Να προστατευθεί ο επιμελητηριακός θεσμός

Τα τελευταία χρόνια, ο Επιμελητηριακός θεσμός φαίνεται να έχει τεθεί στο στόχαστρο εγχώριων και ξένων παραγόντων. Από τις αρχικές ανακοινώσεις περί επιμελητηριακού «Καλλικράτη», με υποχρεωτικές συνενώσεις και συγχωνεύσεις, φτάσαμε σταδιακά στη ρύθμιση για κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής στα Επιμελητήρια, από το 2015.
Σήμερα, η ετήσια συνδρομή στα Επιμελητήρια κυμαίνεται από 50 έως 420 ευρώ για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων και αντιστοιχεί σε υπηρεσίες πολλαπλάσιας αξίας, μεταξύ των οποίων είναι η επιχειρηματική πληροφόρηση, η συμβουλευτική υποστήριξη, η δικτύωση και η στήριξη

της εξωστρέφειας κτλ.
Παρ’ όλα αυτά, οι εκπρόσωποι της τρόικας και ορισμένοι εγχώριοι συνομιλητές τους, θεωρούν ότι η συγκεκριμένη συνδρομή αποτελεί εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και οφείλει να καταργηθεί.
Με άλλα λόγια, σε μια περίοδο όπου η αγορά ταλανίζεται από την έλλειψη ρευστότητας, τη δυσβάσταχτη φορολογία και τα συνεχή χαράτσια, το παρεμπόριο κ.ά., κάποιοι επιμένουν ότι το μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας είναι η υποχρεωτική εγγραφή των επιχειρήσεων στα Επιμελητήρια. Με αποτέλεσμα να προωθείται μια ρύθμιση, η οποία όχι μόνο στερείται επαρκούς αιτιολόγησης, αλλά και σχεδιασμού για το ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση. Για το πώς, δηλαδή, θα καλυφθεί το κενό που θα προκύψει εξαιτίας της αποδυνάμωσης ή μάλλον της οριστικής εξαφάνισης των Επιμελητηρίων.
Η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης ισοδυναμεί στην ουσία με «λουκέτο» για τα Επιμελητήρια, δεδομένου ότι δεν επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό και το σύνολο των λειτουργικών τους αναγκών καλύπτεται από τις εισφορές των μελών τους. Εάν στερηθούν τη μοναδική πηγή εσόδων τους, τα Επιμελητήρια θα κλείσουν. Ωστόσο, οι υπηρεσίες που προσφέρουν στα μέλη τους, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να καταργηθούν. Κατά συνέπεια, κάποιος φορέας θα πρέπει να αναλάβει το συγκεκριμένο έργο. Εάν, με άλλα λόγια τα Επιμελητήρια εκλείψουν με τη σημερινή τους μορφή, θα πρέπει ουσιαστικά να «επανιδρυθούν» την επόμενη ημέρα, ως κρατικοί φορείς, οι οποίοι θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Επομένως, θα υπάρξει στην περίπτωση αυτή πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος, ενώ το όφελος για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων θα είναι – στην καλύτερη περίπτωση – αμελητέο.
Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη αναμόρφωσης της λειτουργίας των Επιμελητηρίων, ώστε οι υπηρεσίες τους να προσαρμοστούν ακόμη καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και των μελών τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων έχει ξεκινήσει την κατάρτιση ολοκληρωμένης πρότασης, για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του θεσμού.
Όμως, θα είναι τραγικό λάθος να προχωρήσει η κυβέρνηση στην εφαρμογή μιας ρύθμισης, η οποία θα σημάνει το θάνατο ενός θεσμού που έχει μέχρι σήμερα αποδείξει την αποδοτικότητα και τη χρησιμότητά του. Είναι επομένως ανάγκη να υπάρξει άμεσα τροποποίηση, αν όχι απόσυρση, της συγκεκριμένης πράξης νομοθετικού περιεχομένου.
Τα Επιμελητήρια ήταν και πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι ο κυριότερος εκφραστής και αρωγός του συνόλου της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν αυτόνομη παρουσία και συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο, μεταφέροντας τη φωνή της αγοράς. Αυτό το ρόλο οφείλει να υπερασπιστεί η κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα, αλλά και σε όλους όσοι πιστεύουν ότι θα κερδίσουν από τον αφανισμό του Επιμελητηριακού θεσμού.

Keywords
Τυχαία Θέματα