«Χριστίνα Χριστοφή – Ομάδα Μπιπ: “Πλους” στο Θέατρο Χυτήριο» της Κατερίνας Θεοδωράτου

Το αίτημα για ένα θέατρο της επικαιρότητας, ανοιχτό στα ερεθίσματα των καιρών, έχει ανακύψει πάμπολλες φορές, ειδικά σε συγκυρίες όπου η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία και το ιστορικό συγκείμενο παρεισφρέει επιτακτικά στον προσωπικό μας μικρόκοσμο, προκαλώντας του βίαιους κλυδωνισμούς και ανατροπές. Η γενιά μας κλήθηκε να επιβιώσει μίας τέτοιας, ενεργής ακόμα, πρωτόγνωρης συνθήκης. Και οι δημιουργοί καλλιτέχνες, περιδεείς όσο και όλοι μας απέναντι στο ασύλληπτο, καλούνται να την αφομοιώσουν και να τη μεταστοιχειώσουν

σε Τέχνη. Δύσκολο έως αδύνατο το εγχείρημα όταν είσαι ακόμα εντός, όχι μόνο γιατί δεν έχει εξασφαλιστεί η απαραίτητη για τον δημιουργό απόσταση, που εφοδιάζει κατ’ αρχάς τον ίδιο και κατά δεύτερο λόγο το κοινό με ψύχραιμη και ολόπλευρη ματιά στα γεγονότα, αλλά, κυρίως, γιατί ο φόβος και η αμηχανία ενώπιον μιας συντελούμενης καταστροφής παραλύουν και ακυρώνουν κάθε διάθεση να μιλήσει κανείς γι’ αυτά. Primum vivere, deinde philosopahari, μας θυμίζουν οι Λατίνοι· η ζωή, εν προκειμένω η επιβίωση, προτάσσεται της αναπαράστασής της.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Κι όμως, οι εξαιρέσεις είναι πάντα εδώ, όχι για να επιβεβαιώσουν ούτε για να αναιρέσουν, αλλά μάλλον για να υπερβούν τον κανόνα. Η Χριστίνα Χριστοφή, με γόνιμη θητεία στον κινηματογράφο και από το 2008 αποκλειστικά στο θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτρια, συγγραφέας και παραγωγός, μας παραδίδει μαζί με την ομάδα της ένα εξαιρετικό τέτοιο δείγμα θεάτρου «εν θερμώ». Το έργο Πλους γράφτηκε την άνοιξη του 2020, στην περίοδο της «πρώτης καραντίνας», όπως δηλώνει η ίδια, και προέκυψε από συνεργατική δουλειά με τα μέλη της –κυψελιώτικης– θεατρικής της ομάδας Μπιπ. Χωροχρόνος του το «εδώ» και το «τώρα» μιας –επίσης κυψελιώτικης– πολυκατοικίας κατά την πανδημία.

Με εμβόλιμα στοιχεία από devised theatre και αυτοσχεδιασμούς, το έργο κερδίζει σε ζωντάνια και αμεσότητα, δεν χάνει ωστόσο τίποτα από το κέντρο βάρους και την ενιαία αισθητική του – συχνό πρόβλημα στο θέατρο της επινόησης. Οι διάλογοι, εκ πρώτης όψεως ανάλαφροι και κάπως στατικοί, δεν αναπαριστούν απλώς τη συνθήκη της καταναγκαστικής επικοινωνίας εντός της άλλης υποχρεωτικής συνθήκης του εγκλεισμού· δεν μιμούνται τις συμβατικές, «φατικές» συζητήσεις της καθημερινότητάς μας. Η συγγραφέας τούς προίκισε ευφυώς με παρέμβλητα ψήγματα μνήμης, με εικόνες, ακούσματα και ξεχασμένα λόγια που συγκροτούν τη βαθύτερη ανθρώπινη συνθήκη και που, θαμμένα μέσα στην αέναη, κυκλοτερή κίνηση της «κανονικότητας», βρίσκουν τώρα τον χώρο και τον χρόνο να αναβλύσουν. Θραυσματικές, ημιτελείς στιχομυθίες –Θέλω κάτι να σας ρωτήσω (δεν μαθαίνουμε ποτέ τι)–, φαινομενικά ανώδυνα και αθώα ψέματα –Έχω γιόγκα στο Skype– που αποτρέπουν την ουσιαστική επαφή, η πλήξη και η μηχανικότητα που μας βαραίνει κρύβοντάς μας τον Άλλο, αναγνωρίζονται από όλους μας, και όχι μόνο ως παραφερνάλια της παρατεταμένης καραντίνας…

