Επτά μέρες χωρίς κινητό & Ίντερνετ

Τώρα που με τις εταιρίες παίζουμε το παιχνίδι “πληρώνω, δεν πληρώνω”  (και φυσικά καταλήγουμε στο δεν πληρώνω) καλό είναι να μάθεις πως ζεις χωρίς κινητό και ίντερνετ.

Από τον Νάσο Σιδέρη

Απόγευμα Παρασκευής. Ανοίγουμε κουβέντα για το πόσο σπαστικό είναι να μένεις από μπαταρία στο κινητό – ειδικά τώρα με τα smartphones με τα άπειρα applications που κάνουν την μπαταρία να πέφτει σε χρόνο ρεκόρ. Είμαι ο μόνος στην παρέα που υποστηρίζει ότι μπορείς να ζήσεις χωρίς κινητό και ότι όλα είναι

θέμα συνήθειας. Και τότε μπαίνει το στοίχημα: «Ναι; Για να σε δούμε χωρίς κινητό δυο τρεις μέρες, και μάλιστα εργάσιμες» με προκαλούν και τσιμπάω. Αποδέχομαι την πρόκληση, χωρίς να το πολυσκεφτώ.

Κοιτάω τα δυο μου κινητά –προσωπικό και επαγγελματικό– και σκέφτομαι: «Δε γίνεται δυο τόσο δα πραγματάκια να με εξουσιάζουν. Θα σας δείξω εγώ». Πριν τα κλείσω, γράφω σε χαρτί τα δέκα πιο σημαντικά νούμερα. Παίρνω από το σταθερό τον Κ. και τον ρωτάω τι θα κάνουμε το βράδυ. Μου απαντά ότι έχουν κλείσει τραπέζι στο πιο hot μαγαζί του Κολωνακίου. Ο Κ. φτάνει στα ραντεβού μας πάντα με καθυστέρηση μισής ώρας, ή και περισσότερο. Ακολουθεί ο εξής διάλογος: «Απόψε μην αργήσεις πολύ. Δεν θα έχω κινητό». «Γιατί; Χάλασαν και τα δύο;» «Όχι. Κάνω ένα ρεπορτάζ για τη ζωή χωρίς κινητό». Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τέλος πάντων. Το τραπέζι είναι στο όνομα του Γιώργου. Μπες και τα λέμε μέσα». Οκέι, σκέφτομαι, δεν είναι τόσο δύσκολο, και παίρνω τηλέφωνο την Τ. με την οποία φασώθηκα χθες βράδυ. Δεν απαντά. Αφήνω μήνυμα: «Πάρε με όταν θες στο σπίτι». «Στο σπίτι», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Νιώθω σαν πράκτορας της MI6. Ή της ΜΙ5; Ποιο είναι σωστό; Δεν μπορώ να το ψάξω και στη Wikipedia. Η ώρα περνά και ο καναπές με αγκαλιάζει. Ξυπνάω στη 1:30. «Γαμώτο!». Πετάγομαι και βρίζω τον Κ. που δε με πήρε ένα τηλέφωνο να με ξυπνήσει. Αφού ξέρει το σταθερό μου! Ντύνομαι σε χρόνο ρεκόρ και κατεβαίνω στο Κολωνάκι. Η ουρά έξω από το κλαμπ είναι μεγαλύτερη και από ουρά συνταξιούχων στην τράπεζα. Έπειτα από δέκα λεπτά φτάνει η σειρά μου. Ο πορτιέρης δε με θυμάται, οπότε του λέω το όνομα στο οποίο έχει κλειστεί το τραπέζι. «Λυπάμαι. Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα» μου λέει. «Αποκλείεται. Είναι ήδη μέσα». Του διευκρινίζω ότι είμαι κολλητός του Κ., ο οποίος είναι γνωστός σε όλα τα κλαμπ του Κολωνακίου. Τίποτα. Οι από πίσω διαμαρτύρονται επειδή τους καθυστερώ, οπότε αποχωρώ σαν βρεγμένο γατί. Σύμφωνα με τους όρους του «στοιχήματος», δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω κανένα άλλο κινητό, ενώ η ιδέα να βρω καρτοτηλέφωνο και κάρτα για να μιλήσω με τον Κ. μου φαίνεται πιο περίεργη και από το να κυκλοφορήσω γυμνός στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Προσπαθώ να σκεφτώ τι θα κάνω. Μα, ναι! Το συγκεκριμένο κλαμπ επικοινωνεί με ένα δεύτερο που έχει άλλη είσοδο. Έχω να το κάνω αυτό από τα 23 μου. Πηγαίνω στην είσοδο του δεύτερου κλαμπ, προσπερνάω τις μαινόμενες ρέιβερ και σε ένα λεπτό βρίσκω την παρέα μου. «Γιατί μου είπες ότι το τραπέζι είναι στο όνομα του Γιώργου; Έφαγα πόρτα, ρε μαλάκα!». Ο Κ. μου εξηγεί ότι

Keywords
Τυχαία Θέματα