Αστραπόβροντα θα φτιάξω να τσακίσω το άδικο!

Ψέματα λένε. Δεν βγήκα από μάνας μήτρα εγώ. Από το εκμαγείο του Ήφαιστου ξεμπούκαρα. Στραφταλιστό μεταλλοτέχνημα που έπλασε με την σμίλη του ο σακάτης θεός της φωτιάς. Σφυρηλατώντας το καλούπι μου πάνω στο σκουριασμένο του αμόνι, μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη σκάρωσε και την δική μου φτιαξιά.

Ναι! Μέσα στο ντουμανιασμένο απ’ την καπνιά εργαστήρι του ζαβοσκέλη χαλκιά μεγάλωσα. Ανάμεσα σε καμίνια και φυσερά. Δίπλα από τα πύρινα αστραπόβροντα που μαστόρεψε ο Ήφαιστος για τον Κοσμοσείστη Δία· το φτερωτό κράνος του Ερμή, το άρμα του Ήλιου και το σκήπτρο του Αγαμέμνονα. 

Δεν

έχω μάνα εγώ. Μα μέσα απ´ τα καμίνια ξεπετάχτηκα…

Μια ζωή αυτό το χαζοβιόλικο παραλόγιασμα είχα. Πίστευα πως ήμουν αναθρεφτός του Ήφαιστου. Άβροτος. Άτρωτος από της Μοίρας τις κατεργαριές και τα βρώμικα παιχνίδια.

Ντιπ χαϊβάνι απ’ την κούνια!  

Συνεπαρμένος από τον οίστρο των παραισθήσεων μου, μια ζωή νεφελοβατούσα σ ένα νεραϊδόπλαστο σύμπαν. Μέχρι που μια μέρα ο πολύφρων Ήφαιστος αποφάσισε να μου αποκαλύψει την αλήθεια. Θρυψαλιάζοντας τον χαλκευμένο κόσμο μέσα στον οποίο χρόνια γυρόφερνα σαν μεσημεριάτης ήλιος...

«Πρέπει να μιλήσουμε...» μου είπε με τραχιά φωνή.

Ο Ήφαιστος σηκώθηκε από την θέση του, πήρε μια χρυσοκέντητη λύρα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο και μου την έδωσε.

«Η λύρα αυτή είναι δική σου...»

«Δική μου;»

«Ναι! Για σένα την έφτιαξα...»

Κοίταξα τον Ήφαιστο μ απορία. 

«Και τι να κάνω εγώ την λύρα; Δεν ξέρω να παίζω!»

«Θα μάθεις...»

Ο Ήφαιστος άπλωσε τα χέρια και μ έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του. 

«Το πεπρωμένο σου δεν είναι να γίνεις σιδεράς σαν κι εμένα. Το δικό σου γραφτό είναι να γίνεις ψυχαγωγός. Την τέχνη του χαλκιά στην έμαθα έτσι, για ν έχεις αραξοβόλι αν κάτι πάει στραβά στην ζωή σου...»

«Ψυχαγωγός;» επανέλαβα έκπληκτος.

«Ναι... Το πεπρωμένο σου είναι να άγεις ψυχές… Να προσφέρεις παιδία, τέρψη και πνευματική καλλιέργεια. Αυτό όρισαν για σένα οι Μοίρες. Το δικό σου γραφτό είναι να γυρίζεις τ Ανθεστήρια και τα Μεγάλα Διονύσια και να παρέχεις ξέδομα σε θεούς και ανθρώπους με τα ποιήματα σου, τις θεατρικές σου παραστάσεις και τα τραγούδια σου. Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα φτερά σου παιδί μου...Τράβα να βρεις τον δρόμο σου...»

Τι να έκανα! Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Καβάλησα το φτερωτό άλογο του Πήγασου κι άρχισα να γυροφέρνω τη γης, άγοντας ψυχές και προσφέροντας τέρψη και πεδία. Αυτό που όρισαν οι Μοίρες.

Σαράντα ολόκληρα χρόνια κράτησε το ταξίδι. Κάποια στιγμή κουράστηκε η ψυχή μου να τραγουδά και να βαράει ταμπούρλα και ζήτησε απ’ τον Πήγασο να την πάει πίσω στον τόπο που γεννήθηκε. Πεθύμησε να σεργιανίσει και πάλι στις βουνοκορφές του Πενταδάκτυλου, να δει τον ήλιο να δύει στο λιμανάκι της Κερύνειας και να επισκεφτεί το Καζάφανι. Το χωριό του παππού μου. Να ξαναμπεί στο σιδεράδικο του. Εκεί που ακούραστα, χρόνια ο γέρο-σιδεράς σφυρηλατούσε τα όνειρα του. 

Ουαί κι αλίμονο όμως! 

Πενταδάκτυλος, Κερύνεια και Καζάφανι έχουν όλα Τουρκέψει… Και στο αρχοντικό του παππού δεν ζουν κατοπινοί «σιδεράδες» αλλά Ογούζοι ξενομερίτες… 

Μάνιασα. Έγινα θεριό ανήμερο. Γι’ αυτό κι αποφάσισα να πετάξω την λύρα που μου χάρισε ο ζαβοσκέλης Ήφαιστος. Να σταματήσω να «άγω ψυχές» και να γυροφέρνω σε εξτραβαγκάτζες, σε φιέστες και πανηγύρια. Έτσι κι αλλιώς άδικα έχασα σαράντα τόσα χρόνια της ζωής μου προσπαθώντας να σπρώξω την τέχνη μια ίντσα μπροστά. Κανείς δεν ακούει… Κανείς δεν διαβάζει… Κανείς δεν νοιάζεται για τις τέχνες και τον πολιτισμό…

Κρίμα! 

Ίσως μια μέρα κάποιος αρχαιολόγος βρει τα καλλιτεχνήματα μου ανάμεσα στα χαλάσματα που θα αφήσει πίσω του το αφήνιασμα του νεοπλουτισμού κι η ματαιοδοξία των Αχαιών. Που αντί αντρίκια κι αρσενόθυμα να ξεσηκωθούν και να κονταροχτυπηθούν με τον Ξέρξη, δακτυλοδεικτούν ο ένας τον άλλο· κατηγορώντας τον πως αυτός φταίει για την κατάντια μας. Ενώ την ίδια στιγμή, πίσω απ’ τις κουΐντες, «εν κρυπτώ και παραβύστω» καταριθμούν τα αργυρά τετράδραχμα που τους χάρισαν οι βρώμικες συναλλαγές τους, η κόπρος της διαπλοκής και το αχαλίνωτο πάθος τους για το χρήμα. 

Μα εγώ τεχνίτης γεννήθηκα. Ανάμεσα στα καμίνια και τα φυσερά μεγάλωσα. Την τέχνη του σιδερά την ξέρω καλά! Γι’ αυτό και το πήρα απόφαση. Θα μπω ξανά στο σιδεράδικο. Θα πάρω αμόνι και βαριά… θα βάλω μπρος τα φυσερά… κι αστραπόβροντα θα φτιάξω να τσακίσω το άδικο! 


Σταύρος Σιδεράς 

Συγγραφέας, Συνθέτης, Παραγωγός &Σκηνοθέτης,

Επίτιμος Καθηγητής , 

Δημοσιογράφος, 

Πρόεδρος του συνδέσμου «Χάρισμα», 

Μέλος της UNESCO τεχνών, λόγου και επιστημών Ελλάδος

Keywords
Τυχαία Θέματα