«Η θανάσιμη προδοσία των φίλων μου» του Πάνου Νιαβή

20:18 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

Κανένας δεν περίμενε πως το θέρος θα έρχονταν τόσο απρόσμενα! Κυριακή πρωί, με το που απόλυσε η εκκλησία κι ο παπάς μοίρασε τα τελευταία αντίδωρα μουρμουρίζοντας άηχες βρισιές ανάμεσα στα τελευταία λόγια των ράθυμων ψαλμουδιών του, προς εμάς τους νεαρούς γαβριάδες που ορμούσαμε ατάκτως να πάρουμε όσα περισσότερα αντίδωρα καθάριου ψωμιού γινόταν από τα χέρια του.

Όλη η βδομάδα, η τελευταία του Μαΐου, κύλησε μέσα σε ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο και μια αντάρα πηχτή και παιχνιδιάρα από τον Παχτίτη, τον αέρα που φύσαγε

και την κλωθογύριζε ανάμεσα σε πανύψηλα έλατα, αποθρασυμένες μεράντζες, σγουρούς γαύρους, ευθυτενείς λίπες και αυστηρές κρανιές.

Οι πρώτες γυναίκες, από αρχαία συνήθεια ή από Παβλοφικό αταβισμό, βγαίνοντας στο προαύλιο άνοιξαν τις ομπρέλες τους να προφυλαχτούν από τη βροχή που την είχαν αφήσει στο κατώφλι πριν μπουν στον οίκο του Θεού. Ένας λαμπρός ήλιος που γέλαγε με την ορμή της συνήθειας, ο οποίος έφερε τελεσίδικα το απρόσμενο θέρος, αναγκάζοντας έως και τους συνοφρυωμένους αγίους μες στην ακινησία της αγιοσύνης τους να σκάσουν ένα αδιόρατο χαμόγελο προς το σύνολο του εκκλησιάσματος, το παραδομένο στη βολή της συνήθειας.

Μονάχα η βεντάλια της μάνας, εμένα του σκοτωμένου, θρόιζε υπαινικτικά, ξαστερώνοντας τη ραθυμία του παπά που έλεγε το «Δι’ ευχών», πολύχρωμος και αγέρωχος εμπρός στην Ωραία Πύλη. Το αίθριο μιας σαρκικής επιθυμίας τον ανατρίχιασε πατόκορφα. «Αμαρτία», συλλογίστηκε, αλλά η επιμονή της βεντάλιας της μάνας, εμένα του σκοτωμένου στο αυλάκι του μύλου, επανέλαβε το μυστικό τους σινιάλο της άμεσης διαθεσιμότητάς της στη γνωστή τους κρυψώνα.

Εγώ πάλι, αν και σκοτωμένος εδώ και εξήντα τόσα χρόνια, ονειρεύομαι σαν να είμαι παιδί και ζωντανός. Εμείς οι αποθαμένοι βλέπουμε πάντα το ίδιο όνειρο, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος να το ξεχάσουμε και να λέμε άλλα στη σιωπή μας, άλλα στη λήθη μας και άλλα στον διαβατάρη αγέρα.

Ο αγέρας, λέω, που υποχρέωσε τις γυναίκες να κλείσουν τις αχρείαστα ανοιχτές ομπρέλες και τη μάνα μου την ανοιχτή σαν σκοτεινό πάθος βεντάλια της, τραβώντας στο άψε σβήσε με μια μεριά γέννημα στην πλάτη κατά το μύλο ή κατά την καταλαγή των όποιων ενοχών της, πως ο άντρας της και πατέρας μου, εμένα του σκοτωμένου, δεν θα γύριζε απροειδοποίητα από τα καπνοχώραφα του Αγρινίου, μαζί με το αναπάντεχο θέρος.

Τράβαγε κατά το μύλο άλλοτε με ενοχή που έκανε τη μέρα σκοτάδι κι άλλοτε με ερωτική έξαψη που έκανε το θερινό φως του πρωινού ήλιου εσωτερική ηφαιστειακή λάβα.

Ο παπάς έκλεισε την εκκλησία βιαστικά και με το μαύρο καλυμμαύκι στο χέρι, να το γλιτώσει από την έξαψη του ανεμοστρόβιλου της πεθυμιάς και το εσωτερικό κήρυγμα της ένοχης συνείδησής του.

Εγώ δυστυχής, ενώ θα έπρεπε να ήμουν ευτυχής γιατί ήμουν ακόμη ζωντανός, εγώ που λέτε, ήμουν δυστυχής, επειδή οι φίλοι μου τον τελευταίο καιρό με άφηναν έξω από όλες τις εκστρατείες τους στα ρέματα, στα χωράφια ή όπου αλλού πέταγε κότσυφας, κίσσα ή σπουργίτι, τα συνήθη θηράματα της κυνηγετικής μας έξαψης, αγριεμένοι κυνηγοί της συμφοράς με τις σφεντόνες στα χέρια και με τις τσέπες γεμισμένες πετραδάκια λειασμένα από την παρασυρμή του νερού μέσα στο ρέμα.

Αφού αλώνισα κάμποσο την πλατεία πάνω κάτω σηκώνοντας κουρνιαχτό από το στεγνωμένο πια χώμα απ’ την απρόσμενη άφιξη του θέρους, σταμάτησα δίβουλος και μετέωρος στο ένα πόδι, «έλα δω, Μήλιο», ήταν η φωνή του καφετζή του Τσίχλα, «τράβα αυτό στην παπαδιά» και σαν απόκοσμα ή υπόκωφα, να συνέχισε η φωνή, «τώρα που λείπει ο παπάς και σου καβαλάει τη μάνα», δίνοντάς μου μια λαδόκολλα με κάτι που μύριζε ψημένο κρέας.

Το μαύρο σκυλί του παπά στην αρχή γρύλισε απειλητικά, μα σαν βγήκε η παπαδιά στην πόρτα ημέρεψε, με τον ίδιο τρόπο που ημέρεψε το μαύρο άλογο του υπολοχαγού Γιακόντα, όταν αντίκρισε την Ατίλια στο πανδοχείο «Σανκτ Πόλτεν» και φυσικά όπως το φαντάστηκε η γραφή του Μίλοραντ Πάβιτς χρόνια πολλά αργότερα, όταν εγώ ήμουν τελεσίδικα αποθαμένος.

«Τι έστειλε πάλι αυτός ο τζερεμές;» αναρωτήθηκε η παπαδιά, χωρίς να μιλά σε μένα. «Πάλι αμελέτητα έστειλε ο τζερεμές…» είπε, ενώ μου είχε ήδη κλείσει κατάμουτρα την πόρτα της.

Αυτό μου φάνηκε ακραία άδικο κι ο κήπος του παπά μαράθηκε στο άμα. Τα δέντρα λύγισαν στη γη, τα τελευταία ανθισμένα κρίνα βάισαν σα λύπη πάνω σε ένα άδειο φέρετρο ακινησίας.

Άφησα πίσω όλα τα στενάχωρα, την παπαδιά, τα αμελέτητα του Τσίχλα και τράβηξα κάτω για το μύλο να βρω τα φιλαράκια να εξηγηθώ μαζί τους μια για πάντα.

Καθώς συντάρχισα το βηματισμό μου, ο θυμός μου ήταν σταθερός κι αμετακίνητος εκεί με τις οπλές του στυλωμένες στις άλυτες απορίες μου. Ο ίσκιος και η δροσερή ρεματιά κάπως χαλάρωσε προσωρινά τη σφιγμένη λες από σάβανο καρδιά μου. Το αόρατο ρολόι της ζωής μου μετρούσε αντίστροφα. Όλα σε λίγο θα πάγωναν μέσα μου τελεσίδικα. Η συμφορά έρχονταν καταπάνω μου σε κάθε βήμα που έκανα μπροστά τραβώντας προς τη «Δέση» του μύλου.

Λίγο πριν το ρέμα, μια γελάδα στεκόταν ακίνητη μες στη στράτα. Ένα σιωπηλό οχυρό, καθηλωμένο στη χαύνωση του καλοκαιρινού ήλιου, με τις οπλές της ακόμη λασπωμένες από την ατελεύτητη βροχή της φετινής άνοιξης. Σάρισες άπειρου φωτός καθρεφτίζονταν μες στα υγρά τα μάτια της. Χόχλαζαν μια θανατερή γαλήνη, επιπλέοντας μες στο αδρό περίγραμμα της λαμπρής τούτης μέρας, που έμελλε να είναι η τελευταία μου.

Ένα όνειρο ή μια οπτασία γεννήθηκε, από τα μικρά κομμάτια της προδοσίας των φίλων μου. Ο θυμός μου κυμάτιζε πλησίστιος κι η πίκρα μου γεράκι επιθετικό στις προθέσεις μου, έπαιρνε στιγμές-στιγμές την απόχρωση της λευκής αμφιβολίας και τρυγόνα του δημοτικού άσματος γίνονταν και πετούσε κλαίγοντας μες στο απομεινάρι του πρωινού, που τραβούσε το δρόμο του για μεσημέρι, καθώς ο ήλιος το ασήμωνε από το περίσσιο ασήμι των κρυμμένων αστεριών.

Προσπέρασα την ακίνητη αγελάδα, ξεκάρφωσα από τη σκέψη το όνειρο και την οπτασία μπαίνοντας στο πυκνό δάσος κοντεύοντας στο ρέμα, στη «Δέση». Οι βαριές σκιές έπαιζαν παιχνίδια φωτοσκιάσεων. Μια σκοτεινή γιορτή με ορθάνοικτη πόρτα που τη φύλαγαν δυο κέρβεροι, άγριοι και κακάσχημοι τεμάχιζαν ένα παιδί ξανθό, στο μπόι μου και στα χρόνια μου. Οι κέρβεροι του Άδη τεμάχιζαν με τα δόντια τους τη ζωή και την ύπαρξή μου. Κυλούσε πικρό σκούρο αίμα από τα χείλη τους και φύτρωνε στο μέλλον μου μια πανδαισία πολύχρωμων λουλουδιών λήθης.

Συνέχισα αποφασισμένος το δρόμο μου προς τη «Δέση» και τη μοιραία συνάντηση. Στο βάθος της σκοτεινής γιορτής αντίκρισα οχυρωμένους τους φίλους μου πίσω από δυο θεόρατα πλατάνια να μαλακίζονται ομαδικά και με τα βλέμματα καρφωμένα στο ριζοσπήλι της απέναντι όχθης του φλύαρου ρέματος.

Ο παπάς αγκομαχούσε λυσσασμένος πάνω σε δυο ολόλευκα πόδια γυναίκας γυμνής ως τον αφαλό της και καθώς ανασηκωνόταν ρυθμικά μια μαλλιαρή φωλιά από μαύρη χλόη αφάνιζε την αγριεμένη φύση του παπά.

Οι φίλοι απασχολημένοι με την ομαδική τους χειροπραξία δεν με πρόσεξαν καθόλου, αν και βρισκόμουνα σε απόσταση αναπνοής.

Αναπνοής είπα, καθώς η γυναίκα έβγαλε κραυγή δυνατή σωματικής πανδαισίας και ψυχικού της αφανισμού.

Αναπνοής, που ήταν η τελευταία μου, καθώς γνώρισα τη φωνή της μάνας μου να πάλλεται παραδομένη στο πάθος του παπά. Τα ηδονικά της βογκητά με ακύρωσαν σαν ύπαρξη. Μια αόρατη μαχαιριά με έσκισε στα δύο. Χωρίς να πάρω δεύτερη ανάσα, με τρεις σάλτους βρέθηκα στη «Δέση», εκεί που κόβανε το νερό από το ρέμα στο αυλάκι του μύλου. Ήμουν και παρέμεινα αόρατος από την κομπανία των παθών. Πήρα τυφλός και π’λαλώντας σαν αλαφιασμένος το νεραύλακο προς το μύλο, που περνούσε στο ελάχιστο του σκαμμένου βράχου από τα χέρια που έκτισαν χρόνια πολλά παλιότερα το μύλο. Γκρεμίστηκα μετά από λίγα μέτρα κι έγινα τελεσίδικα νεκρός την πρώτη μέρα του απρόσμενου καλοκαιριού των δεκατριών μου χρόνων. Η «Δέση» άλλαξε όνομα, «στου Μήλιου» τη λένε, από τη μέρα που έπεσα αλαφιασμένος και γκρεμίστηκα από τα πενήντα τόσα μέτρα πάνω στα κοτρόνια του φλύαρου ρέματος.

Το ρέμα λένε πως έχασε τη δροσερή φλυαρία του και στέρεψε. Μονάχα ένας μαύρος κότσυφας λησμονημένος σε κάποιες λέξεις αναμνήσεων κλωσάει κάθε άνοιξη το μαύρο του θανάτου μου, αλλά δυστυχώς τα αυγά του είναι αγονιμοποίητα, σαν ετούτα τα λόγια ενός αποθαμένου που σας ιστορώ εδώ απόψε…

Ο Πάνος Σ. Νιαβής γεννήθηκε στον Μάραθο Ευρυτανίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και έχει αποδώσει στα ελληνικά 31 ποιήματα της Αργεντινής ποιήτριας Αλφονσίνα Στόρνι. Πέρυσι εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Δέκα πόντους μαύρο χιόνι (εκδ. Αρμός).

Keywords
μαΐου, φως, άφιξη, αθηνα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, Καλή Χρονιά, Πρώτη Μέρα της Άνοιξης, χρονια πολλα, αμα, εξαψη, η ζωη ειναι ωραια, χιονι, μιλα, βημα, βρισιες, γυναικα, κηπος, ληθη, ονειρο, παιχνιδια, ποιηματα, πυλη, φως, χλοη, αυγα, αγελαδα, αιθριο, αιμα, αλογο, ανοιξη, αορατος, αρχαια, ασημι, άφιξη, βδομαδα, βροχη, δασος, δεντρα, δυστυχως, δοντια, ειπε, υπαρχει, εκκλησια, εξηντα, επρεπε, ζωη, ζωης, ιδιο, ηλιος, η φωνη, θυμος, υγρα, οικο, λαβα, λειπει, λυπη, λογια, μαυρο, μαΐου, ματια, μαχαιρια, μυστικο, μυθιστορημα, νερο, ξανθο, παντα, ο ηλιος, ομπρελες, ονομα, οπτασια, ορμη, αφαλο, οχυρο, παιδι, παθος, πορτα, πρωι, ρολοι, σιωπη, τυφλος, φυση, φυσικα, φλυαρια, φοβος, φωλια, φωνη, χερι, χαμογελο, χειλη, χωμα, ελληνικα, φιλοι, γιορτη, καρδια, κρεας, κυριακη, λεξεις, μαυρος, μπροστα, ποδια, θερος, χερια, κρεας αλογου
Τυχαία Θέματα