Διονύσης Ελευθεράτος: Η χούντα, τα «ανοικτά παράθυρα» και τα κλειστά μυαλά

Ποιο θέμα να προτάξεις για την επέτειο της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως», όπως αποκαλούσαν - με το σύνηθες πλεόνασμα αυτάρεσκου βερμπαλισμού- οι χουντικοί το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967; Οι επιλογές είναι, όντως, ατελείωτες…

Προσφέρονται ευτράπελα και τραγικά. Προσφέρονται ζητήματα και συμβάντα που αφορούν την κοινωνία, την οικονομία, το Κυπριακό, την ανελευθερία του «γύψου», τα βασανιστήρια, τις διώξεις. Αφθονούν τα εν πολλοίς άγνωστα γεγονότα, αλλά και οι άγνωστες πλευρές υποθέσεων που έχουν ήδη, σε αδρές γραμμές, συζητηθεί. Τελικά ο γράφων παρακάμπτει, σήμερα, τα αντικείμενα της

έρευνάς του για την οικονομική – κοινωνική «γραμμή πλεύσης» της δικτατορίας (που απέφερε και το βιβλίο «Λαμόγια στο χακί- τα οικονομικά ‘θαύματα’ και θύματα της χούντας»). Αφήνει κατά μέρος στατιστικές, σκάνδαλα, έγγραφα και επιλέγει να ασχοληθεί με μια διαδεδομένη αντίληψη των τελευταίων ετών: «Επί χούντας ο κόσμος κοιμόταν με ανοιχτά παράθυρα, διότι ένιωθε ασφαλής».

Τα «ανοιχτά παράθυρα», λοιπόν… Θεωρία απλοϊκή, μα επίμονη – από μόνος του αυτός ο συνδυασμός παρουσιάζει ενδιαφέρον. Θεωρία, επίσης, αντιπροσωπευτική μιας «μεθοδολογίας», την οποία τηρούν και σε άλλα ζητήματα όσοι σκαρφίζονται «επιχειρήματα» υπέρ της χούντας: Κάνοντας άλματα στο χρόνο και συγκρίσεις ανάμεσα σε περιόδους που χωρίζονται μεταξύ τους από πολλές δεκαετίες, τα πάντα μπορείς να υποστηρίξεις…

Τα «ανοιχτά παράθυρα», λοιπόν… Τα οποία, για να έχουμε καλό ερώτημα, πότε ακριβώς άρχισαν να κλείνουν, σηματοδοτώντας- έτσι- το τέλος της σιγουριάς και την απαρχή μιας εποχής φόβου, απέναντι στην εγκληματικότητα; Επ’ αυτού, δίνονται δύο «κλασσικές» απαντήσεις και είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό να διαπιστώνει κανείς ότι κατά καιρούς ακούγονται αμφότερες (και) από τα ίδια πρόσωπα. Θα πρέπει να πάρουν μια απόφαση όσοι ενσωματώνουν τον ανέμελο, δροσιζόμενο ύπνο σε ακροδεξιά στερεότυπα. Ο ισχυρισμός «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα μέχρι που άρχισε η χώρα να γεμίζει με ξένους», ο ένας «κλασσικός», παραπέμπει κάπου στα μισά της δεκαετίας του 1990. Είναι κομμάτι δύσκολο να ισχύει και ταυτόχρονα να οφείλεται η ευτυχία των ανοικτών παραθύρων στον Γ. Παπαδόπουλο ή τον Δ. Ιωαννίδη. Δυο δεκαετίες και ένα αβυσσαλέο λογικό κενό χωρίζουν τις δυο εκδοχές, άρα ορισμένοι πρέπει να επιλέξουν εάν προτιμούν τη φιλική προς τη χούντα ή την εχθρική προς τους ξένους. Και τις δυο, δεν γίνεται.

Έως ότου το ξεδιαλύνουν αυτό, καλό θα ήταν να μάθουμε κάτι άλλο: Τι ακριβώς πιστεύουν για τα προγενέστερα της επταετίας των συνταγματαρχών; Νομίζουν, μήπως, ότι στη δεκαετία του 1950 και στα 60ς, έως το πραξικόπημα, ο κόσμος κοιμόταν με κλειστά παράθυρα; Θεωρούν ότι τα άνοιξε – ανακουφισμένος- τη νύκτα της 21ης, άντε 22ης ή 23ης Απριλίου του ’67 και τα έκλεισε πάλι προτού παρέλθει το καλοκαίρι του ’74, φοβούμενος μήπως είχαν αναθαρρήσει οι κακοποιοί και έμπαιναν στα σπίτια με ταχύτητα, ανάλογη εκείνης με την οποία βγήκε η χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ; Και ποια ακριβώς προστατευτική ασπίδα (πιστεύουν ότι) ο κόσμος διαπίστωνε πως έχανε; Μήπως τους ΕΣΑτζήδες, που το 1973 έφθασαν τις 25.000, σε μία χώρα με 16.984 γιατρούς και 14.935 καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;  

Ας σοβαρευτούμε… Τα παράθυρα που έμεναν ανοικτά κατά τη διάρκεια του νυκτερινού ύπνου ήταν «σήματα κατατεθέντα» μιας άλλης εποχής συνολικά, όχι ειδικά της επταετίας 1967 – 74. Ανέκαθεν ο χάρτης της παραβατικότητας και εγκληματικότητας άλλαζε με τρόπο, τον οποίον όριζαν οι εξελίξεις στη ζωή των ανθρώπων και οι εκάστοτε κοινωνικές «σταθερές», όχι το αν μια κεντρική εξουσία φάνταζε «κέρβερος». Όποιος το αμφισβητεί αυτό, δεν έχει παρά να διαβάσει τον Τύπο. Όσα αιματηρά εγκλήματα («τιμής», κτηματικών διαφορών, κλπ), όσες κλοπές πορτοφολιών, ληστείες και απάτες δει στις σελίδες των εφημερίδων του 1964 ή 1966, θα αντικρίσει και σ’ εκείνες του 1968 και 1970. Το ίδιο θα συμβεί και με μία αντίστοιχη «εξέταση», πχ του 1973 και του 1976.

Σε ό, τι αφορούσε τη ζωή στην Αθήνα, ζωή την οποία αναπόφευκτα επηρέαζε η σταδιακή μετατροπή της πρωτεύουσας σε απρόσωπη μεγαλούπολη (κάτι που σε μικρότερο βαθμό ίσχυε και με άλλα αστικά κέντρα), ούτε σ’ αυτό έχει πολλά «να μας πει» το ποιος κυβερνούσε και ποιος όχι. Οι γιαγιάδες μας έλεγαν εκείνο το «παιδάκι μου, Σικάγο γίναμε» από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και συνέχιζαν, όσες μακροημέρευσαν, να το εκστομίζουν στα 80ς ή κι αργότερα, χωρίς φυσικά να εννοούν κάθε φορά, σε κάθε εποχή, τα ίδια πράγματα.

Ειδικά ως προς τα ανοιχτά παράθυρα, ισχύει το «όσο παλιότερα, τόσο περισσότερα»… Εάν, λοιπόν, κάποιος επιμένει να τα «πιστώνει» στη χούντα, βάσει της ίδιας «λογικής» θα έπρεπε να εξυμνεί πολύ περισσότερο τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Πλαστήρα, τον Παπάγο, τον Καραμανλή – όσους κυβέρνησαν στα 50ς. Δεν ξέρουμε κανέναν να το κάνει – κι ευτυχώς… Κάπου εδώ, μεταφέρω τα λόγια ενός ανθρώπου, που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Ήταν ήδη ηλικιωμένος το 1999, όταν πήρε το λόγο σε μία δημόσια συζήτηση με θέμα την εγκληματικότητα, την έχθρα – έντονη, τότε - εναντίον των Αλβανών μεταναστών, κλπ. Σχολιάζοντας τα ανοικτά παράθυρα (ναι, η κουβέντα τα «τίμησε» και τότε) των νεανικών του χρόνων, είπε:

«Παιδιά μου, εμείς κοιμόμασταν το βράδυ με ανοικτά παράθυρα, γιατί μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα να κλέψει κανείς. Αν είχαμε κανένα κομπόδεμα με λίρες, αυτό ήτανε καλά θαμμένο κάπου αλλού. Αλλά υπήρχε και δεύτερος λόγος. Έπρεπε να έχουμε ανοιχτά παράθυρα για να ακούσουμε όποιον θα πήγαινε να κλέψει το κοτέτσι, ή άλλο ζωντανό, αν έκανε θόρυβο. Τα σπίτια με τα ανοιχτά παράθυρα λιγόστευαν, λίγο- λίγο, όσο έμπαιναν μέσα πράγματα αξίας, αυτά τα πώς τα λέτε, καταναλωτικά είδη».

Οι «νοσταλγοί» της χούντας παρουσιάζουν ως επιτεύγματα των ινδαλμάτων τους γεγονότα, φαινόμενα ή δράσεις, αντίστοιχες των οποίων δεν προβλήθηκαν (και σωστά) ποτέ ως τεκμήρια κάποιας άλλης «θαυματουργής» διακυβέρνησης. Τα «ανοικτά παράθυρα» είναι ένας απλός κρίκος σε μια σχετική αλυσίδα. Οι κατασκευές δρόμων - ας μη συζητήσουμε με ποιες και πόσες υπερτιμολογήσεις - είναι ένας ακόμη. Όπως επίσης και οι ηλεκτροδοτήσεις. Κι ας είχε αυξηθεί η παραγωγή σε κιλοβατώρες κατά 148,5% στην προδικτατορική περίοδο 1960 - 1966 έναντι 114,7% του «εθνοσωτήριου» 1967- 1973 (στοιχεία ΕΣΥΕ, 1974).

Δεν είναι όλα αυτά… μοναδικά και μοναδικώς τραγελαφικά; Υμνήθηκε ποτέ έτσι άλλη εξουσία, ακόμη και από τους πλέον θερμούς οπαδούς της, μόνο και μόνο επειδή φρόντισε να συναντηθούν οι κρατικές υποδομές με τα εκάστοτε επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας;

Είδατε ποτέ κανέναν να «αγιοποιεί» τον Χ. Τρικούπη, επειδή επί των ημερών του η χώρα απέκτησε μεγάλο σιδηροδρομικό δίκτυο και η Αθήνα ηλεκτροδοτήθηκε; Θωρήθηκε ποτέ «θαυματοποιός» ο Γ. Θεοτόκης, που επί πρωθυπουργίας του κινήθηκαν για πρώτη φορά (1908) με ηλεκτρικό τα τραμ; Έμεινε, μήπως, στην ιστορία ο Κ. Καραμανλής ως ο πρωθυπουργός εγκαινίων εθνικών οδών, σταθμών παραγωγής ενέργειας, ή έργων όπως το φράγμα του Νέστου, η ηλεκτροδότηση της παραλιακής λεωφόρου (από Ν. Φάληρο ως Βουλιαγμένη), κλπ; Επαινέθηκαν, μήπως, οι κυβερνήσεις της περιόδου 1952 – 1967 για τον υπερδιπλασιασμό των αρδευόμενων εκτάσεων, έναντι μιας φτωχής αύξησης, κατά 11%, από το 1968 ως το 1972;

Όχι, φυσικά. Για καμία εξουσία δεν αποτέλεσαν όλα τούτα βασικό, θεμελιώδες κριτήριο συνολικής αξιολόγησης. Τέτοια απαίτηση έχουν μόνον οι υμνητές των «εθνοσωτήρων», που κατά τ’ άλλα μπορεί να μην έμαθαν ποτέ ποιον «στασιμοπληθωρισμό» - ρεκόρ «παρέδωσε» η χούντα το 1974, ούτε αν υπήρξε άλλη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που γνώρισε δεύτερο γύρο μαζικής εξωτερικής μετανάστευσης (όπως η Ελλάδα το 1968- 1970), ούτε πώς κυμάνθηκαν τα δημοσιονομικά επί επταετίας, ούτε ποιοι επιβαρύνθηκαν φορολογικά και ποιοι το αντίθετο - και πολλά, πολλά, ακόμη.

Αλλά, τουλάχιστον, αυτά τα «πολλά» είναι ζήτημα γνώσης ή άγνοιας. Το «επιχείρημα» των ανοικτών παράθυρων, όμως, δεν το θρέφει τόσο η άγνοια, όσο η απροθυμία των «πιστών του» να σκεφθούν. Τα κλειστά μυαλά ευνοούν την (όλη) ακροδεξιά μυθολογία απείρως περισσότερο από την επίκληση στα πάλαι ποτέ ανοικτά παράθυρα. Και κάνουν τους ύπνους βαθύτατους… 

Διονύσης Ελευθεράτος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Λαμόγια στο χακί: Οικονομικά «θαύματα» και θύματα της Χούντας»

 

Keywords
Τυχαία Θέματα