«Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» της Carson McCullers

10:18 8/3/2022 - Πηγή: Diastixo

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Carson McCullers Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου και άλλες ιστορίες (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Η μπαλάντα
του θλιμμένου καφενείου

Δεν ήταν καφενείο πάντα. Η δεσποινίς Αμέλια κληρονόμησε το κτίριο απ’ τον πατέρα της και ήταν μαγαζί που κυρίως είχε ζωοτροφή, γκουανό και βασικά είδη όπως αλεύρι και ταμπάκο. Η δεσποινίς Αμέλια ήταν πλούσια. Εκτός από το μαγαζί, είχε έναν

αποστακτήρα τρία μίλια παραπίσω, μες στον βάλτο, κι έβγαζε το καλύτερο ποτό στην κομητεία. Ήταν μια μελαχρινή, ψηλή γυναίκα με τα κόκαλα και τους μυς ενός άντρα. Τα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα και χτενισμένα προς τα πίσω από το μέτωπό της, και το ηλιοκαμένο της πρόσωπο είχε σφιγμένη και ταλαιπωρημένη όψη. Κι έτσι ακόμα, θα μπορούσε να είναι όμορφη γυναίκα αν δεν ήταν αλλήθωρη. Υπήρχαν εκείνοι που θα την είχαν φλερτάρει, όμως η δεσποινίς Αμέλια δεν έδινε δεκάρα για την αγάπη των αντρών κι ήταν μοναχική. Ο γάμος της δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γάμο που έγινε ποτέ σε τούτη την κομητεία – ήταν ένας παράξενος κι επικίνδυνος γάμος, που διήρκεσε μονάχα δέκα μέρες κι άφησε όλη την πόλη απορημένη και σοκαρισμένη. Με εξαίρεση αυτόν τον αλλόκοτο γάμο, η δεσποινίς Αμέλια είχε ζήσει τη ζωή της μόνη. Περνούσε συχνά ολόκληρες νύχτες στο παράπηγμα στον βάλτο, φορώντας φόρμα εργάτη και γαλότσες, και φυλώντας σιωπηλή τη σιγανή φωτιά του αποστακτήρα.
Η δεσποινίς Αμέλια τα κατάφερνε καλά με καθετί χειροποίητο. Πουλούσε χοιρινά έντερα και λουκάνικα στη γειτονική πόλη. Τις καλές φθινοπωρινές ημέρες άλεθε σόργο, και το σιρόπι της που είχε φυλαγμένο σε κάδους ήταν σκούρο χρυσαφί και φίνα αρωματισμένο. Έχτισε με τούβλο τον καμπινέ πίσω από το μαγαζί της μέσα σε μόλις δύο βδομάδες και ήταν επιδέξια μαραγκός. Μόνο με τους ανθρώπους δεν ένιωθε άνετα η δεσποινίς Αμέλια. Τους ανθρώπους, εκτός κι αν είναι απρόσεχτοι ή άρρωστοι, δεν μπορείς να τους πάρεις και να τους αλλάξεις μέσα σε μια νύχτα σε κάτι πιο αξιόλογο κι επικερδές. Έτσι, στο μόνο που χρησίμευαν οι άνθρωποι στη δεσποινίδα Αμέλια ήταν να βγάζει λεφτά απ’ αυτούς. Και σε τούτο πέτυχε. Υποθήκες σε σοδειές και γη, ένα εργοστάσιο ξυλείας, χρήματα στην τράπεζα – ήταν η πλουσιότερη γυναίκα σ’ ακτίνα πολλών μιλίων. Θα ήταν πλούσια σαν γερουσιαστής αν δεν είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, δηλαδή το πάθος της για μηνύσεις και δίκες. Μπλεκόταν σε πικρούς δικαστικούς αγώνες, που τράβαγαν σε μάκρος, για ψύλλου πήδημα. Έλεγαν πως, αν η δεσποινίς Αμέλια σκόνταφτε σε μια πέτρα στον δρόμο, θα κοιτούσε ενστικτωδώς γύρω σαν να γύρευε κάποιον να μηνύσει. Εκτός απ’ αυτές τις μηνύσεις ζούσε μια σταθερή ζωή και κάθε μέρα ήταν πάνω κάτω ίδια με την προηγούμενη. Με την εξαίρεση του δεκαήμερου γάμου της, δεν συνέβη τίποτα που θα το άλλαζε αυτό, μέχρι την άνοιξη της χρονιάς που η δεσποινίς Αμέλια τριαντάρισε.
Ήταν κοντά μεσάνυχτα, μια γλυκιά και ήσυχη απριλιάτικη βραδιά. Ο ουρανός είχε το χρώμα της κυανής ελώδους ίριδας και το φεγγάρι ήταν καθαρό και φωτεινό. Οι καλλιέργειες εκείνη την άνοιξη υπόσχονταν μια καλή σοδειά και τις προηγούμενες βδομάδες η φάμπρικα είχε νυχτερινές βάρδιες. Κάτω στο ποταμάκι το τετράγωνο τούβλινο εργοστάσιο ήταν κίτρινο από το φως κι ακουγόταν το αμυδρό σταθερό βούισμα των αργαλειών. Ήταν από κείνες τις νύχτες που είναι ωραίο ν’ ακούς από μακριά, πέρα στους σκοτεινούς αγρούς, το αργό τραγούδι ενός νέγρου που πάει να βρεθεί με την αγαπημένη του. Ή που ’ναι ευχάριστο να κάθεσαι ήσυχος και να γρατζουνάς μια κιθάρα ή απλώς να αναπαύεσαι μονάχος και να μη σκέφτεσαι τίποτα. Ο δρόμος εκείνη τη βραδιά ήταν έρημος, όμως το μαγαζί της δεσποινίδας Αμέλια ήταν φωτισμένο και στα σκαλιά έξω υπήρχαν πέντε άνθρωποι. Ο ένας ήταν ο Στάμπι Μακφέιλ, ένας επιστάτης με κόκκινο πρόσωπο και ντελικάτα χέρια που μπλάβιζαν λιγάκι. Στο επάνω σκαλί ήταν δύο αγόρια με φόρμα εργάτη, οι δίδυμοι Ρέινι – ξερακιανοί και αργοί και οι δύο, με λευκό μαλλί και νυσταγμένα πράσινα μάτια. Ο άλλος ήταν ο Χένρι Μέισι, άνθρωπος ντροπαλός και άτολμος, με ευγενικούς και νευρικούς τρόπους, που καθόταν στην άκρη στο κάτω σκαλί. Η ίδια η δεσποινίς Αμέλια στεκόταν γερτή στο πλάι της ανοιχτής πόρτας, με τα πόδια σταυρωμένα μες στις μεγάλες τους γαλότσες, και έλυνε υπομονετικά κόμπους σ’ ένα σχοινί που είχε βρει. Είχαν πολλή ώρα να μιλήσουν.
Ο ένας δίδυμος, που κοιτούσε τον άδειο δρόμο, μίλησε πρώτος. «Βλέπω κάτι να ’ρχεται», είπε.
«Ένα μοσχάρι ξέφυγε», είπε ο αδερφός του.
Η φιγούρα που ζύγωνε παραήταν μακρινή ακόμη για να φανεί καθαρά. Το φεγγάρι έκανε τις ροδακινιές να ρίχνουν αχνές στρεβλές σκιές στο πλάι του δρόμου. Στον αέρα, η μυρωδιά των ανθών και του γλυκού ανοιξιάτικου γρασιδιού ανακατωνόταν με τη ζεστή, ξινή οσμή της γειτονικής λιμνοθάλασσας.
«Όχι. Είναι το πιτσιρίκι κάποιου», είπε ο Στάμπι Μακφέιλ.
Η δεσποινίς Αμέλια κοιτούσε σιωπηλή τον δρόμο. Είχε αφήσει το σχοινί της και πασπάτευε με το μαυρισμένο κοκαλιάρικο χέρι της τα λουριά της φόρμας της. Σκυθρώπιασε και μια τούφα μαύρα μαλλιά έπεσε στο μέτωπό της. Καθώς περίμεναν εκεί, ένα σκυλί από ’να σπίτι παρακάτω στον δρόμο άρχισε ν’ αλυχτάει βραχνά κι άγρια, ώσπου κάποιος φώναξε ησυχάζοντάς το. Μόνο όταν η φιγούρα ήταν αρκετά κοντά, κει που την έφτανε το κίτρινο φως από τα μπροστινά σκαλιά, είδαν καθαρά τι τους είχε έρθει.
Ήταν ένας ξενομερίτης, κι είναι σπάνιο να μπαίνει ένας ξένος με τα πόδια στην πόλη τέτοια ώρα. Άσε που ήταν καμπούρης. Είχε ύψος μετά βίας ένα είκοσι, και φορούσε ένα άθλιο και σκονισμένο πανωφόρι που του έφτανε μέχρι τα γόνατα. Τα στραβά του ποδαράκια έδειχναν πολύ λεπτά για να σηκώσουν το βάρος του μεγάλου στρεβλού στέρνου και της καμπούρας στους ώμους του. Είχε πολύ μεγάλο κεφάλι με χωστά γαλανά μάτια κι ένα μικρό στόμα, λεπτό κι έντονο. Το πρόσωπό του ήταν μαζί απαλό και τσαχπίνικο – και το χλωμό του δέρμα κιτρίνιζε από τη σκόνη κι είχε λιλά σκιές κάτω από τα μάτια. Κουβαλούσε μια βαλίτσα που έγερνε μονόμπαντα κι ήταν δεμένη με σχοινί.
«’Σπέρα», είπε ξέπνοος ο καμπούρης.
Η δεσποινίς Αμέλια και οι άντρες στα σκαλιά ούτε απάντησαν στον χαιρετισμό του ούτε μίλησαν. Μονάχα τον κοιτούσαν.
«Γυρεύω τη δεσποινίδα Αμέλια Ίβανς».

Keywords
Τυχαία Θέματα