Ουάσιγκτον, τρία χρόνια μετά

Θυμηθείτε τη σκηνή: ο έλληνας Πρωθυπουργός μιλά στην ολομέλεια του αμερικανικού Κογκρέσου – για πρώτη φορά στην Ιστορία. Δύο γυναίκες, οι πρόεδροι της Βουλής και της Γερουσίας, τον ακούν επί 42 λεπτά με ένα μόνιμο χαμόγελο επιδοκιμασίας. Και τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των μελών του Κογκρέσου γεμίζουν την αίθουσα. «Τόσο χειροκρότημα δεν παίρνω ούτε στην ελληνική Βουλή», αστειεύθηκε εκείνος.

Εχουν περάσει μόλις τρία χρόνια από τότε. Ηταν Μάιος 2022. Μα είναι σαν να απέχουμε έναν αιώνα. Σαν να ζούμε σε άλλη εποχή. Εκείνη

τη στιγμή, η Ελλάδα έμοιαζε αγκυροβολημένη σε ασφαλές λιμάνι μέσα στην παγκόσμια τρικυμία. Οι βασικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής έμοιαζαν δικαιωμένες. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έμοιαζε να λέει όλα τα σωστά πράγματα, στο σωστό ακροατήριο, τη σωστή στιγμή.

Είχε μιλήσει για τον Πλάτωνα, ως πατέρα των ίσων δικαιωμάτων των γυναικών. Για το «θαύμα της δημοκρατίας», που συνδέει Ελλάδα και Αμερική, αλλά και για την απειλή κατά της δημοκρατίας, που αντιπροσωπεύουν «οι σειρήνες των λαϊκιστών» και η διαβρωτική δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είχε συνδέσει το Μεσολόγγι με τη Μαριούπολη, το πνεύμα της Ελληνικής Επανάστασης με τη σύγχρονη μάχη κατά «των δυνάμεων του δεσποτισμού» και τις ελληνικές προτεραιότητες ασφαλείας με την κυρίαρχη αμερικανική στρατηγική.

«Ο κ. Πούτιν», είχε πει, «προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κόσμο στον οποίο οι εδαφικές αξιώσεις εκφράζονται με βάση ιστορικές φαντασιώσεις και επιβάλλονται με επιθετικότητα, αντί να διευθετούνται με ειρηνευτικές συνθήκες. Εναν κόσμο στον οποίο οι στρατοί και όχι οι διπλωμάτες διευθετούν τις διαφορές». Στο όνομα της κοινής εναντίωσης στον δεσποτισμό και την επικράτηση της ισχύος έναντι της νομιμότητας, είχε ζητήσει την υποστήριξη του Κογκρέσου σε όλη την γκάμα των ελληνικών ζητημάτων. Από τη διαίρεση της Κύπρου ως την επιστροφή των γλυπτών της ζωφόρου του Παρθενώνα και φυσικά τις τουρκικές απειλές, τις οποίες ζήτησε από τους αμερικανούς νομοθέτες να έχουν υπόψη «όταν λαμβάνουν αποφάσεις για προμήθειες αμυντικού υλικού που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο». Ω, οι ωραίες ημέρες!

Σε αυτή τη στήλη έγραφα τότε πως ήταν η συγκυρία που είχε βοηθήσει τον Μητσοτάκη. Αν η πανδημία δεν είχε εμποδίσει την επίσκεψη να γίνει στην ώρα της, στην επέτειο των 200 χρόνων της Επανάστασης, το 2021, η ατμόσφαιρα δεν θα είχε δράμα. Ούτε ενδιαφέρον, για την αμερικανική ηγεσία. Πριν από την επίθεση κατά της Ουκρανίας, το Μεσολόγγι δεν θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη Μαριούπολη, ούτε ο Περικλής να αντιπαρατεθεί στον Πούτιν. Και χωρίς τον Πούτιν η ομιλία Μητσοτάκη δεν θα είχε τόσο ενθουσιώδεις ακροατές.

Κι αν η επίσκεψη είχε μετατεθεί για αργότερα; αναρωτιόμουν. Αν ο Μητσοτάκης ταξίδευε στην Ουάσιγκτον «όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε περάσει από την ηρωική του φάση στην περίοδο της μεγάλης φθοράς, της μεγάλης κόπωσης» και η σύνθεση του Κογκρέσου είχε στο μεταξύ αλλάξει, με μια πλειοψηφία τραμπική; Η πραγματικότητα, πρέπει να ομολογήσω, έχει ξεπεράσει τη φαντασία του αρθρογράφου. Η αλλαγή είναι πολύ πιο δραματική απ’ όσο μπορούσε κανείς να προβλέψει. Εκείνη η πρωθυπουργική ομιλία μοιάζει σήμερα εντελώς εκτός εποχής. Κατάστικτη με λέξεις που θα ήταν ακατανόητες και άλλες που είναι εντελώς απαγορευμένες στη σημερινή Ουάσιγκτον.

