«Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων» της Ίριδας Τζαχίλη

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Ίριδας Τζαχίλη Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων, που θα κυκλοφορήσει στις 27 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων

Κάποτε η μητέρα μου Δήμητρα Αγγελίδου μού έδειξε ένα μικρό άλμπουμ με γερμανικά γραμματόσημα. Μου είπε αόριστα ότι της τα έδωσε στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη

ένας Γερμανός
στρατιώτης που έμενε στους γείτονες, στης Μανωλούδη, μία επιταγμένη δίπατη μονοκατοικία. Της είπε να του τα κρατήσει και ότι μετά τον πόλεμο θα γυρίσει να τα πάρει. Έπειτα έφυγε στο ανατολικό μέτωπο. Πολλές δεκαετίες πέρασαν και ο Γερμανός δεν γύρισε.
Αυτή είναι όλη κι όλη η ιστορία που μου διηγήθηκε η μητέρα μου. Παρόλο που κάθε διήγηση ταυτίζεται πρωτευόντως με μία χρονική στιγμή, τη στιγμή ακριβώς που επιτελείται,
εμένα μου είναι αδύνατον να θυμηθώ πότε και με ποια ευκαιρία μού τη διηγήθηκε. Θυμάμαι μόνο το γεγονός και το περιεχόμενο της διήγησης. Η δική μου χρονική αβεβαιότητα αντικατοπτρίζει
πιθανότατα τη δική της, δηλαδή την απουσία από τη μνήμη της κάποιας ακριβούς χρονικής στιγμής, το ξεθώριασμά της.
Η διήγηση είχε μόνο ένα χρονικό σημείο, την Κατοχή, η διάρκεια της οποίας όμως ήταν μακρά, ίσως πιο μακρά από τα τρεισήμισι χρόνια που διάρκεσε. Η χρονικότητά της ήταν μεγάλη και ανοιχτή. Έτσι, η πράξη του Γερμανού στρατιώτη που αποτάθηκε προς την γείτονα, τη δεσποινίδα μητέρα μου, για να του φυλάξει τη συλλογή του, ως συμβάν, μετά από διαδοχικές
στρώσεις μνήμης και λήθης, έμεινε σαν ένα αρχαϊκό απολίθωμα, μία σύντομη βραχύτατη επαναληπτική φράση όπως στα δημοτικά τραγούδια. Η επανάληψη της σκηνής, αν γινόταν στο μυαλό της, θα ήταν για να ξεφύγει από την αμμουδερή λήθη στην οποία κυλούσε. Το συμβάν έβγαινε από το πλαίσιο και τα συμφραζόμενά του, απαγκιστρώθηκε από τον χρόνο, και ως τέτοιο το κράτησε η Δήμητρα Αγγελίδου στη μνήμη της. Έτσι, μεταφέρθηκε στη μοναδική ακροάτρια που
είχε ποτέ, στην κόρη της. Νομίζω για να το σώσει από τα ιστορικά γεγονότα που το κύκλωναν. Σε τι γλώσσα μίλησαν, αναρωτήθηκα τότε, όπως αναρωτιέμαι και τώρα.
Αργότερα πάντως, δεν έδειχνε η Δήμητρα να δίνει ιδιαίτερη σημασία στη γερμανική συλλογή, ούτε όταν την ανέφερε, δεκαετίες μετά το συμβάν, ούτε στις δεκαετίες που ακολούθησαν
την αρχική διήγηση, παρόλο που πίστευε ότι πιθανόν τα γραμματόσημα να είχαν κάποια αξία. Ωστόσο, ποτέ δεν αναζήτησε την οικονομική πλευρά. Μόνο τη συλλεκτική ήθελε να βλέπει, και αυτό πλημμελώς. Ποτέ δεν το οικειοποιήθηκε. Στις διάφορες φάσεις της ζωής της, όπως και της δικής μου, το μικρό αυτό άλμπουμ μεταφερόταν από μετακόμιση σε μετακόμιση και από κούτες σε κούτες, μαζί με γράμματα και φωτογραφίες, θυμητάρια διάφορα, μπομπονιέρες, βαφτιστικά,
παιχνίδια και τέτοια. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι καμιά μας δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα, απλώς ήταν εκεί, υπήρχε, και κάποτε κάποτε, σε φιλόδοξες τακτοποιήσεις, εμφανιζόταν πάλι, για να μεταφερθεί πολύ σύντομα στο επόμενο κιβώτιο και να κλείσει για την επόμενη δεκαετία ή ως την επόμενη μετακόμιση, μαζί με τα συνευρήματά του. Εγώ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για γραμματόσημα ούτε έκανα καμία άλλη συλλογή στη ζωή μου, απλώς μερικές φορές σκεπτόμουνα
αφηρημένα ότι θα πρέπει να τη δείξω σε έναν ειδήμονα.
