Ο καναπές της Καλής Εποχής

Γραφει ο αρισταρχος

Τα μέτρησες έξη φορές απ’ το πρωί. Αυτά είναι. Όσο και να τα μετρήσεις τόσα θα μείνουν, εξήντα τρία ευρώ και κάτι πεντάρες. Κάθε φορά ψυχοπλακώνεσαι, βρίζεις, αγανακτείς και ύστερα θολούρα, κενό. Όλα γίνονται κουβάρι αθέατο. Κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί. Το νιώθεις που σε πιέζει το στομάχι κι ανεβαίνει προς τα πάνω για να σε πνίξει.

Τι να πρωτοπληρώσω μ’ αυτά ρε γαμώτο. Σήμερα μούρθε και το εξώδικο από την τράπεζα για κείνα τα διακόσια εβδομήντα ευρώ, υπόλοιπο από μεγάλο δάνειο. Δεν

αξιώθηκα να το ξοφλήσω και τώρα ξευτιλίζομαι γι πενταροδεκάρες. Άει σιχτήρ, παλιοκερατάδες. Παλιοκλεφτρόνια.

Και το μυαλό σου αγκαλιάζει όλο το σκηνικό χωρίς να διακρίνεις κάτι καθαρά. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, κλέφτες μέχρι κι ο γείτονάς σου ο κοντοστούπης με τις πολιτικές άκρες. Αυτόν τώρα που τον θυμήθηκες. Βλέπεις τον γιό του τακτοποιημένο, έ; Σκατά! Όλη η ζωή σου, η κοινωνία, η χώρα σου έγινε σκατά. Με εξήντα τρία ευρώ τι να κάνεις, που να τα κολλήσεις!.

Το πιάνεις το ρημαδοκέφαλό σου με τα δυό σου χέρια γιατί ξέρεις πως οι σκαληνοί μυς θα ατονίσουν και το ξερό σου θα κρεμαστεί. Πάλι κενό. Δεν κατεβάζεις τίποτε. Τότε σούρχεται η έμπνευση, το χαζοκούτι!. Το ανοίγεις μήπως και άλλαξε κάτι. Ακούς τον παππού να σε κοιτάει χαμογελώντας κάπως με σαδισμό «… ο γιατρός μας, το ραντεβού μας» Πατάς γρήγορα το κουμπί κλείνεις την τηλεόραση και πετάς το τηλεχειριστήριο. Τι διάολο, γέμισε διαφημίσεις με γερόντια και τηλέφωνα για ραντεβού. Τόσα πολλά βγάζουν οι άνθρωποι με ένα τηλέφωνο και έναν υπολογιστή. Και συ, με τα δυό πτυχία και το μετά το πτυχίο τίποτα; Αδικία.

Ανοίγεις πάλι την τηλεόραση. Πέφτεις πάνω σε μια δημοσιογραφική φάτσα ολόϊδια παπαγάλου. Κι απέναντι ένας λιμοκοντόρος με περίεργη φωνή. Στον αέρα πηγαινοέρχεται ένα μνημόνιο που δεν το βλέπεις αλλά το ψυχανεμίζεσαι. Σκέτη αποχαύνωση. Πατάς Off.

Κάτι πρέπει να κάνεις, ξύπνα. Με τις ξάπλες στους καναπέδες και 63ευρώ στην τσέπη ούτε κλέφτης θα σε λυπηθεί. Ανοίγεις το ένα μάτι και το στροφογυρίζεις. Μπα, τίποτε δεν άλλαξε. Ξαναπατάς τηλεχειριστήριο, είναι ώρα για joker. Που; με του Φερεντίνου την γκαντεμιά, ούτε δύο θα πιάσεις. Άστο.

Το τηλέφωνο γεμίζει τον χώρο με νότες,‘Far from love’. Το κοιτάς που φωτίζεται. Ρίτσα! Ζυγίζεις την συναισθηματική κατάσταση και αποφαίνεσαι όχι. Το κλείνεις ενώ ξέρεις πως για το επόμενο τέταρτο με μισή ώρα θα χτυπάει. Δεν έχεις όρεξη, τώρα το μυαλό σου πλημμύρησε από την ανεργία σου, την απόλυσή σου, τις υποχρεώσεις σου, την πλαδαρή και ιδρωμένη φάτσα του ιδιοκτήτη της δουλειάς να σου λέει χάσατε. Μείον, μείον  ίσον 63ευρώ. Πάρτα και δίνε του. Το τηλέφωνο ξαναρχίζει “Far from love”. Μπα, πρέπει ν’ αλλάξεις κλήση αυτό έγινε πολύ κοινότυπο. Το κλείνεις και το πετάς κάτω από ένα μαξιλάρι.

Δεν έχεις και κανέναν έξω από την Ελλάδα να την κάνεις. Συρία! Ναι ρε, πως και δεν το σκέφτηκες, όρμα για μισθοφόρος. Καλά λεφτά, αντρίκια δουλειά κατάλληλη για τα γερά σου μπράτσα. Τι διάολο 31 χρονών είσαι. Κανένα πρόβλημα.

Ά

Keywords
Τυχαία Θέματα