Ήξερε πως θα πεθάνει. Κι όμως, δανείστηκε λεφτά για να τα δώσει στους Σουλιώτες.

Ήταν μόλις 36 χρονών, με πυρετό που δεν έπεφτε και γιατρούς που τον τρυπούσαν με βελόνες και τον άφηναν να αιμορραγεί χωρίς λόγο. Ο Λόρδος Βύρων είχε φτάσει στο Μεσολόγγι κουβαλώντας μαζί του χρήματα, ελπίδες και μια φλόγα πιο δυνατή απ’ τον πυρετό. Δεν ήταν πια ο λαμπερός ποιητής των ευρωπαϊκών σαλονιών. Ήταν ένας ξένος που είχε επιλέξει να πεθάνει για έναν λαό που δεν ήταν δικός του.

Στις αρχές του 1824, η κατάσταση ήταν απελπιστική. Οι Σουλιώτες, μαχητές που έφερναν τη φήμη της γενναιότητας από την Ήπειρο, βρίσκονταν εξαθλιωμένοι. Ο Βύρων είχε υποσχεθεί πως θα τους

εξοπλίσει και θα τους οδηγήσει ο ίδιος στη μάχη. Οι πολιτικές φατρίες στην Ελλάδα σπαράσσονταν μεταξύ τους. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ο Βύρων όμως δεν έβλεπε κόμματα. Έβλεπε μονάχα ανθρώπους που πίστευαν στην Ελευθερία.

Ήξερε πως η υγεία του χειροτέρευε. Ήξερε πως ο πυρετός που είχε, δεν θα του άφηνε περιθώρια. Παρ’ όλα αυτά, υπέγραψε δάνειο 4.000 λιρών με προσωπική του εγγύηση, χωρίς να έχει καμία βεβαιότητα ότι θα επιζήσει για να το ξεπληρώσει. Το ποσό δόθηκε για να εξοπλιστεί σώμα από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Ο ίδιος, λένε, δοκίμαζε καινούρια όπλα με τα χέρια του. Τους είχε υποσχεθεί πως σύντομα θα πολεμούσαν μαζί.

Ο θάνατός του ήρθε σαν αποκορύφωμα τραγωδίας. Δεν σκοτώθηκε στη μάχη. Δεν πέθανε από τουρκική σπάθα. Πέθανε μόνος, σε ένα υγρό δωμάτιο του Μεσολογγίου, από εμπύρετη λοίμωξη, ενώ οι γιατροί του του έπαιρναν αίμα και τον αποδυνάμωναν. Δεν άκουσε ποτέ τους κανονιοβολισμούς που ρίχτηκαν για να τιμήσουν τη μνήμη του. Δεν είδε ποτέ τους Σουλιώτες να παίρνουν τα όπλα που τους υποσχέθηκε.

Το μόνο που πρόλαβε να κάνει, ήταν να δώσει. Να δώσει το όνομά του, την περιουσία του, το κορμί του. Ήξερε πως δεν θα προλάβει να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Μα έμεινε. Και πριν φύγει, δανείστηκε λεφτά. Για να πολεμήσουν άλλοι.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα