Σελίδες απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή

Κίχλη Α’

«Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»

του Γιώργου Σεφέρη

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε

να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·

κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά

κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι

ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·

οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό

μήτε για τη μικρούλα

σουσουράδα

που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·

δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια

ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.

Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά

που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,

κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες

γυαλιστερές πάνω στη μέρα·

όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,

ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν

μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν

μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν

ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε

ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,

θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους

καμιά φορά, σα σταματήσω·

ακόμη

καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές

μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου

κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι

πως κάποιος ετοιμάζεται να ’ρθει, πως τον στολίζουν

μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα

και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες

γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,

πως ετοιμάζεται να ’ρθει να μ’ αποχαιρετήσει·

ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη

γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,

Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,

από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,

με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,

πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει

εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.

Μέρες, Δ’ – Ε’

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

«Χτες το πρωί μνήμη της Σκάλας κατά το φθινόπωρο: Σφύριγμα του βοριά που δυνάμωνε μέσα από τις χαραμίδες των παραθύρων, μέσα από τα σκοινιά των καϊκιών – χαρακτηριστικό σφύριγμα. Πρώτα ζεστά φορέματα. Η θάλασσα ολοένα άσπρη από τα κύματα. Συνέχεια να καταλαβαίνεις την δύναμη του καιρού από το χρώμα της θάλασσας, κοιτάζοντας από τζάμια της κρεβατοκάμαρας με το πλατύ μπρούντζινο κρεβάτι. Χρώμα του λαβομάνου, δεξιά κατά το παράθυρο: λαδομπογιά άσπρη και κίτρινη με λουρίδες κυματιστές. Καΐκια γυρίζοντας με τις μούδες πιασμένες ή με το φλόκο, ή ολότελα ξυλάρμενα. Οι ψαροπούλες με το μικρό πανί της φουρτούνας: το κότερο. Οι ψαροπούλες δεν ήταν όλα τα ψαράδικα. Ήταν καΐκια που συνόδευαν τις τράτες και κουβαλούσαν το ψάρι για πούλημα. Όλες από τον Τσεσμέ. Ένας θαλασσινός λέγοντας στην μητέρα μου, καθώς έδενε τον χαλκά: ‘‘Κυρία, ταξιδεύουμε, κι ο χάρος είναι στο πλευρό μας’’».

(Μέρες, Δ’, σ. 21-22, 9.2.1941)

«Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια». (σ. 7)

«Από την άλλη όχθη του δρόμου, το μπροστινό κομμάτι του περιβολιού της γιαγιάς έχει γίνει δημόσιος κήπος… Πέρα από το περιβόλι, ξαφνιάστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό, το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος. Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε, αλλά παρακάτω χάος: ούτε αμπέλια, ούτε λιόδενδρα, ούτε ροδιές, ούτε συκιές: ένας χέρσος τόπος. Από το άλλο μέρος, δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία, ο γερο-πλάτανος μας άφησε χρόνους, εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με τα σπουργίτια του. Η εκκλησιά μας, ο Άη Νικόλας, έχει γίνει σχολείο. (Βλέπω την μάνα μου, με το ασημένιο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο). Κάτι μένει από τ’ αντικρινά της σπίτια, όπου κατοικούσε ο Στέφανος ο Σιμιώνης, ο βαρκάρης μας».

(Μέρες, Ε’, σ. 201)

«Είναι ο τόπος σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη της γης σου – κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο. Δεν το ’χα νιώσει άλλη φορά, τούτο το συναίσθημα, έτσι… Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα, αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονώ που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει το ημερολόγιό του… Μια τόσο υπερβολική κατάσταση μπορεί να τη βαστάξει κανείς χωρίς να τρελαθεί για λίγες μέρες, όχι περισσότερο».

 (Μέρες, Ε’, σ. 213, 17.10.1950)

Αθήνα, Ίκαρος, 1947. Πρώτη Έκδοση, περιορισμένη σε 300 αριθμημένα αντίτυπα 

Το βιβλίο: Τόσο σε αυτό το ποίημα «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»όσο και στις «Μέρες» στα ημερολογιακά του κείμενα ο Σεφέρης στεγάζει τις αναμνήσεις του από τη Μικρά Ασία, τη Σμύρνη, τη γενέθλια πόλη του ποιητή, και το πατρικό του στη συνοικία της Σκάλας. Ο γενέθλιος τόπος, όσο και το πατρικό σπίτι είναι η δική του πατρίδα που αναπολεί «Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη…».Τόπος, σπίτι, πατρίδα, είναι που εμπνέουν τον κόσμο του με συγκίνηση. Η πατρίδα του τον πληγώνει και το σπίτι του στοιχειώνει τη μνήμη του.

Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης

Ο ποιητής: Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, βραβείο το οποίο έλαβε αργότερα κι ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Σεφέρης υπήρξε Έλληνας διπλωμάτης με σπουδαία καριέρα. Πέθανε στην Αθήνα το 1971. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.

Διαβάστε επίσης:

Γενικευμένη παρακολούθηση σε όλη την Ευρώπη

ΠΑΣΟΚ για παρακολούθηση Ανδρουλάκη: Πρέπει να βρεθούν οι υπαίτιοι

Οι στρατηγικές επιδιώξεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ στη μάχη για τις υποκλοπές

Keywords
Τυχαία Θέματα