Μητράκος (ΤτΕ): Βραχυχρόνιες μόνο οι πιέσεις στο real estate λόγω κόκκινων δανείων

Της Στεφανίας Σούκη

«Το ξεκαθάρισμα των κόκκινων δανείων, βραχυχρόνια, προφανώς θα δημιουργήσει πιέσεις στο εγχώριο real estate, όχι όμως σωρευτικά σε όλες τις κατηγορίες ακινήτων και όλες τις αγορές, ωστόσο μεσοπρόθεσμα θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες ακριβώς λόγω του ότι θα ξεκαθαρίσουν οι συνθήκες».

Αυτό επεσήμανε πριν από λίγο ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρος Μητράκος από το βήμα του RED

Business Forum για την πορεία της αγοράς ακινήτων, ο οποίος τόνισε επιπλέον ότι τη δεδομένη συγκυρία, «χρειάζεται ένας ρυθμός αύξησης των επενδύσεων πάνω από 10% για να στηρίξουμε την ανάπτυξη του 2%. Υπάρχει πολύ σημαντικό πεδίο που θα πρέπει να καλύψουμε στο χώρο των επενδύσεων και κυρίως ένα φιλικότερο περιβάλλον».

Οσον αφορά ειδικά τα ακίνητα, «έχοντας υποστεί σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αναπτύσσει σταδιακά μία νέα δυναμική, η οποία αποτυπώνεται στους ρυθμούς μεταβολής των αξιών τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων», ανέφερε ο ίδιος, παραθέτοντας τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία, το 2018 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων ανήλθε στο 1,5%, για πρώτη φορά μετά από εννέα συνεχή χρόνια πτωτικής πορείας.

«Είναι πλέον σαφές ότι η αγορά των ακινήτων σταδιακά ανακτά μέρος της δραστηριότητας την οποία είχε απολέσει στην περίοδο της κρίσης. Βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο σταθεροποίησης με σημαντικές ενδείξεις ανάκαμψης και η αυξανόμενη κινητικότητα τόσο στην αγορά οικιστικών όσο και στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια του 2019».

Σύμφωνα με τον υποδιοικητή της ΤτΕ, βασική κινητήρια δύναμη της αγοράς φαίνεται ότι είναι η τρέχουσα δυναμική του τουρισμού, που επηρεάζει θετικά τις κατοικίες μέσω της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων και τα επαγγελματικά ακίνητα μέσω της ανάπτυξης τουριστικών και συμπληρωματικών χρήσεων. «Η ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη της αγοράς θα εξαρτηθεί από τη διασπορά των επενδύσεων και την επέκταση της ζήτησης σε μεγαλύτερο φάσμα της αγοράς μέσω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος και της περαιτέρω μείωση της ανεργίας, ιδίως δε προς τις δευτερεύουσες αγορές και προς το χαμηλότερων προδιαγραφών απόθεμα αδιάθετων ακινήτων», εκτίμησε ο ίδιος.

Επιτάχυνση της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου

Η επιτάχυνση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου κρίνεται ως ιδιαίτερης βαρύτητας για τη διαμόρφωση θετικού επενδυτικού κλίματος, καθώς θα αναδείξει ένα σταθερό και φιλικό προς τις επενδύσεις οικονομικό περιβάλλον, σε έναν τομέα με σημαντικά περιθώρια αποδόσεων και πλήθος αναξιοποίητων δυνατοτήτων. Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων είναι απαραίτητη καθώς η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτήσει μεγάλα επενδυτικά έργα, ενώ ταυτόχρονα οι επενδύσεις αυτές μεταφέρουν σημαντική τεχνογνωσία στην εγχώρια αγορά. Αυτονόητη είναι η αναγκαιότητα για απλοποίηση των διαδικασιών ελέγχων και αδειοδοτήσεων, επιτάχυνση της επίλυσης νομικών ζητημάτων και περιορισμό της γραφειοκρατίας σε όλα τα στάδια των έργων και των συναλλαγών, όπως άλλωστε και για μείωση της φορολογίας και αποκατάσταση της παροχής ρευστότητας από το πιστωτικό σύστημα.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Κρίσιμο παράγοντα στην παγίωση και διάχυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ένα διευρυμένο εύρος ακινήτων θα αποτελέσει και η ταχεία αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Μάλιστα, καθώς τα ακίνητα αποτελούν τη βασικότερη μορφή εξασφάλισης των δανείων που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες, η σταθεροποίηση και η πρόσφατη ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων στη χώρα μας θα διευκολύνει σημαντικά την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΔ, αυξάνοντας την αξία των εμπράγματων εξασφαλίσεων και τις τιμές πώλησης των επισφαλών δανείων στη δευτερογενή αγορά. Αυτό θα ανατροφοδοτήσει το ενδιαφέρον για επενδύσεις και σε ακίνητα καθώς, λόγω της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και της ενίσχυσης της αξίας των εξασφαλίσεων, θα διευκολυνθεί και η χορήγηση νέων πιστώσεων.

Ειδικότερα όσον αφορά τη διαχείριση των ΜΕΔ, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το απόθεμα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Στο τέλος του 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 81,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του 2017 και κατά 25,4 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ (107,2 δισεκ. ευρώ). Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δισεκ. ευρώ (εκ των οποίων τα 3,6 δισεκ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων) και πωλήσεις ύψους 5,8 δισεκ. ευρώ. Οι πωλήσεις ήταν αυξημένες το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του έτους, ενώ οι τράπεζες έχουν προαναγγείλει επιτάχυνση των πωλήσεων τα επόμενα τρίμηνα. Παρά τις διαγραφές και πωλήσεις, ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις παραμένει ικανοποιητικός και μάλιστα αυξήθηκε σε 47,4% το 2018, από 46,3% στο τέλος του 2017.