Πέρασαν πια δέκα χρόνια που χάσαμε τη Δήμητρα και τελευταία αποφάσισα να διευθετήσω οριστικά τα πράγματά της. Έτσι, ξαναβρήκα τη συλλογή.
Άνοιξα λοιπόν να τη δω αυτή τη συλλογή, να τη γνωρίσω, μολονότι για μένα ήταν κάτι ανοίκειο και μάλλον ανιαρό. Την πρακτική της συλλογής την υποτιμούσα, θέμα χαρακτήρα και
αριστερού ασκητισμού, ίσως απλής έλλειψης υπομονής και τάξης. Παρ’ όλα αυτά, μιμούμενη τον συλλέκτη, αλλά και ανακαλώντας τις επαγγελματικές, τις αρχαιολογικές μου πρακτικές,
έψαξα να βρω από πού προέρχονταν τα γραμματόσημα, τι παρίσταναν, πόσα ήταν, πότε εκδόθηκαν κ.λπ. Διάβασα εν τάχει τις αρχές του φιλοτελισμού και προσπάθησα να απομνημονεύσω την πρακτική και τη λογική του. Μάλλον ματαίως, γιατί, ενώ αντιλήφθηκα το σεβάσμιο εύρος και βάθος της συλλογιστικής και της ίδιας της υπόστασής του, ήταν ολοφάνερο
ότι το ενδιαφέρον μου απέκλινε, ήταν στην ίδια την ύπαρξη του άλμπουμ ως ηχώ πράξεων, επιθυμιών, σχέσεων, και όχι στο περιεχόμενο.
Έτσι άρχισε η ιστορία αυτή για μένα. Χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη «άρχισε» για μένα, γιατί η δική μου αρχή είναι σαφής, ενώ οι άλλες δεν ήταν. Η αρχή για μένα έγινε τον Οκτώβριο
του 2018. Πολλές «αρχές» υπήρξαν, όταν έγινε το γεγονός της παράδοσης των γραμματοσήμων από τον Γερμανό στρατιώτη στη Δήμητρα, όταν έγινε η πρώτη διήγηση περί αυτού από τη Δήμητρα σε μένα, αλλά η κύρια ήταν όταν εγώ άρχισα να ενδιαφέρομαι για το χρονικό των γραμματοσήμων, τον Οκτώβριο του 2018. Τότε άρχισα να ξεδιπλώνω ή να επεξεργάζομαι
τη δεύτερη διήγηση, τη δική μου, εξαρτημένη από την πρώτη, αυτή της Δήμητρας, αλλά εντελώς άλλου είδους. Είναι αυτή που καταγράφω εδώ τώρα. Άρχισε μαζί με την αμφιβολία, καταστατικά. Η διήγηση που άκουσα, η μητρική, είχε όλα τα στοιχεία ενός εν εξελίξει μύθου που απότομα σταμάτησε, θάφτηκε, γιατί κυκλώθηκε από βαριά ιστορικά γεγονότα, ασύμμετρα. Έγινε ή τον φαντάστηκε, συνέβη ή τον έπλασε, εκεί στη βαθιά «Κατοχή», κατ’ εξοχήν δημιουργό μύθων;
Φράση περισσότερο μνημειακή παρά χρονική, ακόμη και για μένα που την άκουσε με τα αυτιά της από την κυρίως ηρωίδα, χωρίς πλαίσιο και συγκείμενα, ως ακροάτρια που αγνοούσε ότι ήταν η μόνη.
Παραμυθικά ήταν όλα τα στοιχεία της διήγησης, και κυρίως η εμπιστοσύνη του ευγενικού νεαρού στρατιώτη, συγκαταβατικού κατακτητή μολοντούτο, προς την άγνωστη ξένη γειτόνισσα. Δώρο τής έκανε. Και ταυτόχρονα, δι’ αυτού, απολάμβανε μία δέσμευση, το αόρατο δίχτυ που έριχνε οικοδομώντας μία υπόσχεση επιστροφής. Έτσι εκλάμβανε τον εαυτό του, ως δωρητή, έτσι καντάστηκε τη Δήμητρα, ως αποδέκτρια. Ένας φτωχούλης μύθος, ωστόσο αποσιωπημένος, ανάρμοστος, μολονότι είχε θέμα τη γενναιοδωρία και την εμπιστοσύνη. Γιατί παρόλο που ο ήρωας δεν είχε όνομα ούτε γνωστή κατάληξη και παρόλο που ο κόσμος κατέρρεε μέσα στις οβίδες ή ακριβώς γι’ αυτό, η Δήμητρα διηγήθηκε μία υπόσχεση: Θα γυρίσω… είπε, όταν ο πόλεμος τελειώσει… Και αυτό ήταν μία υπόσχεση μεταξύ ανθρώπων χωρίς εγγύτητα, χωρίς ελπίδες να τηρηθεί. Και η Δήμητρα που εχθρευόταν, όπως όλοι, τους κατακτητές, που σταμάτησε πάραυτα τα γερμανικά μαθήματα, που καταχώνιασε ό,τι γερμανικό υπήρχε στο σπίτι και πήγαινε στη δουλειά της αμίλητη και αγέλαστη, και αυτή είχε θέση στο παραμύθι, και μάλιστα την κυρίαρχη,
τη δυνατότητα για τον Γερμανό, που ερχόταν από τις σφαγές της Πολωνίας, να ωχράνει τη βία, να δείξει έναν άλλο εαυτό, να γλυκάνει τους συνειρμούς. Βρέθηκαν κοντά σε ώρες εξαίρεσης,
εκτός του δέοντος, εκτός ατομικής και συλλογικής ιστορίας, εκτός προσωπικότητας, όπως φάνηκε από το υπόλοιπο της ζωής τους. Θα μπορούσα να την πω σπαραχτική, αλλά εκ των υστέρων, στο τέλος του πολέμου, αφού μάθαμε για τα εκατομμύρια λιωμένα σώματα.
Αλλά τα γραμματόσημα ήταν και είναι μια πραγματικότητα. Τότε, το 1941, και τώρα, το 2022. Όσο και αν αντικειμενικά η Δήμητρα σχεδόν την έκρυβε τη συλλογή, ακόμη και χωρίς
πρόθεση. Και εγώ, ακολουθώντας το αυλάκι που χάραζε πίσω της, σαν το παπάκι που ακολουθεί την πάπια γλιστρώντας στο νερό, το ίδιο έκανα. Ακολουθούσα. Η συλλογή υπήρχε, ως φυσικό αντικείμενο, ως αναμονή, ως αίνιγμα. Δεν την ακυρώναμε, ούτε όμως και την αναλαμβάναμε. Απλώς ξεχνούσαμε λέγαμε άλλη φορά. Επιπλέον, όνομα η Δήμητρα δεν είπε. Ένας Γερμανός χωρίς όνομα εύκολα πέφτει στην ανωνυμία των κακών, μαζί με την ευγένεια και τη γενναιοδωρία του. Σιωπή και λήθη.
Όταν έφτασε όμως η ώρα να ασχοληθώ με αυτά τα σχεδόν απόκρυφα αντικείμενα, για μένα έγινε το αντίθετο. Κάτι σαν βεντάλια ιστορικότητας ήρθε και άνοιξε σε πράγματα εσωτερικά
και μύχια που νομίζω ότι στην οικογένειά μου απέφευγαν, σε φάσεις της οικογενειακής ιστορίας που αγνοούσα, ίσως και στην ίδια την προσωπική μου ιστορία, στις πονεμένες και ξεχασμένες
της φάσεις. Ήξερα πάντα ότι η μητέρα μου υπέφερε την εποχή που ήρθα στον κόσμο, πολύ καιρό μετά την αποχώρηση του Γερμανού, μετά την Κατοχή. Ήξερα ότι έκλαιγε και δεν μιλούσε. Ήξερα ότι έφταιγε ο πατέρας μου γι’ αυτό. Και οι άλλοι, η υπόλοιπη οικογένεια, τη φοβούνταν, φοβούνταν το μέγεθος του πόνου της, φοβούνταν να της μιλήσουν. Την παραμόνευαν σιωπηλά μήπως πάλι κλάψει. Είναι από αυτά τα πράγματα που τα παιδιά ξέρουν χωρίς να τους το έχει πει κανείς.
Και να που ήρθε μία μικρή φετούλα, μία σχισμή ιστορίας, τα γραμματόσημα, έστω και άκαιρα, παράταιρα, απρόσκλητα, φέρνοντας άλλες εποχές, ιστορίες δύσκολες, αναμνήσεις απωθημένες.
Τι ήταν η Δήμητρα το 1939, τι το 1941, και τι το 1949;
Έως τώρα στη διήγηση της Δήμητρας παρουσιάζονται δύο πρόσωπα: Η ίδια και ο άνευ ονόματος Γερμανός στρατιώτης. Και ένα αντικείμενο, το άλμπουμ με τα γραμματόσημα, το αντικείμενο μεταβίβασης, όπως λένε οι ψυχαναλυτές, όπου μεταφέρονται διαθλασμένα αισθήματα και εικόνες.
Καθώς παρατηρούσα τα γραμματόσημα από συνήθεια, μήπως βρω ψήγματα πληροφοριών για την ιστορία της συλλογής, αφού από πίσω βρίσκεται ο συλλέκτης, εμφανίστηκε ένα τρίτο
πρόσωπο, θεμελιώδες για τη συνέχεια της διήγησης. Το τρίτο πρόσωπο ήταν ένα μικρό κορίτσι, μία μικρή αφηγήτρια παρούσα στην τότε ιστορία, που ήρθε μετά, ηλικιωμένη πια, το 2018, να την αφηγηθεί εκ νέου. Ήταν η Χρυσούλα Οικονόμου, πρώτη εξαδέλφη της Δήμητρας, με την οποία έμεναν στο ίδιο δίπατο σπίτι σε διαφορετικούς ορόφους, στην Τραπεζούντος 13, Ανάληψη, Θεσσαλονίκη. Γονείς της ήταν ο Ευθύμης Οικονόμου και η Αναστασία Αποστολάκη, πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, μικρή πολιτεία έξω από τη Σμύρνη, όπως και η Δήμητρα Αγγελίδου. Οι γονείς τους αδέλφια. Το 1941, όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη, ήταν έντεκα χρόνων
και άμεσος μάρτυρας των γεγονότων.
Ήξερε τα πάντα, τι συνέβαινε στη γειτονιά, στο σπίτι, στην οικογένειά της, και κυρίως στη ζωή της Δήμητρας. Τη φαντάζομαι σαν ένα κοριτσάκι με ίσια σαν βούρτσες μαλλιά και γουρλωτά
μάτια, που χωνόταν παντού και τα έβλεπε όλα, ευκίνητη και λογού, ανυπάκουη και πεισματάρα, να τρέχει στους λασπωμένους καρόδρομους, πηδώντας φράχτες στου Μποτόν να κλέψει κυδώνια. Βρισκόταν αμετακίνητα πλάι στη Δήμητρα, τη μαγική πόρτα του άλλου κόσμου, τη μεγάλη, σοφή της εξαδέλφη. Δεν την άφηνε να πάει πουθενά μόνη της, ήθελε να τα μαθαίνει όλα, να κλαίει και να γελάει πλάι της, να ζητά επίμονα την προσοχή της, παρακούοντας τη μητέρα της που προσπαθούσε να απαλλάξει την πολυάσχολη Δήμητρα από τον μπελά.
Ευτυχώς που σκέφτηκα να τη ρωτήσω. Η Χρυσούλα θυμόταν πολύ καθαρά την επίταξη του σπιτιού της γειτόνισσας Άννας Μανωλούδη από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση και επίσης πολύ καθαρά τους δύο Γερμανούς που το κατοίκησαν για μερικούς μήνες. Ήταν ο Χέλμουτ και ο Χανς, μου είπε χαμογελώντας. Δύο τρεις μήνες το πολύ έμειναν, είπε η Χρυσούλα και δεν σταματούσε να τους παινεύει. Έλεγε ότι ήταν θαυμάσιοι νέοι, όμορφοι, καλοί, γελαστοί, ευπροσήγοροι. Δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί που κατοικούσαν στα επιταγμένα σπίτια έτσι
καλοί, πρόσθεσε. Οι περισσότεροι ήταν συνοφρυωμένοι και αμίλητοι. Αλλά αυτοί οι δύο τη χαιρετούσαν και της μιλούσαν, και σε αυτήν και στα άλλα γειτονόπουλα. Νομίζω ότι ήταν ο
Χανς που γελούσε μαζί της, όταν αυτή, τρέχοντας στις λάσπες του δρόμου, πιτσιλούσε παντού και κυρίως τις ευλαβικά γυαλισμένες αρβύλες του. Αυτή ωστόσο προτιμούσε τον Χέλμουτ. Ο Χέλμουτ είχε φωτογραφική μηχανή και την έβγαζε φωτογραφίες και μάλιστα της είχε δώσει μία όπου εικονιζόταν αυτή και ο ίδιος, αλλά που την έχασε πια, ενώ για πολλά χρόνια την είχε και την έβλεπε. Πολύ σύντομα, οι δύο Γερμανοί έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη. Από τη διήγησή της, φαινόταν ότι αποχώρησαν απρόθυμα, στενοχωρημένοι, γιατί τους έστελναν στο ανατολικό μέτωπο. Έβγαλαν όμως πολλές φωτογραφίες.
Για μένα όλα άλλαξαν κατόπιν. Υπήρχε και κάποιος άλλος που ήξερε αυτή την ιστορία, υπήρχαν και άλλα μάτια, και άλλος μάρτυρας.

Keywords
εκδόσεις μεταίχμιο, θεσσαλονικη, μνήμη, ευγένεια, ψήγματα, ρωτήσω, επιταξη, γερμανος, αξια, τραπεζα της ανατολης, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, τελος του κοσμου, δημοτικα τραγουδια, αποστολακη, μνήμη, δουλεια, εικονες, ηχω, θεμα, ληθη, μητερα, μπομπονιερες, παιχνιδια, πλαισιο, σμυρνη, τραγουδια, φωτογραφιες, ωρα, αινιγμα, αναμνησεις, αυτια, βρισκεται, γεγονοτα, γεγονος, γειτονια, γερμανικα, δημητρα, γειτονα, γλωσσα, γονεις, δυνατοτητα, διοικηση, δικη, διχτυ, δωσει, δωρο, εγινε, ευκαιρια, ευκολα, ειπε, εκδόσεις μεταίχμιο, εμειναν, εποχη, εποχες, εφυγε, ζωη, ζητα, ζωης, ζωη μου, ιδια, ιδιο, η δικη, υπηρχαν, εκδοσεις, κυρια, κυδωνια, μαλλια, ματια, μηνες, μικρο, μυαλο, μυθος, μυθιστορημα, νερο, παντα, οικογενεια, ονομα, παιδια, πηγαινε, πολιτεια, πορτα, ρωτήσω, σαφης, συνεχεια, συντομα, σιωπη, σπιτι, σπιτια, φυσικο, φορα, ψήγματα, ωρες, αρβυλες, δημοτικα, ευγένεια, γερμανο, ηρωας, ηρθα, ιδιαιτερα, σωματα
Τυχαία Θέματα