Έλσα Κορνέτη: «Το νησί πάνω στο ψάρι»

Οι ποιητές μερικές φορές ασχολούνται με τον πεζό λόγο γράφοντας αφηγήματα και διηγήματα. Αλλά ακόμη και τότε παραμένουν ποιητές. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου είχε χαρακτηρίσει «ποιήματα» τρία πεζά του κείμενα, που δύσκολα ένας φιλόλογος θα τα κατέτασσε σε αυτή την κατηγορία. Στο βιβλίο της Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες (εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2020) η Έλσα Κορνέτη γράφει σύντομες ιστορίες που, αν

και περιλαμβάνουν στοιχεία ποίησης και παραμυθιού, οι περισσότερες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τυπικά διηγήματα. Κάτι εξάλλου όχι ασυνήθιστο σε πολλούς σύγχρονους πεζογράφους της μικρής φόρμας, που έχουν επιλέξει να διαφοροποιούνται με ανάλογο τρόπο από τους παραδοσιακούς τρόπους αφήγησης. Αθόρυβα αλλά ουσιαστικά.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ξεκίνησα να διαβάζω τις είκοσι τέσσερις «ευφάνταστες ιστορίες» και έφτασα ως το τέλος, αλλά στην πραγματικότητα, σαν να επρόκειτο για ένα άγνωστο παράδοξο του Ζήνωνα, δεν είχα απομακρυνθεί από το πρώτο διήγημα, που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο. Είναι μία σύντομη ιστορία, που ως δομή στηρίζεται αφενός στον μύθο του Παραδείσου, όπως τον συναντάμε στη Βίβλο, και αφετέρου στην αφήγηση του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα, τη βυθισμένη νησιωτική πολιτεία. Οι κάτοικοι ενός νησιού, που βρίσκεται στη ράχη ενός γιγάντιου ψαριού, έχουν με το παραπάνω αυτά που χρειάζονται, όμως δεν τους επιτρέπεται να αγγίξουν τον «απαγορευμένο καρπό», που σε αυτή την περίπτωση αφορά τα μαύρα μαργαριτάρια που το ψάρι κρατά για τον εαυτό του. Όταν τελικά τα οικειοποιούνται, το νησί καταποντίζεται και οι κάτοικοι πνίγονται, όπως ακριβώς συνέβη με τους κατοίκους της Ατλαντίδας, που πλήρωσαν με αυτόν τον τρόπο την απληστία τους και τη θεοποίηση των υλικών αγαθών. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και αλληγορία για τις σύγχρονες κοινωνίες του υπερκαταναλωτισμού και της έλλειψης μέτρου, που μοιάζουν να οδεύουν στην καταστροφή τους χωρίς την ανάγκη της συνδρομής εξωτερικών εχθρών. Πρόκειται για διήγημα που αξιοποιεί αρχετυπικά στοιχεία και δομές των μύθων τοποθετώντας τα σε ένα νέο, εν μέρει διαφορετικό, πλαίσιο.

{jb_quote} Οι ποιητές μερικές φορές ασχολούνται με τον πεζό λόγο γράφοντας αφηγήματα και διηγήματα. Αλλά ακόμη και τότε παραμένουν ποιητές. {/jb_quote}

Στο διήγημα «Ήταν μια πόλη που σάπιζε» οι κάτοικοι σώζονται μόνο όταν αρχίζουν να κλαίνε. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα την περίφημη ταινία Αλφαβίλ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Στον ντετέκτιβ Λέμμυ Κώσιον, που επισκέπτεται τη φουτουριστική πόλη, έχει ανατεθεί η αποστολή: «Να σωθούν αυτοί που κλαίνε». Το διήγημα αυτό, καθώς και το πρώτο της συλλογής, δεν είναι αντιπροσωπευτικά του βιβλίου. Σε αρκετά όμως από τα υπόλοιπα μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι: οι μοναχικοί άνθρωποι που βλέπουν απαθείς τη ζωή τους να τελειώνει, μία κανονικότητα που μπορεί να χωρέσει κάθε εκδοχή του παραλόγου, ο έγχρωμος κόσμος που γίνεται «ασπρόμαυρος» για να σβήσει εντελώς, η έλλειψη επικοινωνίας και ανθρωπιάς – ιδιαίτερα για όσους τις χρειάζονται.

Η παρουσία του υγρού στοιχείου είναι έντονη σε πολλά διηγήματα. Άλλοτε ως δάκρυα, άλλοτε ως σύννεφο ή βροχή και άλλοτε ως θάλασσα που προστατεύει ένα νησί ή που γίνεται τάφος για έναν άνεργο. Δίπλα στους πρωταγωνιστές συναντάμε ζώα της θάλασσας, της στεριάς και του αέρα, αναλογικά, φανταστικά και ψηφιακά όντα. Το εκάστοτε σκηνικό συνδέεται λειτουργικά με την υπόλοιπη ιστορία και οι ανοιχτοί ή κλειστοί χώροι αλληλεπιδρούν με τα πρόσωπα. Η έμπνευση για τη σύνθεση των ιστοριών μοιάζει να έρχεται από θέματα και δομές που γοήτευσαν τη συγγραφέα, αλλά και από στιγμές μοναξιάς και περισυλλογής. Η δράση είναι συνήθως περιορισμένη, όπως και η πλοκή, ενώ από τις ελάχιστες πληροφορίες και τις αδρές περιγραφές αναδύονται αξιοπρόσεκτοι χαρακτήρες. Και κυρίως αναδύονται προβληματισμοί στον αναγνώστη.

Ένα από τα στοιχεία που μου άρεσαν στο βιβλίο είναι ότι σε γενικές γραμμές τα διηγήματα είτε γράφτηκαν χωρίς εξωλογοτεχνικές σκοπιμότητες είτε αυτές δεν είναι εμφανείς. Η συγγραφέας, αφήνοντας στην άκρη τις ιδέες της, άφησε τη γραφή να την παρασύρει. Σκηνές όπως η αγία με το ρόλεξ («Το τάμα») και η κοτσίδα που δεν τελειώνει («Στο τέλος της κοτσίδας») είναι ασυνήθιστοι συνειρμοί ακόμη και για υπερρεαλιστές ποιητές. Σε μερικά διηγήματα, που θα αποτελούσαν συνηθισμένες ιστορίες, ένα ή περισσότερα στοιχεία φαντασίας ανατρέπουν την τρέχουσα αφήγηση αφήνοντας το στίγμα τους στο σύνολο του κειμένου και του βιβλίου. Στα σημεία αυτά αποκαλύπτεται κατά τη γνώμη μου η ποιήτρια πίσω από την πεζογράφο. Η αποφυγή αναλυτικών αναφορών στο ευρύτερο χωροχρονικό πλαίσιο και η αίσθηση ότι οι ήρωες κινούνται έξω από το πνεύμα της εποχής μας λειτουργούν με έναν παράξενο τρόπο, δίνοντας στα κείμενα του βιβλίου διαχρονική επικαιρότητα.

Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες
Έλσα Κορνέτη
Μελάνι
σ. 150
ISBN: 978-960-591-178-2
Τιμή: 11,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα