Απόσπασμα από τη βιογραφία του Κιθ Ρίτσαρντς

«Κάποτε πίστευα στο νόμο και στην τάξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Πίστευα ότι στη Σκότλαντ Γιάρντ ήταν αδιάφθοροι. Το είχα χάψει εντελώς το παραμύθι. Οι μπάτσοι όμως που συνάντησα στη ζωή μου μου έδειξαν ποια είναι η αλήθεια. Μοιάζει απίστευτο τώρα να λέω ότι σοκαρίστηκα όταν μάθαμε τι είχε συμβεί, κι όμως έτσι ήταν. Όλες οι έφοδοι και οι συλλήψεις που μας είχαν κάνει ήταν στημένες παγίδες με φόντο τη μαζική διαφθορά που υπήρχε τότε και για μερικά χρόνια μετά στην Μητροπολιτική Αστυνομία. Μια διαφθορά η οποία

είχε άλλωστε σαν κατάληξη τη δημόσια απομάκρυνση πολλών αξιωματικών της Υπηρεσίας Δίωξης Εγκλήματος μετά από εντολή του Επιτρόπου καθώς και τη δίωξη άλλων.

«Μόνο μετά τη σύλληψή μας διαπιστώσαμε πόσο εύθραυστο ήταν το σύστημα. Μας έπιασαν και μετά είχαν χεστεί από το φόβο τους, γιατί δεν ήξεραν τι να μας κάνουν. Εκείνο το γεγονός μας άνοιξε αρκετά τα μάτια. Γιατί σε ποια κατηγορία μπορούσαν να στηρίξουν τις συλλήψεις στο Ρέντλαντς; Λίγο σπιντ που είχε ο Μικ επάνω του αγορασμένο από την Ιταλία – το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν με συνταγή – και λίγη ηρωίνη στις τσέπες του Ρόμπερτ Φρέιζερ. Αυτό. Κι επειδή βρήκαν και μερικές γόπες στα τασάκια έπιασαν κι εμένα με την κατηγορία; Ότι επέτρεπα στους ανθρώπους να καπνίζουν μαριχουάνα μέσα στον ιδιωτικό μου χώρο. Όλο το κατηγορητήριο ήταν πολύ αδύναμο. Δεν είχαν τίποτα σοβαρό στα χέρια τους. Για την ακρίβεια, το μόνο σοβαρό που είχαν ήταν ένα μαυρισμένο μάτι.

Την ίδια μέρα, σχεδόν την ίδια ώρα απήγγειλαν την κατηγορία στον Μικ και σ’ εμένα, 10 Μαΐου του 1967, γινόταν και η σύλληψη του Μπράιαν Τζόουνς στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο. Η παγίδα είχε οργανωθεί και συντονιστεί με εξαιρετική ακρίβεια. Εξαιτίας όμως ενός μικρού λάθους στη σκηνοθεσία, οι δημοσιογράφοι και τα κανάλια έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος μερικά λεπτά πριν η αστυνομία χτυπήσει την πόρτα του Μπράιαν με το ένταλμα σύλληψης. Μάλιστα, για να φτάσουν οι αστυνομικοί έπρεπε να ανοίξουν δρόμο μέσα από ένα πλήθος από δημοσιογράφους – κοράκια που είχαν μαζευτεί απ’ έξω. Αυτή η συνωμοσία όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στη φάρσα που παίχτηκε αργότερα.

Η δίκη του Ρέντλαντς, όπως τη λέγανε, έγινε στα τέλη του Ιουνίου στο Τσίτσεστερ με δικαστικούς που σε έκαναν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι πίσω στο 1930. Στην έδρα καθόταν ο δικαστής Μπλόκ, ο οποίος ήταν εξήντα-και- βάλε, περίπου όσα είμαι εγώ τώρα. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε δικαστήρια και δεν ήξερα πως ακριβώς θα αντιδρούσα. Δεν είχα όμως και πολλές επιλογές με αυτόν τον δικαστή, αφού ήταν πολύ προσβλητικός απέναντί μου. Ήταν ολοφάνερο ότι προσπαθούσε να με προκαλέσει για να έχει μετά το πάνω χέρι. Με αποκάλεσε «απόβρασμα» και «λέρα» επειδή είχα επιτρέψει να γίνει χρήση κάνναβης στον ιδιόκτητο χώρο μου και είπε : «Σε τέτοιους ανθρώπους δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθεροι». Έτσι, όταν ο εισαγγελέας μου είπε ότι σίγουρα έπρεπε να γνωρίζω τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι μου, ιδιαίτερα όταν υπήρχε εκεί ένα γυμνό κορίτσι τυλιγμένο με μια γούνα – γιατί βασικά γι αυτό με κατηγορούσαν -, εγώ δεν είπα ένα απλό «Ω, ζητώ συγνώμη. Εξοχότατε»

Εισαγγελέας : Είστε σίγουρος ότι θεωρείτε απόλυτο φυσιολογικό το γεγονός ότι μια γυναίκα φοράει μόνο μια γούνα παρουσία οκτώ ανδρών, δύο από τους οποίους ήταν μπράβοι και ο τρίτος Μαροκινός υπηρέτης;

Κιθ :Δεν είμαστε γέροι. Δεν έχουμε ψευτο-ηθικές αναστολές.

Γι’ αυτή την απάντηση έφαγα ένα χρόνο στις φυλακές του Γουόρμγουντ-Σκράμπς. Τελικά βέβαια έκανα μόνο μιά μέρα μέσα…»

Κιθ Ρίτσαρντ, LIFE, μετάφραση του Γιάννη Νενέ, σε συνεργασία με τον Τζείμς Φοξ, σς. 278-279.

Keywords
Τυχαία Θέματα