Τι εφιάλτες έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες στον ύπνο τους;

Στους αρχαίους Έλληνες, το να βλέπεις εφιάλτη δεν ήταν απλώς μια κακή εμπειρία ύπνου. Ήταν μήνυμα. Ήταν θεϊκή εντολή, προειδοποίηση, ενίοτε κατάρα. Ο ύπνος ήταν το πεδίο όπου οι θεοί περνούσαν στο ασυνείδητο, όπου τα δαιμόνια της νύχτας τρυπώνανε στη σκέψη, κι όπου οι άνθρωποι ξυπνούσαν ιδρωμένοι από τρόμο. Και κανείς δεν τους έλεγε “ήταν απλώς ένα όνειρο”. Για εκείνους, δεν υπήρχαν “απλά” όνειρα.

Ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός έζησε στον 2ο αιώνα μ.Χ., αλλά κατέγραψε τον πανάρχαιο φόβο των ανθρώπων: τι σημαίνει

όταν βλέπεις στον ύπνο σου αίμα, φίδια, σκουλήκια, τάφους, πέσιμο από ύψος, φωτιές ή σκιές χωρίς πρόσωπο. Αυτά τα όνειρα τα θεωρούσαν σημάδια κακοτυχίας, θανάτου, ή ακόμα και ανίατης ασθένειας. Δεν πίστευαν στη σύμπτωση. Πίστευαν στη σύμπλευση με το πεπρωμένο.

Ένας άνδρας είχε δει πως τον καταβρόχθισε ο πατέρας του. Λίγες μέρες μετά, πέθανε από πυρετό. Ένας άλλος είδε πως το σώμα του είχε γεμίσει βδέλλες. Βρέθηκε, λίγο καιρό αργότερα, χρεοκοπημένος, απογυμνωμένος από τους φίλους του. Μια γυναίκα ονειρεύτηκε πως έθαψε το παιδί της. Το παιδί δεν πέθανε, αλλά χάθηκε για χρόνια, σε πόλεμο. Όλα αυτά, καταγεγραμμένα στα «Ονειροκριτικά», δεν ήταν απλές περιγραφές. Ήταν η τομή του μυαλού με το άγνωστο.

Οι εφιάλτες στην αρχαία Ελλάδα δεν προέρχονταν μόνο από φόβους. Προέρχονταν από την ενοχή, την επιθυμία, την πείνα, τη φτώχεια, το άγχος για τις θεϊκές ποινές. Όταν κάποιος έβλεπε τον εαυτό του να καίγεται, να καταδιώκεται, να μην μπορεί να φωνάξει, να πνίγεται σε βάλτους ή να στέκεται γυμνός στην αγορά, ήξερε ότι κάτι είχε να του πει ο ύπνος του. Και έτρεχε να βρει ερμηνευτή ή να θυσιάσει σε κάποιον θεό του Ολύμπου, προτού έρθει η αληθινή συμφορά.

Ιδιαίτερη θέση είχαν οι ονειρικές φιγούρες που δεν είχαν πρόσωπο. Οι λεγόμενοι “σκιώδεις επισκέπτες”, μορφές που στεκόντουσαν πάνω από το κρεβάτι, χωρίς να μιλούν. Οι αρχαίοι τις θεωρούσαν όντα από τον Άδη ή ψυχές ανικανοποίητων νεκρών. Κανένας δεν τις έβλεπε δύο φορές και ζούσε για να το πει, λέγανε. Στην Ελευσίνα, όπου κυριαρχούσε η λατρεία των νεκρών, τα όνειρα θεωρούνταν σχεδόν πύλες: αν έβλεπες τις μορφές των Μυστηρίων και δεν ήσουν μυημένος, ο ύπνος σου μπορούσε να γίνει αιώνιος.

Η πιο τρομακτική μορφή ήταν ο ίδιος ο Φόβος, η προσωποποιημένη θεότητα που εμφανιζόταν σαν σκιά που παρέλυε τον ονειρευόμενο. Δεν τον ακουμπούσε. Απλώς στεκόταν εκεί και κοίταζε. Λέγεται ότι πολλοί ξυπνούσαν με καρδιακές αρρυθμίες, βέβαιοι πως είδαν τον Φόβο και πως αυτό σήμαινε επικείμενο θάνατο. Σε ναούς όπως της Επιδάυρου ή της Λήμνου, οι ασθενείς κοιμόντουσαν σε τελετουργικό ύπνο και περίμεναν τον Ασκληπιό να τους δείξει στο όνειρο πώς να γιατρευτούν. Αλλά όχι πάντα. Μερικοί ξυπνούσαν κλαίγοντας και έφευγαν νύχτα.

Οι εφιάλτες στους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν άσχετοι με την κοινωνία τους. Σε εποχές πολέμου, τα όνειρα ήταν γεμάτα αίματα, κραυγές και χαμένες πατρίδες. Σε περιόδους λιμού, οι εφιάλτες μιλούσαν για μαστίγια, σήψη και πτώματα. Οι άντρες έβλεπαν συχνά ότι χάνουν το πέος τους ή ότι τους ευνουχίζουν – φόβος ταπείνωσης, ήττας, απώλειας εξουσίας. Οι γυναίκες έβλεπαν πως γεννούσαν τέρατα, ή ότι είχαν ένα παιδί που τους ρουφούσε τη ζωή. Η πατριαρχία και η ανασφάλεια έπαιζαν το ρόλο τους ακόμη και στα όνειρα.

Κι όμως, δεν ήταν όλοι οι εφιάλτες προμήνυμα θανάτου. Ο Αρτεμίδωρος πίστευε ότι μερικοί ήταν απλώς καθαρτικοί. Ξέπλεναν τις αμαρτίες του μυαλού και βοηθούσαν τον άνθρωπο να καθαρθεί μέσα από τον τρόμο. Σαν ψυχικός καθαρμός. Σαν μια θεατρική τραγωδία που παίζεται στον ύπνο σου και τελειώνει με κάθαρση.

Κι έτσι κοιμόντουσαν. Με κεφάλια γεμάτα εικόνες από καταποντισμούς, εκτελέσεις, γάμους με πεθαμένους, πλημμυρισμένα σπίτια, φωνές που φώναζαν μέσα από τάφους. Και ήλπιζαν το πρωί, όταν ξυπνήσουν, να είναι ακόμα ζωντανοί.

Και ίσως να ήταν.

Αλλά το βράδυ… όλα ξανάρχιζαν.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα