«νιώθω ότι φεύγω με την ουρά στα σκέλια»

ΆρθραΑρθρογράφος: Βασίλης Συμεωνίδης

«νιώθω ότι φεύγω με την ουρά στα σκέλια»

Βασίλης Συμεωνίδης

[email protected]

Η φράση που επιλέχτηκε για τίτλος είναι ο ψίθυρος ενός συναδέρφου που μετά από τριάντα δύο χρόνια υπηρεσίας αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να ζητήσει τη συνταξιοδότησή του. Συζητούσαμε πρόσφατα την πορεία του στα σχολεία. Από το τέλος της δεκαετίας του ’70 στην ελληνική εκπαίδευση έπνεε ο άνεμος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού· έστω και καθυστερημένα, ετεροχρονισμένα, δημιουργούσε χαραμάδες

και έδινε το κουράγιο για ευφορία και δουλειά, άφηνε περιθώριο για ένα κλίμα χαράς. Η εκπαίδευση στρεφόταν περισσότερο στον εκπαιδευτικό, η κοινωνία προσδοκούσε από τα σχολεία, οι μαθητές ένιωθαν ότι κάτι άλλαζε. Αυτήν την ατμόσφαιρα συνάντησε ο συνάδερφος ξεκινώντας.

Μπορεί τα παραπάνω να είναι σχηματικά· και βέβαια τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά, αλλά δεν βρίσκω άλλον τρόπο για να δείξω ότι η δουλειά όσων βρίσκονταν στις αίθουσες διδασκαλίας δεν ήταν μόνο μονότονη διεκπεραίωση διδακτέας ύλης και υποταγμένη εφαρμογή αντιφατικών γραφειοκρατικών εγκυκλίων. Ήταν εκείνη η εκπαιδευτική χαραμάδα των δέκα – δεκαπέντε χρόνων, από το 1976 και μετά που άφηνε περιθώριο ανάσας.

Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και η έξαρση των εθνικισμών είχαν τον αντίκτυπό τους και στην εκπαίδευση και αντίστροφα, απαιτούσαν από την εκπαίδευση να συντελέσει στην κυριαρχία τους ακόμα περισσότερο. Από το τέλος της δεκαετίας του ’80 η χαραμάδα της ελευθερίας στα σχολεία άρχισε να κλείνει. Τα περιθώρια ελευθερίας έπρεπε να περιοριστούν, η κατάσταση έπρεπε να ελεγχθεί ασφυκτικά. Η ποδιά του Κοντογιαννόπουλου δεν ήταν τόσο ζήτημα εξωτερικής εμφάνισης… Μάλλον περισσότερο υποδήλωνε συμβολικά την πειθάρχηση και τη επιβολή προς την οποία στεφόταν όλο και πιο καθαρά ο στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Και για να επιτευχθεί ο στόχος άρχισε συστηματική απαξίωση, συκοφάντηση, ταπείνωση όσων δουλεύουν μέσα στις αίθουσες. Μόνιμη επίθεση με τρόπους αυταρχικούς, με ύφος συχνά χυδαίο, με χαρακτηρισμούς αγοραίους. Η κοινωνία και η κοινή γνώμη δηλητηριάστηκε με αντιεκπαιδευτικές τοξίνες. Ο εκπαιδευτικός της διδακτικής πράξης μπήκε μόνιμα στο στόχαστο και παρουσιάζεται να είναι ο μόνος φταίχτης για την κατάντια της εκπαίδευσης όπως τη σχεδίασαν άλλοι, νεοφιλελεύθεροι κήρυκες.

Μετατρέψανε τα σχολεία σε χώρο μπίζνας. Πρόχειρα θυμάμαι τα κονδύλια που ρούφηξε η «Παιδεία ανοιχτών οριζόντων» των Αρσένη – Ανθόπουλου και τα κονδύλια που ρούφηξε (και ρουφάει) η «κοινωνία της πληροφορίας» στα σχολεία. Και κατά παράξενο τρόπο όλα αυτά δεν γιατρεύουν τίποτε από τις αρρώστιες των σχολείων. Και τώρα – ξανά – η καινούρια μπίζνα της αξιολόγησης που βάζει τον εκπαιδευτικό ακόμα περισσότερο στο στόχαστρο της ενοχής. Ήρθε η στιγμή να φύγουν οι «ανάξιοι», οι «γερασμένοι», οι «βρωμιάρηδες» για να θυμηθώ κάποιους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν αυτήν την τελευταία δεκαπενταετία από την αμετροεπή φλυαρία αρμοδίων και συνεπικούρων. «Και έμπηξαν το μαχαίρι βαθιά στην καρδία…».

Αυτός είναι ο θρίαμβος της εκπαιδευτικής πολιτικής... Με αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, και όταν έχουν περάσει τριάντα δύο χρόνια παρουσίας μέσα στις σχολικές αίθουσες, εφόσον καθετί από την καθημερινή προσπάθεια και αγωνία απαξιώνεται, νιώθεις ότι φεύγεις με την ουρά στα σκέλια, ότι σε κλωτσάνε. «‘Σαν ένα σκυλί’ είπε αυτός ‘και ήταν σα να επρόκειτο η ντροπή να μείνει και μετά το θάνατό του’».

Κι αυτοί που μένουμε;

Keywords
Τυχαία Θέματα