{jb_quote} Η ροή είναι ο κλήρος μας και ως εκ τούτου φέρουμε την καταδίκη της λήθης και την ευλογία της προοπτικής του ταξιδιού. {/jb_quote}

Το κείμενο δεν υποκύπτει στην αφελή, οπτιμιστική ηθικολογία που μας προτρέπει να δούμε την πανδημία ως «ευκαιρία». Στα εβδομήντα λεπτά της παράστασης, το αδιέξοδο, η ανία της επανάληψης, η τόσο οικεία σε όλους μας ένταση, ο φόβος, η βουβή και ανίσχυρη έκπληξη της καινοφανούς κατάστασης μεταδόθηκαν ευκρινώς στην πλατεία, αλλά δεν την κατέκλυσαν. Η συγγραφέας, λίγο προτού γίνει η απώλεια συνήθειά μας –κατά το εμβληματικό τραγούδι–, λίγο προτού βαλτώσουμε στα λιμνάζοντα ύδατα της έμφοβης α-μηχανίας, μετατρέπει το στάσιμο νερό σε μια θάλασσα δυνατοτήτων, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο κόσμος και η ζωή είναι ταγμένα στην κίνηση. Η ροή είναι ο κλήρος μας και ως εκ τούτου φέρουμε την καταδίκη της λήθης και την ευλογία της προοπτικής του ταξιδιού. Η υπερρεαλιστική παρουσία της πειρατικής σημαίας στη σκηνή είναι η συνεκδοχή του, εμφανής σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με τα πρόσωπα να συνδιαλέγονται και να παίζουν διαρκώς με το μυστήριο και τον συμβολισμό της. Το άκρως φελινικό φινάλε, που παραπέμπει μαγικά στο Underground του Κουστουρίτσα, ανεπίγνωστα ίσως και στην παιδική ποπ κουλτούρα –αναφέρω ενδεικτικά την κλασική Πίπη Φακιδομύτη αλλά και το έξοχο animation Up της Pixar–, απογειώνει την εξπρεσιονιστική εικονοποιία του έργου. Χωρίς ίχνος επιπόλαιας αισιοδοξίας, με τη χαρμολύπη της μνήμης στις αποσκευές και την ελπίδα του ανοιχτού ορίζοντα, η κυψελιώτικη γειτονιά, ως μετωνυμία/μικρογραφία του κόσμου, ξεκολλάει από το χρονικό ασυνεχές όπου είχε προσαράξει και συνεχίζει –ή επανεκκινεί– το ταξίδι.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών –Πέτρος Αποστολόπουλος, Σπύρος Ασημένιος, Ηλίας Γκογιάννος, Χριστίνα Καζάζη, Ευαγγελία Καπόγιαννη, Βαγγέλης Κουντουριώτης, Μαρία Μπρανίδου, Νίκος Μπρανίδης, Δημοσθένης Φίλιππας–, υπό το σκηνοθετικό βλέμμα της ίδιας της Χριστοφή, υπηρέτησαν με πλήρη επάρκεια, με χιούμορ, ενσυναίσθηση και την απαραίτητη δόση αποστασιοποίησης το όραμα και την αισθητική της παράστασης: ήταν όσο χρειάζεται φυσικές για ένα έργο που συμπεριλαμβάνει και δικές τους εμπειρίες, αποδίδοντας με πληρότητα και οικειότητα την ανοίκεια συνθήκη. Το σκηνικό-σκαλωσιά άκρως λειτουργικό, έδινε αρχικά την αίσθηση της εκκρεμότητας, της «διάλυσης», του ημιτελούς, ταυτόχρονα όμως περιλάμβανε τον συνειρμό της ανοικοδόμησης και την υπόσχεση της ανασύνταξης μέσα από την αποδιάρθρωση.

Μπορεί λοιπόν το θέατρο να αποτυπώσει τη ζωή «εν κινήσει»; «Από μέσα»; Μπορεί να λειτουργήσει σαν slice of life χωρίς να εκπέσει σε reality; Ο Πλους της ομάδας Μπιπ αποδεικνύει επί σκηνής ότι ναι, μπορεί. Άλλωστε, τα πάντα ρει· και η Τέχνη, και πάνω απ’ όλα η ίδια η ζωή.

[Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος.]

Keywords
Τυχαία Θέματα