Απεβίωσε ο Μορικόνε, παραμένει η ταπεινοφροσύνη της ιδιοφυίας του

13:04 6/7/2020 - Πηγή: Mononews

O λυρικός συνθέτης των σπαγκέτι γουέστερν και en masse πεντακοσίων ταινιών από το διεθνές σινεμά Ένιο Μορικόνε, άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα στη Ρώμη σε ηλικία 91 ετών. Ο δικηγόρος του Τζόρτζιο Ασούμο επιβεβαίωσε ότι ο ιταλός μουσικός απεβίωσε πέφτοντας τη νύχτα στην κλινική όπου νοσηλευόταν ύστερα από κάταγμα στο μηριαίο οστό.

Οι ατμοσφαιρικές συνθέσεις του πλαισίωσαν κωμωδίες, θρίλερ, ιστορικά και προσωπικά δράματα μεγάλων δημιουργών από τον διεθνή κινηματογράφο -τον «ασπάστηκαν» τόσο οι πιο σύνθετοι «υπαρξιστές» Ευρωπαίοι όσο και οι πιο «στρωτοί»

σκηνοθέτες του ποιοτικού αμερικανικού σινεμά: Μπερνάντο Μπερτολούτσι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Τέρενς Μάλικ, Ρόλαντ Τζόφε, Μπράιαν Ντε Πάλμα, Μπάρι Λέβινσον, Μάικ Νίκολς, Τζον Κάρπεντερ και εσχάτως Κουέντιν Ταραντίνο.

Ο Μορικόνε προσάρμοζε τις μελωδίες του στο προσωπικό ιδίωμα κάθε σκηνοθέτη, έτσι ώστε η μουσική να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του οπτικοακουστικού περιεχομένου κάθε ταινίας. Δεν λειτουργούσε ως υποτονικό «χαλί» αλλά ούτε ως αντίστιξη της δράσης (ώστε να ξεχωρίζει δημιουργώντας δήθεν «διάλογο» με την εικόνα). Σε ορισμένες περιπτώσεις η σκηνοθεσία προσομοίαζε σε χορογραφία των συνθέσεών του. Αρκετές από τις μελωδίες του μέσα στα σαράντα τόσα χρόνια δημιουργίας του έχουν αφήσει εποχή: Στο Κλουβί με τις τρελές (1978) του Μολινάρο, στο Φράντικ (1988) του Πολάνσκι, στο Σινεμά ο Παράδεισος (1988) του Τορνατόρε, στους Αδιάφορους (1987) του Ντε Πάλμα. Την αναβίωσή του στη σύγχρονη φιλμογραφία εγγυήθηκε ο Ταραντίνο στο Kill Bill (2003, 2004), στο Django: O Τιμωρός (2012) και το Οι Μισητοί Οκτώ (2015). Παραδόξως, ίσως, κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Μορικόνε αποκάλεσε τον εκκεντρικό αμερικανό σκηνοθέτη «κρετίνο» επειδή του επέβαλε εξωπραγματικούς στόχους. Ο ίδιος όμως το είχε αρνηθεί.

Εντούτοις για τους Μισητούς οκτώ κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ (το 2016) για πρωτότυπο σάουντρακ, το οποίο κέρδισε και Χρυσή σφαίρα την ίδια χρονιά. Η Ακαδημία τον είχε ήδη τιμήσει με το πολυπόθητο αγαλματίδιο (το 2007) για τη συνολική του προσφορά. Είχε εξασφαλίσει άλλες πέντε υποψηφιότητες (η πρώτη για το 1900) στα Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, Γκράμι και δεκάδες άλλα διεθνή βραβεία.

Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1928, ανάμεσα σε πέντε παιδιά και πατέρα τρομπετίστα. Έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις σε ηλικία έξι ετών. Σπούδασε στο Ωδείο της Σάντα Σετσίλια (Santa Cecilia) όπου για πρώτη φορά γνώρισε τον Σέρτζιο Λεόνε. Η κλίση του για την κλασική μουσική έπρεπε να παραγκωνιστεί από την ανάγκη του για επιβίωση που τον ώθησε στις πρώτες συνθέσεις για ραδιοφωνικά δράματα.

