινα ξερόχορτα και την κοιτούσε κοροϊδευτικά. Δεν είχε πρόβλημα το κορίτσι μ’ αυτό. Ήξερε τι σημαίνει «κοροϊδευτικά». Την είχε κοιτάξει πολλές φορές «κοροϊδευτικά» ο αδερφός και η μαμά της, κι αυτή είχε κοιτάξει πολλές φορές «κοροϊδευτικά» τα ξαδέρφια της. Αλλά αυτό δεν ήταν απλώς «κοροϊδευτικά». Ήταν και κάτι άλλο, που το κορίτσι δεν ήξερε πώς το λένε αλλά το αναγνώρισε. Ήταν κάτι που την έκανε να νιώσει ντροπή και απειλή, απίστευτη απειλή, και δεν είχε όνομα γι’ αυτό. Ασυναίσθητα, κοίταξε πίσω της. Καταμεσήμερο, ο αδερφός και τα ξαδέρφια της κοιμόντουσαν και οι γονείς τους ήταν στο σπίτι. Μόνη της. Κι ένιωσε πως τουλάχιστον θα ήθελε να μην είναι καλοκαίρι και να φοράει τα χειμωνιάτικα ρούχα της.

Το αδύνατο αγόρι με το μικρό πρόσωπο και τα παχιά χείλη χαμογελούσε σαν άντρας. Τα γουρλωτά του μάτια κοιτούσαν τα μπράτσα του κοριτσιού βιαστικά, γρήγορα, μετά κοιτούσαν τα πόδια του κάτω απ’ το σορτσάκι, κι οι χήνες κάπου εκεί γύρω περπατούσαν και τέντωναν τον λαιμό τους, περπατούσαν και τέντωναν τον λαιμό τους. Το κορίτσι ένιωσε πως το αγόρι τέντωνε τον λαιμό του ίσια καταπάνω της, και στην άκρη του λαιμού ένα μικρό κακάσχημο πρόσωπο με παχιά χείλη ήταν έτοιμο να τη δαγκώσει ως να την ξεκοιλιάσει.

Το αγόρι ξεστόμισε μια λέξη που η μικρή είχε ακούσει από τους θείους της μόνο σαν ακαταλαβίστικο αστείο, και συμπλήρωσε: «Να γίνω υπηρέτης σου να σου το γλείψω;».

Καταμεσήμερο. Τα σύκα ήταν ακόμα σκληρά σαν πετραδάκια. Οι χήνες τώρα την είχαν πλησιάσει και σύριζαν μ’ εκείνο το ράμφος στην άκρη του χαμηλωμένου, τεντωμένου λαιμού. Το κορίτσι ένιωσε ότι κινδύνευε. Της ήρθε να φωνάξει: «Μαμάαααα!». Είχε μουγκαθεί, δε φώναξε τίποτα.

Όχι από θάρρος, αλλά επειδή τα πόδια της είχαν παγώσει, έμεινε ακίνητη. Κοίταζε κατάματα το αγόρι, γιατί έτσι είχε τύχει, και δεν τολμούσε να πάρει το βλέμμα της από φόβο μην τυχόν κι αλλάξει κάτι, και το αγόρι σηκωθεί και την πλησιάσει κι άλλο.

«Όχι» είπε.

Και τότε το αγόρι σηκώθηκε. Το κορίτσι ρούφηξε τα χείλη του, το στήθος του, την κοιλιά του. Εφιάλτης ήταν. Που δεν μπορούσε να ξυπνήσει όποτε έβλεπε πως κάποιος την κυνηγούσε. Τώρα, θα την έπιανε και…

Το γουρλωτά μάτια στο μικροσκοπικό κεφάλι ήταν θυμωμένα.

«Να σου γαμήσω!…» φώναξε. Κι ύστερα: «Μπρρρρ! Σσσσσς! Σσσσσς!».

Κι ήρθε με μεγάλα βήματα καταπάνω στο ακίνητο κορίτσι, κύκλωσε τις δυο χήνες του και τρομάζοντάς τες έκανε μεταβολή και τις έσπρωξε προς το γεφυράκι.

Το κορίτσι έμεινε ακίνητο μέχρι που δεν έβλεπε ούτε χήνες ούτε αγόρι. Ύστερα, κοιτώντας κάθε τόσο πάνω απ’ τους ώμους, δεν πήδηξε τη μάντρα. Έτρεξε μέσα απ’ το διπλανό οικόπεδο, έφτασε στη Μακεδονομάχων κι άνοιξε τη σιδερένια εξώπορτα. Τρέχοντας μπήκε στο σπίτι και βρήκε τη μαμά της στο σαλόνι, πάνω απ’ τη σιδερώστρα.

«Πού ήσουν;» ρώτησε η μαμά.

«Στο ποταμάκι» είπε η μικρή κι έτρεξε κι αγκάλιασε τα πόδια της.

«Φύγε, θα σε κάψει το σίδερο» είπε η μαμά.

Το κορίτσι έκλεψε μια ακόμα στιγμή κολλημένη στα πόδια της μαμάς, κι ύστερα πήγε στο δωμάτιό της.

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε τα μπράτσα της. Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε τα πόδια της κάτω απ’ το σορτσάκι. Κι ύστερα ανέβασε το βλέμμα στο πρόσωπό της. Στα χείλη της.

«Μπρρρρ!» έκανε, και τα είδε να γίνονται μεγάλα και άσχημα και να χτυπάνε το ένα στ’ άλλο και να φτύνουν και να την παραμορφώνουν.

Έμεινε ήσυχη για λίγο. Κι ύστερα:

«Μπρρρρρρρρρρ! Σσσσσσσσς! Μπρρρρρρρρ!»

Η Αντωνία Γουναροπούλου γεννήθηκε το 1977. Εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και μεταφράσεις ποίησης σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (Το άστρο του Βορρά, Εκδόσεις Πανδώρα, 2010, Το άστρο του Τίποτε, Εκδόσεις Οροπέδιο, 2013) και μία συλλογή μικρών αλληγορικών ιστοριών (Κυνηγοί και λύκοι, Εκδόσεις Πατάκη, 2017).

Keywords
Τυχαία Θέματα