Ήταν ανθρωπος

Με την πρώτη ματιά, έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο έδαφος , μόνη , παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από τα πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν και στις γιορτές.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδια βιάζονταν να πάνε σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς, είχε στο μυαλό του σε ουράνια θεματα
και δεν την πρόσεξε. Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι. Σταμάτησε στη στάση και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δε μίλησε. Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαινό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο  άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια» σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε : «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου» Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά «Κοίταξε μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλητη!» Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους Αντρέα ! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις!» «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά» είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της θα έπρεπε να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της. Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορειου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές ;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί» απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και τα δίνουν στους πλούσιους» «Όχι, φταίνε οι άλλοι» μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’αποταμιεύουν» είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε, όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα. Και όλοι αυτοί ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθυά ανάλυση. Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ’αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε το διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε κυρία να αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ικανοποιημένος που ήταν άνθρωπος της δράσης. Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της : «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ να απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες
Keywords
Τυχαία Θέματα