Νίκος Ξένιος: «Αλλοτεκοίτη»

Ένας από τους πιο πιστούς στη δυναμική της αφήγησης, ο Νίκος Ξένιος, επιχειρεί με το πρόσφατο βιβλίο του να συνδυάσει τον ρεαλισμό με το παραμύθι, παρουσιάζοντας μια δυστοπική ιστορία του κοντινού μέλλοντος, η οποία κατά τόπους θυμίζει τη σύγχρονη ζοφερή πραγματικότητα. Τρομάζει η επιλογή του να τοποθετήσει την ιστορία του το 2050, μόνο λίγες δεκαετίες από τη σημερινή εποχή. Γιατί, αν αυτά που λογοτεχνικά προοιωνίζεται συμβούν (με δεδομένη την αλληγορική τους σημασία και, φυσικά, τη μυθοπλαστική σκόπιμη υπερβολή), τότε τα σημάδια τους ήδη από τώρα πρέπει να είναι

εμφανή· τουλάχιστον σε όποιον δεν επαναπαύεται στις επιβεβαιώσεις των ιθυνόντων ότι όλα τελούν υπό έλεγχο. Έχει ενδιαφέρον ο υπότιτλος, Εκεί που χάθηκε η βλάστηση, καθώς υπογραμμίζει όχι το «πότε», αυτό μπορεί να είναι πολύ κοντά μας, αλλά το «πού», στρέφοντας την προσοχή στον έρημο και κυρίως άνυδρο χώρο, το κατάλληλο πλαίσιο για την ιστορία. Όποιος κοιτάξει γύρω του με μάτια ανοιχτά, χωρίς παρωπίδες, θα δει ότι είμαστε ήδη μέσα σ’ αυτό το τοπίο.

Μοιρασμένη σε διαφορετικές αφηγηματικές φωνές η ιστορία, παρουσιάζει στην ουσία δύο αντίθετες εκδοχές της πραγματικότητας – όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε σε έναν κόσμο όπου η εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία αντιπαρατίθεται σε όσους αμφισβητούν την απόλυτη εξουσία της να διαπλάθει συνειδήσεις και να διαμορφώνει τις συνθήκες ζωής κατά το δοκούν. Εν προκειμένω, το φλέγον ζήτημα της κλιματικής κρίσης διαφορετικά εκλαμβάνεται, και ακολούθως αντιμετωπίζεται, από το καθεστώς (υπό την ηγεσία του κόμματος «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό», τι ονομασία!) και διαφορετικά από την ηρωίδα, την Κυβέλη, που η δράση της θα την οδηγήσει στη σύλληψη και κατόπιν στον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική μονάδα.

Η Κυβέλη αφηγούνταν τα μυθικά συμβάντα στα παιδιά κι εκείνα έμεναν με το στόμα ανοιχτό. Όχι γιατί βαριούνταν, όχι γιατί νύσταζαν, αλλά γιατί ένιωθαν ότι ο κίνδυνος ήταν κοντά, και μέσα τους ξυπνούσε το ολοζώντανο, ανθισμένο συναίσθημα της ευθύνης για έναν κόσμο που τους κληροδοτούμε εμείς με όλη μας την ανευθυνότητα – κι έχουμε την απαίτηση να τον δεχτούν.

Η Κυβέλη ποτέ δεν συμμερίστηκε αυτή την άποψη. Ήξερε πως είναι τόσο μικρή και αστραπιαία η λάμψη που λέγεται ανθρώπινη ζωή, που σαν σβήνει, πρέπει ν’ αφήνει πίσω το ίχνος της. Σαν το σωματίδιο του Θεού κάτι. Τη συγκλόνιζε η υποψία πως πέρασε από τη γη ένας άνθρωπος με Άλφα κεφαλαίο και πως δεν πήγε χαμένη η κοσμική ενέργεια που τον έπλασε, παρά έγινε ασημόσκονη κι ανέβηκε ψηλά για να φωτίσει τη Γη και να τα αλλάξει, να τα διαμορφώσει, να τα μεταρρυθμίσει όλα. Να κάνει τον πλανήτη έναν τόπο που να μπορούν τα παιδιά να τον κατοικήσουν και να κάνει τον κάμπο ένα πεδίο αντάξιο του σφρίγους και της ευθύτητάς τους. (σσ. 89-90)

{jb_quote} Ο αναγνώστης μπορεί να αφεθεί στη γοητεία του αφηγηματικού λόγου, να δεχτεί τον παραμυθητικό του χαρακτήρα και, αν θέλει (και αντέχει), να δει πίσω από τη μυθοπλασία μια σύγχρονη, εφιαλτική εγγύτητα στο σκοτεινό τοπίο. {/jb_quote}

Το γεγονός πως ισορροπούν οι δύο αφηγηματικές εκδοχές, χωρίς να παρεμβαίνει συγγραφικά ο παντογνώστης δημιουργός τους, επιτρέπει στην εκάστοτε αναγνωστική πρόσληψη να επιλέξει την αλήθεια που ικανοποιεί τον συμμέτοχο, κατά κάποιον τρόπο, αποδέκτη της ιστορίας. Ωστόσο, η επιλογή της συγκεκριμένης θεματικής από μόνη της αφήνει να διαφανεί η συγγραφική θέση· άλλωστε, η μυθοπλασία πάντα με τον τρόπο της υποκρύπτει την ιδεολογική κατεύθυνση του δημιουργού της. Έτσι, μπορούμε να δούμε, πίσω από την επιφανειακά ίση αντιμετώπιση των δύο εκδοχών, πόσο βαθιά πολιτικό είναι το υπόβαθρο του βιβλίου, με άξονα την αφύπνιση και κινητοποίηση του αναγνώστη απέναντι σε ένα από τα πλέον μείζονα προβλήματα του κόσμου μας, την αποστασιοποίηση του ανθρώπου από το φυσικό του περίβλημα, την εχθρική του στάση απέναντι σε ό,τι του χαρίζει ζωή.

Στην ιστορία της Αλλοτεκοίτης η βλάστηση είναι πλέον ένα μακρινό παρελθόν, η απομάκρυνση του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον αποτελεί κανονικότητα, όποιος αναζητά τη φυσική ζωή είναι εχθρός του καθεστώτος, άρα αυτοδίκαια διώκεται και η φωνή του καταργείται· αυτό θα συμβεί και με την Κυβέλη αλλά και με τον Μάρκο, τον σύντροφό της. Την τύχη τους θα αναζητήσει η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη ακολουθώντας τα ίχνη τους στο έρημο τοπίο, προσθέτοντας τη δική της αφηγηματική φωνή.

Η αλήθεια είναι πως συνήθως δεν με ελκύει η λογοτεχνία που προσανατολίζεται σε ένα δυστοπικό κοντινό ή απώτερο μέλλον. Ωστόσο, ο Νίκος Ξένιος κατάφερε με τη γραφή του να ισορροπήσει δύο αντινομικές συνθήκες. Από τη μια τοποθετεί τους ήρωές του και την πλοκή της ιστορίας του σε ένα ξερό, ολόστεγνο τοπίο χωρίς ίχνος φυσικής ζωής (πώς άλλωστε θα λειτουργούσε η δυστοπία;) και από την άλλη με μια ολοζώντανη αφηγηματική γλώσσα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γραφής του, προτείνει ως μόνη αλήθεια, ως μόνο σημείο ζωντανής παρουσίας την αξία του λόγου.

Πετάχτηκες τότε μέσ’ από το σκοτάδι κι ένα τόσο δα βλασταράκι ξεφύτρωσε απ’ το χώμα. Στράφηκα και είδα το βλαστάρι να ασημίζει και να πρασινίζει. Κι όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπησαν τη σκοτεινή υγρασία της νύχτας, είδα τον βράχο να ροδίζει. (σ. 164)

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η Αλλοτεκοίτη του μπορεί να διαβαστεί ως μια απόπειρα καταξίωσης της αφηγηματικής ικανότητας, της δημιουργίας ιστοριών, κι ας είναι πολλές, όσες και οι εκδοχές της έννοιας του πραγματικού που ο καθένας προσλαμβάνει με την ιδεολογία του, την πείρα ζωής που φέρει μέσα του, εν τέλει με τον κόσμο του όπως τον έχει φτιάξει στη συνείδησή του. Ο αναγνώστης μπορεί να αφεθεί στη γοητεία του αφηγηματικού λόγου, να δεχτεί τον παραμυθητικό του χαρακτήρα και, αν θέλει (και αντέχει), να δει πίσω από τη μυθοπλασία μια σύγχρονη, εφιαλτική εγγύτητα στο σκοτεινό τοπίο.

Αλλοτεκοίτη
Εκεί που χάθηκε η βλάστηση
Νίκος Ξένιος
Κριτική
176 σελ.
ISBN 978-960-586-469-9
Τιμή €11,00

Keywords
Τυχαία Θέματα
Νίκος Ξένιος, Αλλοτεκοίτη,nikos xenios, allotekoiti