Πικρά χαιρετίσματα

Οταν ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο δημιουργός του «Μόμπυ Ντίκ», άρχισε να γράφει στίχους, η Ελίζαμπεθ Σο Μέλβιλ προειδοποίησε με επιστολή την εξαδέλφη της : «Δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν, διότι ξέρεις πόσο γρήγορα κυκλοφορούν τα κακά νέα». Μετά την πρώτη παράσταση του «Θείου Βάνια», ο Τολστόι εξομολογήθηκε στον Τσέχοφ :»Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι τα έργα του Σαίξπηρ, τα δικά σου πάντως είναι ακόμα χειρότερα». Ο Κρίστοφερ Σμαρτ έλεγε για τον Τόμας Γκρέι οτι «μοιάζει με άνθρωπο πού έχει χεστεί

επάνω του και κοιτάζει έντρομος ολόγυρα μήπως και τον πάρουν χαμπάρι». Ο Γουίλιαμ Μπλάντελ εκμυστηρευόταν στον Χεμινγουέϊ : « Όλα τα βιβλία άνω των πεντακοσίων σελίδων που δεν γράφτηκαν από τον Ντίκενς ή κάποιον νεκρό Ρώσο δεν πρέπει ποτέ να κατεβαίνουν από το ράφι της βιβλιοθήκης». Βλέποντας μια έκθεση ζωγραφικής στο Μπρούκλιν ο Φράνκ Ζάπα συμπέρανε πνευματωδώς : «Δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον ζωγράφο γι αυτό κρέμασαν τον πίνακα».

Η κλίση προς τη φαυλότητα και την κοροϊδία εμφανίζεται ξεκαπίστρωτη στον κόσμο των ιδιοφυών οσάκις ένα έργο τους ενοχλεί ή τους απειλεί. Πρόκειται για κάτι εξόχως διδακτικό. Η μεγάλη δημιουργία δεν πηγάζει από ψυχές που έχουν κερδίσει την πνευματική ανωτερότητα. Διόλου τυχαία ο Πλάτων εμφανίζεται να καίει χειρόγραφα ανταγωνιστών, ο Χάιντεγκερ να απαγορεύει στον Χούσερλ την είσοδο στην βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου (!!!) και να αρνείται τη χειραψία με τον Κασίρερ επειδή ο τελευταίος του έγραψε μια σκληρή κριτική. Με άλλα λόγια η χυδαιότητα, ο φανατισμός και η μικρότητα προσιδιάζουν στον κόσμο του πνεύματος.

Ο Φόκνερ έπινε, όπως ξέρουμε. Κάποτε λοιπόν η θυγατέρα του, σέ ώρα εργασίας, τον διέκοψε για να του πεί οτι τον περιμένουν στο δείπνο οπότε έλαβε την εξής απάντηση : «Χέστηκα για το σαχλό σας δείπνο. Εχεις μήπως την εντύπωση οτι θυμάται κανείς σήμερα τις κόρες του Σαίξπηρ;» Όταν δε τον ρώτησαν ποιο μέρος είναι καταλληλότερο για τον συγγραφέα, απάντησε χωρίς σκέψη : «Το μπουρδέλο! Την ημέρα απόλυτη ησυχία και το βράδυ νταβαντούρι!» Στη Ζυρίχη ένας φοιτητής ζήτησε απο τον Τζόυς να φιλήσει το χέρι του συγγραφέα που έγραψε τον «Οδυσσέα», αλλά ο Ιρλανδός αρνήθηκε επειδή το ίδιο χέρι είχε κάνει πολλά αλλά αμαρτωλά πράγματα….»Ο Σίντνεϊ Σμιθ έλεγε το εξής παράδοξο : « Δεν διαβάζω ποτέ ένα βιβλίο προτού γράψω κριτική γι αυτό ώστε να μην είμαι προκατειλημμένος υπέρ του».

Στο διαβατήριό του ο Στραβίνσκυ είχε ζητήσει να γράψουν : « εφευρέτης ήχων». Ο Ρενουάρ τιμούσε τις γυναίκες λέγοντας : « Δεν θα είχα γίνει ποτέ μου ζωγράφος αν οι γυναίκες δεν είχαν μεγάλα βυζιά» . Υπηρετώντας την οξύτητα και εν ταυτώ την φαυλότητα ο Ρεμί ντε Γκουρμόν παρατηρούσε σε έναν φίλο του, επιστήθιο ποιητή : « Το μόνο πρόβλημα με το βιβλίο σας είναι ότι το εξώφυλλο απέχει πολύ από το οπισθόφυλλο» . Όσο για τον κριτικό Μπέντσλεϊ δήλωνε με αθώα ειλικρίνεια : «Μου πήρε δέκα πέντε χρόνια για να καταλάβω ότι δεν έχω ταλέντο, αλλά ήταν πλέον αργά. Ήμουνα ήδη διάσημος» . Στο ίδιο τέμπο η Τζέιν Οστιν ομολογούσε : «Είμαι η πιο αγράμματη από όλες τις γυναίκες που αποτόλμησαν να γίνουν συγγραφείς» . Προφανώς ανάμεσα στο έργο και στον δημιουργό δεν υπάρχει ταύτιση – κάθε άλλο μάλιστα.

Όποιος επιδιώκει να γνωρίσει τον άνθρωπο για να βρει κάτι από το έργο – έλεγε ο Καίσλερ – είναι σαν να του αρέσει το πατέ φουά γκρά και να επιδιώκει να γνωρίσει τη χήνα! Γνώστης αυτής της πτυχής που ενίοτε αποδεικνύεται σωτήρια, ο Κόνραντ δήλωνε ότι «είναι ένας Πολωνός ευγενής που βυθίστηκε στη βρετανική πίσσα» . Πρόκειται για ομολογία που ισοδυναμεί με τόμους κριτικής. Ανάλογης αξίας είναι και η παρατήρηση του Ζολά : «Πιο εύκολα μαθαίνει κανείς την Παναγία των Παρισίων να χορεύει βάλς παρά πείθει τον Σεζάν ότι έχει άδικο». (Χάρη Βλαβιανού, Νεφέλη).

Σε άλλο σημείωμα ενδέχεται να αναφέρουμε και μερικά επιτυχή σχόλια Ελλήνων δημιουργών….

Keywords
Τυχαία Θέματα