«Μέσα σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης ζήτησης στην αγορά ακινήτων, η επίπτωση της μαζικής πώλησης χαρτοφυλακίων ακινήτων των τραπεζών στις αξίες των ακινήτων εκτιμάται ότι, παρά τις πιέσεις βραχυχρόνια, σταδιακά θα εξισορροπηθεί. Μεσοπρόθεσμα, οι πωλήσεις των χαρτοφυλακίων αναμένεται να οδηγήσουν σε νέες αναπτύξεις, στην αναβάθμιση του απαξιωμένου αποθέματος και την κινητοποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία παρέμεναν ανεκμετάλλευτα, μέσα από το πλαίσιο της δημιουργίας νέων επιχειρηματικών σχεδίων. Επομένως, η ενδεχόμενη πλεονάζουσα προσφορά, παρά την όποια αρχική επίδραση στις τιμές, θα μπορούσε βαθμιαία να κινητοποιήσει ένα νέο κύμα ζήτησης, με πολύ θετικές επιπτώσεις», ανέφερε ο κ. Μητράκος.

Όσον αφορά τη διάρθρωση των ΜΕΔ, το 47,2% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 30,6% αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης και το 22,2% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Επιπροσθέτως, αρκετοί δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία (14% του συνόλου των ΜΕΔ).

Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 44,5% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Εντός του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ο δείκτης για το χαρτοφυλάκιο τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός (67,4% και 57,5% αντίστοιχα). Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (25,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων (22,6%). Οι κλάδοι που εμφανίζουν εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ΜΕΔ είναι η κλωστοϋφαντουργία (66,3%), η βιομηχανία ξυλείας και επίπλων (64,8%) και η εστίαση (64,5%). Αντίθετα, εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό ΜΕΔ εμφανίζουν τα πετρελαιοειδή (1,5%) και η ενέργεια (3,4%).

Αναφορικά με τις κατηγορίες δανείων που αφορούν ακίνητα, τα ΜΕΔ σε στεγαστικά δάνεια ανέρχονται σε 27,1 δισεκ. ευρώ (έναντι συνολικού δανεισμού 60,9 δισεκ. ευρώ), ενώ εκείνα σε εταιρίες αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας (CRE) σε 2,5 δισεκ. ευρώ (έναντι συνολικών δανείων ύψους 5,5 δισεκ. ευρώ). Επίσης, ευρύτερα στον κλάδο των κατασκευών έχουν χορηγηθεί δάνεια ύψους 14,5 δισεκ. ευρώ εκ των οποίων τα 6,7 δισεκ. ευρώ είναι ΜΕΔ.

Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Βεβαίως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου της οφειλής (split balance). Στο τέλος του 2018 το υπόλοιπο των ΜΕΔ που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 30,7 δισεκ. ευρώ ή 37,6% του συνόλου των ΜΕΔ.

Σχετική βελτίωση εμφανίζουν το 2018, σε ετήσια βάση, οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ειδικότερα όσον αφορά τους πλειστηριασμούς, οι τράπεζες ξεκίνησαν τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Επιλέγουν μάλιστα να αποκτούν οι ίδιες σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση μη ικανοποιητικών τιμών στους πλειστηριασμούς καθώς προσβλέπουν σε ανάκαμψη της αγοράς σε ακόμα καλύτερες τιμές ακινήτων. Η προετοιμασία των ακινήτων αυτών, μετά την κατακυρωτική πράξη και την εγγραφή στα βιβλία των τραπεζών, απαιτεί μια συνεχή προσπάθεια από εξειδικευμένες μονάδες των τραπεζών με στόχο την επίλυση των τυχόν νομικών και τεχνικών προβλημάτων πριν από την τελική μεταπώλησή τους στην αγορά. Ωστόσο πολλά από τα ακίνητα αυτά παραμένουν στους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών για αρκετά έτη (σχεδόν τα μισά από αυτά σε όρους αξίας παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών για πάνω από πέντε χρόνια), μετατοπίζοντας τα προβλήματα των τραπεζών και στην αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω ακινήτων.

Σύμφωνα με στοιχεία που υποβάλλουν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος, το 2018 πραγματοποιήθηκαν 14.900 πλειστηριασμοί, από τους οποίους τελεσφόρησε το 32% (περίπου ισομερώς μοιρασμένο σε κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα), το οποίο αντιστοιχεί σε αξία περίπου 1 δισεκ. ευρώ (έναντι συνολικής αξίας περίπου 4 δισεκ. ευρώ του συνόλου των ακινήτων που είχαν εισαχθεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα των πλειστηριασμών το 2018). Από τα ακίνητα για τα οποία τελεσφόρησε ο πλειστηριασμός, οι τράπεζες πλειοδότησαν για περίπου το 85%. Εκτός των ακινήτων που απέκτησαν μέσω πλειστηριασμών, έχουν περιέλθει στους ισολογισμούς των τραπεζών και ακίνητα από κατασχέσεις. Η καθαρή λογιστική αξία των ακινήτων αυτών ανήλθε στο τέλος του 2018 σε περίπου 1 δισεκ. ευρώ για τα επαγγελματικά ακίνητα και περίπου 570 εκατ. ευρώ για τις κατοικίες. Επιπρόσθετα των παραπάνω ποσών, οι τράπεζες διακρατούν στον ισολογισμό τους επενδυτικά ακίνητα αξίας περίπου 3 δισεκ. ευρώ.

Keywords
Τυχαία Θέματα