Κώστας Πούλος: «Αμφίβια τέρατα»

Είμαι ένας αποτυχημένος ποιητής.
Ίσως ο κάθε μυθιστοριογράφος να επιθυμεί να γράψει πρώτα
ποίηση κι όταν καταλάβει πως είναι ανίκανος, δοκιμάζει το διήγημα,
που είναι, μετά την ποίηση, το πιο απαιτητικό είδος.
Όταν αποτύχει και σ’ αυτό, τότε μόνο ρίχνεται στο μυθιστόρημα.[1]
William Faulkner στον Jean Stein, 1956

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ο Κώστας Πούλος, από το 1996, δηλώνει αδιάλειπτη και ιδιαιτέρως παραγωγική παρουσία στον χώρο του παιδικού, κυρίως, βιβλίου. Σε αυτή την 25ετία,

μετρά 53 διασκευές κλασικών έργων για παιδιά (από Όμηρο μέχρι Παπαδιαμάντη και από Θερβάντες μέχρι Τουργκένιεφ), δύο επιμέλειες εκδόσεων, 31 μεταφράσεις για παιδιά και ενήλικες, μεταξύ των οποίων και δύο από τη Βυζαντινή γραμματεία και 42 πρωτότυπα έργα. Αξίζει ακόμα να καταγραφεί η καθοριστική συμβολή του στην ετήσια έκδοση Νυχτερινό[2], ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, του Α’ Εσπερινού ΕΠΑΛ Περιστερίου, όπου εργάστηκε ως εκπαιδευτικός ως το 2010, με κείμενα μαθητών, αποφοίτων, ενίοτε και καθηγητών του σχολείου.

Τα Αμφίβια τέρατα είναι το δεύτερό του έργο «για ενήλικες», προηγήθηκε το Σχεδόν θάλασσες (οκτώ διηγήματα, Εκδ. Ροδακιό, 2000). Τριάντα τρία διηγήματα-μπονζάι, έξι μικροσκοπικά ιντερμέδια-πεζοποιήματα κι ένα σύντομο ποιητικό επιμύθιο συνθέτουν αυτή τη συλλογή. Θα μπορούσε να είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ από αστραπιαία, αυθόρμητα και αυτοσχέδια στιγμιότυπα της άλλοτε αλγεινής, άλλοτε ευτράπελης, άλλοτε αλλόκοτης αλλά πάντα ανθρώπινης συνθήκης. Το υποδηλώνουν και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τα εισάγουν σχολιάζοντάς τα, άλλοτε σε αρμονία, άλλοτε σε αντίστιξη μαζί τους, κάποτε υπαινικτικά, κάποτε ειρωνικά. Πρόκειται για κείμενα πυρηνικής πυκνότητας που ταλαντώνονται με πηγαία φυσικότητα ανάμεσα στον απόλυτο ρεαλισμό και στην υπέρβασή του, ανάμεσα στο καθημερινό και στο απρόσμενο, ανάμεσα στο τετριμμένο και στο μαγικό. Αυθεντικές slices of life, με τον τρόπο που τόσο εύστοχα το είχε περιγράψει η Βιρτζίνια Γουλφ, συσχετίζοντας την τέχνη της φωτογραφίας με εκείνη του διηγήματος: «Παράξενο δεν είναι πόσα περισσότερα βλέπει κανείς στη φωτογραφία απ’ ό,τι στην πραγματική ζωή;»

Κόντρα στη χειραγώγηση της συγγραφικής παντοδυναμίας και παντογνωσίας, μακριά από τη σχηματοποίηση και το καταναγκαστικό φινάλε, τα αφηγήματα μένουν πιστά στον τσεχοφικό νόμο της τυχαιότητας, του απρόβλεπτου και ανεξήγητου, που είναι εξάλλου και ο νόμος της ανθρώπινης κατάστασης· κατά κάποιον τρόπο αποτυπώνουν την ιδιάζουσα συνθήκη του νεωτερικού ανθρώπου, που μένει βαθμιαία μόνος, σε έναν κόσμο όπου οι θεοί και οι βεβαιότητες ψυχορραγούν. Όλα τα μορφολογικά γνωρίσματα της μικρής φόρμας βρίσκουν εδώ την αποθέωσή τους: αποσπασματικότητα, προφορικότητα, εστίαση και εμβάθυνση στο «λίγο», ιστόρηση που συχνά παραπέμπει στο παραμύθι, ανατροπές, ενίοτε κορυφώσεις, αλλά συνηθέστερα αίσθηση ημιτελούς.

{jb_quote} Θα μπορούσε να είναι ένα φωτογραφικό άλμπουμ από αστραπιαία, αυθόρμητα και αυτοσχέδια στιγμιότυπα της άλλοτε αλγεινής, άλλοτε ευτράπελης, άλλοτε αλλόκοτης αλλά πάντα ανθρώπινης συνθήκης. {/jb_quote}

Ο Κ. Πούλος «παίζει» –η θητεία του στο παιδικό βιβλίο και κοντά στα παιδιά ως εκπαιδευτικός ίσως βοηθούν– ανάλαφρα κι όμως δεξιοτεχνικά με το παράλογο που καιροφυλακτεί στις παρυφές του κανονικού, με το ημιτελές –ή το τετελεσμένο– που η ίδια η ζωή μάς επιφυλάσσει. Οι ιστορίες του διαλανθάνουν την όποια ερμηνεία και ανάλυση, αψηφούν την απόπειρα σύνοψης ή την επεξεργασία επιμέρους «στοιχείων». Έχουν κάτι από την ελλειπτικότητα και υπαινικτικότητα των διηγημάτων του κορυφαίου στο είδος George Saunders, ενίοτε και την αινιγματικότητα του Μπόρχες, στον οποίο αφιερώνει κι ένα κείμενο, το εξαιρετικό, βαθύτατα ειρωνικό «Επιχείρημα». Αμφιρρέπει, πάντα παιγνιωδώς, μαζί με τους αδρά περιγεγραμμένους ήρωές του, ανάμεσα στην περιγραφή («Καμιά ανωμαλία», «Κούκος», «Μπιεμέξ», «Πλατεία Κολιάτσου») και στη νύξη («Η πρώην Φανή», το αφαιρετικό σκίτσο ενός χωρισμού), ανάμεσα στο μοτίβο και την παραλλαγή του («Το ακριβώς αντίθετο»)· μεταξύ κυνικού νατουραλισμού («Άδειο δωμάτιο» – μια ιστορία προδοσίας, ζωικού πάθους και σωματικότητας) και υπερρεαλισμού («Σε ασημένιο πλαίσιο», «Γιούλα», «Κατοικίδια», με τις ανατρεπτικές τους αλλαγές αφηγηματικής γωνίας)· μεταξύ ρεαλισμού και παραίσθησης (στο έξοχο, ποιητικό «Σαράντα βαθμοί Κελσίου»)· ανάμεσα στον φόβο και την ελευθερία (στο «Πατάτα», ένα μαχαίρι συμβολοποιεί καίρια την απεμπόληση της ανεξαρτησίας μέσα στον συμβιβασμό του γάμου), στην αντικειμενική και εικονική πραγματικότητα («Μπανάνες»), στο ένστικτο επιβίωσης και στην ενόρμηση θανάτου («Νόημα», «Το καλοκαίρι είναι πιο καλά»). Στον «Τίγρη», ένα ευφυές, σαρκαστικό σχόλιο πάνω στον τρόμο για το «διαφορετικό», καλύπτει με μια σκωπτική δρασκελιά ολόκληρη την γκάμα μεταξύ ανοίκειου και επικίνδυνου, μεταξύ αδιαφορίας και φόβου. Ο αφηγητής εδώ τηρεί υπολογισμένη συναισθηματική απόσταση, διοχετεύοντας το αίσθημα στον αναγνώστη. Η δαιμονοποίηση του άγνωστου «Άλλου» επιτελείται μέσα από υπεραπλουστευτικές αναγωγές, με αδρές, υποτυπώδεις γραμμές εξεικονίζεται το γκροτέσκο, ο φωτογραφικός φακός του Κ. Πούλου το απομονώνει, μεγεθύνοντάς το παραμορφωτικά, ρηγματώνοντας τις λογικές μας συνάψεις…

Ποια είναι λοιπόν τα αμφίβια τέρατα; Είναι τα μισοβουλιαγμένα, σχεδόν ανθρωπόμορφα δέντρα της λίμνης Ταυρωπού, όπως δηλώνει το ομώνυμο, προτελευταίο, συνταρακτικά εικονοποιητικό διήγημα; Είναι τα ίδια τα κείμενα, που με την αμφισημία, τις ανατροπές και τον παραμορφωτικό ρεαλισμό τους βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα στις κειμενικές συμβάσεις, ακροβατώντας στην κόψη του ακαριαίου, αποκρυσταλλώνοντας τη στιγμή, διαστέλλοντας ή συστέλλοντάς την κατά το δοκούν, παίζοντας με τις οπτικές γωνίες και τις φωτοσκιάσεις, καμουφλάροντας το βάθος και τις άπειρες διακλαδώσεις και διαστρωματώσεις του με το μικρό στόμιο ενός πηγαδιού, όπως θα ’λεγε ο Ψυχάρης, ή, αν θέλετε, με την κορυφή ενός παγόβουνου, όπως το διατύπωσε ο Χέμινγουεϊ;

Ή μήπως τα αμφίβια τέρατα είμαστε εμείς, που πορευόμαστε στα τυφλά «στον δρόμο για τη λίμνη», μετεωριζόμαστε εμβρόντητοι και ανίσχυροι ανάμεσα στον ουρανό και στην άβυσσο, ανάμεσα στη βεβαιότητα της στιγμής και στην αβεβαιότητα του τυχαίου; Η εκπληκτικής σύλληψης και αισθητικής φωτογραφία του εξωφύλλου, ένα μικρό διήγημα από μόνη της, το επιβεβαιώνει: Αιχμαλωτίζει ακριβώς το δευτερόλεπτο που «το βέλος εκτινάσσεται από το τόξο»· ένας κολυμβητής ετοιμάζεται για κατάδυση: το σώμα του, τανυζόμενο μεταξύ ουρανού και θάλασσας, μόλις που αγγίζει τον ψηλό βράχο, ο οποίος –δεν γνωρίζω και δεν έχει σημασία αν η φωτογραφία έχει υποστεί επεξεργασία– παραπέμπει σε κατατομή μυθικού τέρατος – ο κολυμβητής μοιάζει να αναδύεται από το στόμα του προτού καταδυθεί στο νερό. Ίσως ο άνθρωπος είναι λοιπόν αμφίβιος, ανάμεσα στο εξαίσιο και στο τερατώδες, ανάμεσα στη στιγμή και στην αιωνιότητα, ανάμεσα στο τυχαίο και στο προδιαγεγραμμένο, ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό», όπως γράφει στο οπισθόφυλλο, ανάμεσα στο άλμα και στη φθορά, όπως έγραψε ο Ελύτης… Άλλωστε, τα κείμενα της συλλογής δεν εστιάζουν σε κανέναν στόχο, αλλά μάλλον, όπως εύστοχα σημειώνει ο G. Saunders και μαγικά υπαινίσσεται το εξώφυλλο, στην αίσθηση του βέλους που ρίπτεται από το τόξο.[3]

Κλείνοντας, παραχωρώ δικαιωματικά το επιμύθιο στον δικό μας μάστορα της μικρής φόρμας, Γ. Ψυχάρη: «Χρειάζεται κάμποση τέχνη για να χύσει κανείς ποίηση και ζωή σε μικρές εικονούλες!»[4]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «I’m a failed poet. Maybe every novelist wants to write poetry first, finds he can’t, and then tries the short story, which is the most demanding form after poetry. And, failing at that, only then does he take up novel writing.» Από συνέντευξη του Φόκνερ στο Paris Review το 1956. Πηγή: περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 19, Ιούλ. 1956
[2] 1 Εσπερινό ΕΠΑΛ Περιστερίου - Εκδόσεις "Νυχτερινό" - Περιοδικό "Νυχτερινό" (sch.gr)
[3] «Stop aiming at the target, and concentrate on the feeling of the arrow leaving the bow.» Στο A Swim in the Pond in the Rain. London, Bloomsbury Ed., 2021
[4] Νουμάς, 8/2/1904

[Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος.]

Αμφίβια τέρατα
Ιστορίες στον δρόμο για τη λίμνη
Κώστας Πούλος
Μεταίχμιο
160 σελ.
ISBN 978-618-03-2567-6
Τιμή €12,20

Keywords
Τυχαία Θέματα