Περισσότερο ίσως από όλες τις άλλες έχουν απομαγεύσει το κινηματογραφόφιλο κοινό οι μελωδίες και τα ηχητικά εφέ για τα σπαγκέτι γουέστερν σκηνοθεσίας Σέρτζιο Λεόνε τη δεκαετία του 1960, ειδικότερα για τη θρυλική πλέον τριλογία των δολαρίων ήτοι το Για Μια Χούφτα Δολάρια (A Fistful of Dollars, 1964), τη Μονομαχία στο Ελ Πάσο (For a Few Dollars More, 1965) και το Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (The Good, the Bad and the Ugly, 1966) με πρωταγωνιστή τον Άνθρωπο χωρίς όνομα, που ενσάρκωσε μοναδικά ο πολύς Κλιντ Ιστγουντ. Ο ήχος από ρολόι τσέπης, η πινακίδα που τσιρίζει μέσα στον άνεμο, οι βοές των  εντόμων, απόκοσμα σφυρίγματα, ξεροί, ρυθμικοί πυροβολισμοί, ο πένθιμος ήχος από μια οκαρίνα στο φόντο δημιούργησαν το γοητευτικό και οξύμωρο ηχητικό περιβάλλον αιχμηρού παραξενίσματος και τρυφερού μελοδραματισμού, ως συνοδεία στην υποβλητική εικόνα του Λεόνε για το φαρ ουέστ. Η μουσική συνομιλούσε γόνιμα με τα κινηματογραφικά κλισέ του ιταλοαμερικάνου σκηνοθέτη (εστίαση στα μάτια του Ιστγουντ, μπανάλ γκρο πλάνα), την αργόσυρτη εξέλιξη της ωμής δράσης και το ενίοτε απλοϊκό σασπένς που απέδωσαν στην τριλογία τζίρο 280 εκατομμυρίων δολαρίων σε παγκόσμιες εισπράξεις και λατρευτικούς ακόλουθους. Το 2006 ο Μορικόνε δήλωσε στον Γκάρντιαν ότι θεωρούσε την πρώτη ταινία της τριλογίας «τη χειρότερη ταινία του Λεόνε και η χειρότερη μουσική που εγώ έχω γράψει». Από τότε πάντως έως σήμερα το απαράμιλλο ύφος του δεν έχει πάψει ποτέ να κερδίζει νέους μιμητές.

Το κομμάτι με τίτλο The Ecstasy of Gold από το Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος χρησιμοποίησε τόσο ο διάσημος αμερικανός τσελίστας Γιο γιο Μα (Yo-Yo Ma) όσο και οι ροκ μπάντες Ramones και Metallica.Έγραψε και τη μουσική και για το Κάποτε στη Δύση (1968) καθώς και το Κάποτε στην Αμερική (1984) του Σέρτζιο Λεόνε, που αμφότερα ορισμένοι θεωρούν αριστουργήματα.Το πιο εντυπωσιακό του επίτευγμα δεν εστιάζεται τόσο πολύ στο πόσο παραγωγικός υπήρξε (συνέθετε μουσική για είκοσι ταινίες τη χρονιά, τις περισσότερες φορές δουλεύοντας βάσει σεναρίου) αλλά στην ποικιλομορφία της έκφρασης όλου αυτού του μελωδικού όγκου. Ταραντέλες, ερωτικές μπαλάντες, ψυχεδελικές υπερτονισμένες συνθέσεις, λυρικές εκφράσεις, εκφραστικές παύσεις (ασυνήθιστες για τον κινηματογράφο). Δινόταν με την ίδια ένταση και σχολαστικότητα σε κάθε συνεργασία, από τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά The Sorpanos μέχρι τις ορχηστρικές συνθέσεις για την Τζόαν Μπαέζ, τον Πολ Άνκα και τη Μίνα μεταξύ άλλων εκατό αναθέσεων.Έγκλειστος στο παλάτι του στη Ρώμη έγραφε απερίσπαστος τη μουσική του σαν εργατικός μέρμηγκας -όχι στο πιάνο αλλά στο γραφείο του: είχε παρατηρήσει ότι τη μουσική την άκουγε στο μυαλό του και την κατέγραφε στο χαρτί με μολύβι για την ορχήστρα.

Ποτέ δεν έμαθε Αγγλικά, ποτέ δεν εγκατέλειψε το παλάτσο του για να συνθέσει σε άλλο μέρος της γης και επί σειρά ετών αρνιόταν να ταξιδέψει οπουδήποτε στο εξωτερικό αν και τελικά αναγκάστηκε να γυρίσει τον κόσμο για να διευθύνει τις ορχήστρες που ερμήνευσαν συχνά δικές του συνθέσεις. Παρότι όμως υπήρξε από νωρίς στενός συνεργάτης του Χόλιγουντ, άργησε ανεξήγητα πολύ να επισκεφτεί τις ΗΠΑ, το 2007 για πρώτη φορά σε ηλικία 78 ετών.

Με περίσσεια γνήσιας ταπεινοφροσύνης (αλλά και αυτογνωσίας) είχε δηλώσει: «το ότι είμαι συνθέτης με πλούσιο έργο από μια άποψη αληθεύει. Ίσως οργανώνω καλύτερα από άλλους το χρόνο μου. Ωστόσο, εν συγκρίσει με κλασικούς όπως ο Μπαχ, ο Φρεσκομπάλντι, ο Παλεστρίνα ή ο Μότσαρτ, θα με χαρακτήριζα άνεργο».

Keywords
Τυχαία Θέματα