Η επίσκεψη είχε γίνει σε μια εποχή όπου η «ρωσική απειλή» συσπείρωνε και ανασυγκροτούσε τη Δύση γύρω από μια αφήγηση του πολέμου ως αναμέτρησης αξιών – δημοκρατία εναντίον αυταρχισμού. Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα είχε την ευκαιρία να προβάλλει τον εαυτό της ως αξιόπιστο εταίρο και να εντάσσει τις ανάγκες και τις αγωνίες της στο κεντρικό αφήγημα. Δημοκρατία εναντίον αυταρχισμού, νομιμότητα κατά αυθαιρεσίας, διπλωματία απέναντι στον επιθετικό αναθεωρητισμό. Και ο Πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να πει στο Κογκρέσο: «Οι ΗΠΑ έχουν, πιστεύω, ζωτικά συμφέροντα σε αυτό το τμήμα του κόσμου. Είναι πολύ σημαντικό να παραμείνετε προσηλωμένοι και να συνεργαστείτε με εταίρους με τους οποίους μοιράζεστε όχι μόνο κοινές στρατηγικές προτεραιότητες, αλλά και κοινές αξίες και κοινή ιστορία».

Η φράση θα ήταν ανάρμοστη σήμερα, τρία χρόνια αργότερα. Αλλά και η ομιλία ολόκληρη θα ήταν ακατάλληλη προς εκφώνηση. Σε αυτή τη νέα εποχή, η Δύση, ως ενιαίο στρατηγικό υποκείμενο, είναι αμφίβολο αν υπάρχει ακόμη. Δεν τη συσπειρώνει πάντως πια το σχήμα «δημοκρατία εναντίον αυταρχισμού και αυθαιρεσίας». Η αναδιατύπωση του διλήμματος σήμερα θα κινδύνευε να βρει την Ουάσιγκτον εγγύτερα στην αντίπερα όχθη του διπόλου.

Τι είδους ομιλία θα μπορούσε, λοιπόν, να εκφωνήσει εκεί, αν είχε την ευκαιρία ξανά, ένας έλληνας πρωθυπουργός; Σε ποια γλώσσα θα μπορούσε να μιλήσει; Με ποιο τρόπο να συνδέσει τα δικά μας με τα δικά τους ενδιαφέροντα, τις δικές μας ανησυχίες με τις δικές τους συναλλακτικές προτεραιότητες; Και πώς να σταθεί σε ένα περιβάλλον όπου μια επίσκεψη στον Λευκό Οίκο μοιάζει με «ταξίδι στην αυλή του Κουμπλάι Χαν» και ο επισκέπτης κινδυνεύει να γίνει μέρος του ντεκόρ σε μια παράσταση ηγετικής αδρεναλίνης;

Το πρόβλημα δεν είναι λογογραφικό. Είναι υπαρξιακό. Οι βασικές μας επιλογές μοιάζει να βρίσκονται στον αέρα. Οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις που στήριζαν την ελληνική στρατηγική ασφαλείας κλονίζονται. Η νέα εποχή θέτει νέα, σκληρά διλήμματα. Μικρότερα ή μεγαλύτερα επεισόδια στις διεθνείς σχέσεις – όπως η εμπλοκή με την Αίγυπτο για το καθεστώς της Μονής Σινά ή η απειλή έγκρισης του τουρκολιβυκού μνημονίου από τη Βεγγάζη – γεννούν αγωνίες ευρύτερες, αναζωπυρώνουν φόβους και υποψίες. Η θέση των ΗΠΑ σε μια ενδεχόμενη μελλοντική κρίση είναι αδύνατον να προβλεφθεί. Η Ευρώπη δεν είναι ακόμη σε θέση να αναπληρώσει το κενό ασφαλείας που προκύπτει. Και η προσπάθειά της να αναλάβει μόνη το κόστος της ασφάλειάς της δεν είναι βέβαιο αν μας προσφέρει μια ευκαιρία να αναβιώσουμε την επιτυχημένη στρατηγική του Ελσίνκι με την Τουρκία ή δημιουργεί μια νέα διακινδύνευση.

Εδώ βρισκόμαστε. Εστω και αν τίποτε στον δημόσιο διάλογο και στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση δεν προδίδει ότι έχει συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της πρόκλησης.

Keywords
Τυχαία Θέματα