Πορεία μνήμης για τους επιζήσαντες του Άουσβιτς - 93χρονος Θεσσαλονικιός εξιστορεί τι έζησε

Πορεία μνήμης για τα 75 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου στη Θεσσαλονίκη - Επικεφαλής ο 93χρονος Θεσσαλονικιός που επέζησε από την κόλαση του Άουσβιτς

Πορείας μνήμας για τα «75 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου» πραγματοποιήθηκε σήμερα στη Θεσσαλονίκη, για 6η συνεχόμενη χρονιά.

Επικεφαλής της πορείας ο 93χρονος

Μοσέ Αελιών, που επέζησε του Ολοκαυτώματος, γεννηθείς στη Θεσσαλονίκη.

Στην πορεία συμμετείχε και ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης.

Σε παλαιότερή του συνέντευξη, ο Μοσέ Αελιών είχε περιγράψει εκείνα τα τραγικά χρόνια που θα σημάδευαν για πάντα τη ζωή του:

"Δεν ξέρω αν ήταν συνειδητό τότε αλλά σήμερα που το σκέφτομαι, όταν τα φέρνω όλα αυτά στην μνήμη μου, μάλλον θα πω πως ήταν η ελπίδα. Δεν ξέρω πώς, αλλά το ένιωθα πως θα έβγαινα ζωντανός από εκεί μέσα."

" Γεννήθηκα στο σπίτι του παππού μου, απ’ την πλευρά της μητέρας μου, γιατί η εβραϊκή παράδοση θέλει τις νέες οικογένειες να ζουν τον πρωτό χρόνο στο σπίτι της νύφης. Η αδελφή μου γεννήθηκε ενάμιση χρόνο μετά. Δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια και πολύ σύντομα μετακομίσαμε σε νοικιαζόμενο σπίτι κοντά στις νέες φυλακές της πόλης. Απ’ τους ήχους που θυμάμαι έντονα ως παιδί, ήταν οι φωνές των φρουρών της φυλακής. Πήγαινα σχολείο στο 4ο γυμνάσιο αρρένων Θεσσαλονίκης. Ήμουν στην έκτη γυμνασίου όταν τον Απρίλιο του 1941 μπήκαν οι Γερμανοί στην πόλη. Οι περιπέτειες της εβραϊκής κοινότητας θα άρχιζαν ένα χρόνο μετά. Ήμουν στα 16 και λίγους μήνες πριν είχα χάσει τον πατέρα μου.

[...] Οι Εβραίοι μετακομίσαμε στα λεγόμενα γκέτο, σημάδεψαν τα σπίτια μας και μας υποχρέωσαν να ράψουμε στα ρούχα μας το κίτρινο αστέρι. Δεν μας άφηναν να πηγαίνουμε σχολείο. Δεκαετίες μετά, μία κυρία που ήταν δασκάλα στο γυμνάσιό μου, είχε βρει στο σχολείο τον μαθητικό μου φάκελο και μου τον είχε φέρει. Τις βαθμολογίες και όλα, μαζί με μία σημείωση που έλεγε ότι ο μαθητής Μοσέ Αελιών δεν εμφανίστηκε για μέρες στο σχολείο. Στα τέλη του έτους, η ναζιστική επιτροπή που έφτασε στην πόλη, μας ανακοίνωσαν πως θα μας μετέφεραν στην Πολωνία όπου μας είπαν ότι συγκεντρώνονταν οι Εβραίοι της Ευρώπης λόγω του πολέμου.

Φωτό: Sigmalive, από το προσωπικό αρχείο του Μοσέ Αελιών


[...] Η κατάσταση ήταν άγρια, σκότωναν αυτούς που δεν υπάκουαν. Με την μητέρα, την αδελφή, τον παππού, την γιαγιά, τον θείο, την θεία και το μικρό μας ανιψάκι, μάς πήραν στον συνοικισμό Βαρώνου Χιρς την Άνοιξη του 1943. Ήταν Απρίλιος όταν είχε φθάσει η σειρά μας να επιβιβαστούμε στο τρένο που θα μας έπαιρνε στην Πολωνία.

Μία βδομάδα ήμασταν στοιβαγμένοι μες το τρένο. Περισσότερα από ογδόντα άτομα σε κάθε βαγόνι. Νομίζαμε ότι τα δύσκολα θα περνούσαν όταν θα φτάναμε στην Κρακοβία. Αντί αυτού, όταν το τρένο έφτασε στον προορισμό του και οι πόρτες άνοιξαν, είδαμε ανθρώπους ντυμένους με ριγωτές στολές. Αναρωτηθήκαμε αν ήταν φυλακή αλλά κανείς δεν μας ενημέρωνε.

Οι ναζί μας χώρισαν σε τέσσερις ομάδες. Τον παππού μου τον έστειλαν με τους γέρους, έμεινα με τον θείο μου και ζητήσαμε την αδελφή μου την Νίνα, που ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών, να την αφήσουν με τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας. Είπαν πως θα τις έπαιρναν στο Μπίρκεναου. Αυτό ακούσαμε. Δεν ξέραμε τι είναι το Μπίρκεναου. Δεν ξέραμε ότι με αυτή μας την απόφαση την καταδικάζαμε σε θάνατο.

" Ήταν 13 Απριλίου όταν κατευθυνθήκαμε πεζοί στο στρατόπεδο που κάτω απ’ την θύρα της εισόδου ήταν η επιγραφή «Arbeit Macht Frei» δηλαδή «Η εργασία ελευθερώνει». Μετά μάθαμε πως το λένε Άουσβιτς αυτό το στρατόπεδο. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών και δύο μηνών. Μας πήραν τα προσωπικά μας αντικείμενα, μας κούρεψαν και μας ανάγκασαν να φορέσουμε την ριγέ στολή και τον μπερέ. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμασταν φυλακισμένοι και ο αριθμός που μου χάραξαν στο μπράτσο την επομένη ήταν ο 114.923. Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε στο μπλοκ 8Α και την επομένη το πρωί ξυπνήσαμε απ’ τις φωνές του μπλοκάρχη. Μας έβγαλαν έξω στο κρύο, μας έδωσαν λίγο τσάι, λίγο ψωμί, λίγο τυρί και μετά μας διέταξαν να κάνουμε ασκήσεις. Δεν ξέραμε γερμανικά αλλά πολύ σύντομα μάθαμε τις λέξεις που έπρεπε να αναγνωρίζουμε για να μην μας κτυπούν. Έκανα διάφορες δουλειές στο Άουσβιτς. Αν δεν δούλευες εκεί, δεν ήσουν χρήσιμος, δεν άξιζες να ζεις. Σκάβαμε κανάλια υπονόμων, φτιάχναμε κήπους, κάναμε πολλές και σκληρές δουλειές. Αδύναμοι και πεινασμένοι, έπρεπε να δουλεύουμε γρήγορα και να μην μιλάμε μεταξύ μας. Το μεσημέρι είχε πάντα σούπα και ήταν τυχερός όποιος ήξερε αυτόν που την μοίραζε γιατί αυτό σήμαινε πως θα έσπρωχνε την κουτάλια στον πάτο του βαρελιού και θα του έβαζε περισσότερες πατάτες. Το βράδυ τρώγαμε λιγοστό ψωμί με μαρμελάδα ή λίγο τυρί. Κάθε πρωί, στις πέντε και μισή, ξυπνούσαμε και ξαναρχίζαμε δουλειά. Με τον καιρό, απ’ την ασιτία και την ασταμάτητη δουλειά, οι κατάδικοι γίνονταν «μούζελμαν», έτσι λέγανε τους σκελετωμένους.

[...]Σε κάποια φάση είχα μόλυνση και με οδήγησαν για εγχείριση στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός των SS άρχισε να μου σπάει το κρανίο με ένα σφυρί καθώς ήμουν σφικτά δεμένος πάνω σε ένα κρεβάτι. Οι πόνοι ήταν φρικτοί. Μετά με άφησαν εκεί για μέρες, στο νοσοκομείο, χωρίς φαγητό και νερό. Όταν βρήκα τις αισθήσεις μου, με πλησίασε κάποιος άλλος ασθενής του θαλάμου και αρχίσαμε μες τις επόμενες μέρες να συνεννοούμαστε με χειρονομίες. Ήταν ιερέας, μιλούσε λατινικά και αρχαία ελληνικά και μου ζήτησε να του μάθω νέα ελληνικά. Του έλεγα λέξεις και όποια ελληνικά ποιήματα θυμόμουν απέξω. Ο κύριος αυτός ήταν Πολωνός και Χριστιανός. Αυτή η διαδικασία με κράτησε σε εγρήγορση κι ο άνθρωπος αυτός μου έφερνε κάποιες φορές το δικό του κομματάκι ψωμί για να με ευχαριστήσει. Ήταν τόσο σημαντικό να τρως έστω και λίγο γιατί αν ήσουν πολύ αδύνατος και δεν χρησίμευες έμπαινες στην λίστα με αυτούς που θα θανάτωναν. Κάθε φορά που έμπαιναν στον θάλαμο οι SS, εμείς βγάζαμε τον καπέλο μας κι αυτοί ανακοίνωναν τους αριθμούς των κρατουμένων που θα έφευγαν απ’ τον θάλαμο. Πλέον ξέραμε. Στο άκουσμα κάθε αριθμού κάποιοι έφευγαν σιωπηλά, άλλοι κραύγαζαν και άλλοι έκλαιγαν.

"Τον Απρίλη του ’44 με πήγαν στο κομάντο των κτιστών. Εκεί ήταν καλύτερα κι εκεί ήταν που με αναγνώρισε μία παλιά μου γειτόνισσα απ’ την Θεσσαλονίκη. Αρχίσαμε να αλληλογραφούμε κρυφά και κάποια μέρα μου έγραψε πως είχε χάσει κάθε της ελπίδα και της έστειλα πίσω ένα ενθαρρυντικό γράμμα με κάποιον γνωστό μας. Οι SS του είχαν κάνει έρευνα και αυτός αναγκάστηκε να μαρτυρήσει πως εγώ το είχα γράψει. Η αλληλογραφία μεταξύ καταδίκων απαγορευόταν στα στρατόπεδα. Με τιμώρησαν με είκοσι μαστιγιές στην πλάτη και με έστειλαν πίσω στην δουλειά."

Πηγή συνέντευξης και φωτογραφικού υλικού: Sigmalive, ΑΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα