Η διαιώνιση των ανισοτήτων στις συντάξεις αποκαλύπτει προνόμια δημοσίου και αδικίες στον ιδιωτικό τομέα

Τα τελευταία χρόνια, η ανισότητα στο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας έχει γίνει όχι απλώς εμφανής, αλλά βαθιά ριζωμένη και ανεπίλυτη. Οι νέες συντάξεις που χορηγεί το Δημόσιο είναι κατά μέσο όρο σχεδόν 60% υψηλότερες από αυτές του ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας μια παγιωμένη και άδικη διαφορά που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τα 450 ευρώ το μήνα. Πρόκειται για μια στρέβλωση που αποκαλύπτει την αδυναμία και την αποτυχία του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος να αντιμετωπίσει τις χρόνιες ανισότητες και να διασφαλίσει δίκαιη μεταχείριση των ασφαλισμένων.

Η πρόσφατη έκθεση του πληροφοριακού

συστήματος «Ήλιος» για τον Μάρτιο επιβεβαιώνει αυτό το σοβαρό πρόβλημα. Από τις 21.391 νέες συντάξεις που δόθηκαν, οι 12.095 αφορούσαν ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, ενώ μόλις 877 προέρχονταν από πρώην δημόσιους υπαλλήλους. Παρά τον μικρότερο αριθμό, οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες, με μέσο όρο 1.217 ευρώ έναντι μόλις 766 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα — μια διαφορά που ξεπερνά το 59%, και αποκαλύπτει τις βαθιές διαρθρωτικές ανισότητες του συστήματος.

Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των συνταξιούχων βρίσκεται εγκλωβισμένη σε χαμηλά εισοδήματα. Περισσότερο από το 59% λαμβάνει κύρια σύνταξη κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ το 15% ζει με λιγότερα από 500 ευρώ το μήνα, ποσά που δεν επαρκούν για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτό αποδεικνύει ότι το σύστημα δεν λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, αφήνοντας τους συνταξιούχους σε συνθήκες οικονομικής ανασφάλειας και φτώχειας.

Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες επιλέγουν συνειδητά τις χαμηλότερες ασφαλιστικές κατηγορίες για να μειώσουν τις μηνιαίες τους εισφορές. Αυτή η επιλογή, αν και ανακουφίζει οικονομικά βραχυπρόθεσμα, σημαίνει ότι θυσιάζουν το δικαίωμά τους σε μια αξιοπρεπή σύνταξη στο μέλλον. Οι εισφορές στις χαμηλότερες κατηγορίες δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν σημαντικό συνταξιοδοτικό εισόδημα, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι μετά από 30-35 χρόνια ασφάλισης οι συντάξεις δεν ξεπερνούν τα 650-750 ευρώ, ένα ποσό που καταδικάζει τους ασφαλισμένους σε φτώχεια.

Αντίθετα, μόνο όσοι ασφαλισμένοι επιλέγουν τις ανώτερες κατηγορίες μπορούν να ελπίζουν σε συντάξεις που προσεγγίζουν τα 1.100 ευρώ ή και 1.900 ευρώ μηνιαίως, αλλά αυτοί αποτελούν μειοψηφία. Η αποφυγή των υψηλότερων κατηγοριών οφείλεται κυρίως στην οικονομική αδυναμία των ασφαλισμένων και στην ανεπαρκή ενημέρωση σχετικά με τις συνέπειες των επιλογών τους. Η πολιτεία δείχνει αμέτοχη στο να παρέχει την απαραίτητη πληροφόρηση και υποστήριξη, αφήνοντας μεγάλο μέρος των ασφαλισμένων να λαμβάνει συντάξεις φτώχειας από δική τους άγνοια ή αναγκαιότητα.

Αυτή η διπλή στρέβλωση — η υπερβολική προνομιακή μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων και οι χαμηλές συντάξεις στον ιδιωτικό τομέα — αποτελεί ένα χρόνιο πρόβλημα που συνεχίζει να διογκώνεται. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και συστημικών αδυναμιών που οδηγούν σε κοινωνικές ανισότητες και οικονομική αδικία. Η κατάσταση απαιτεί άμεση και ριζική αναθεώρηση της ασφαλιστικής πολιτικής, με κεντρικό στόχο την ισότητα, τη διαφάνεια, τη βιωσιμότητα και την ουσιαστική ενημέρωση των ασφαλισμένων για τις επιπτώσεις των αποφάσεών τους.

Αν δεν υπάρξουν τομές και δεν εφαρμοστούν πολιτικές που θα εξισορροπήσουν τις συντάξεις, η φτώχεια των συνταξιούχων και η κοινωνική ανισότητα θα βαθαίνουν, απειλώντας την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα του συστήματος. Η χώρα οφείλει να σταματήσει να αναπαράγει αυτές τις αδικίες και να οικοδομήσει ένα ασφαλιστικό σύστημα δίκαιο και βιώσιμο για όλους.

Διαβάστε επίσης:

Πιερρακάκης: Δεν θα παίρνουν την επιστροφή ενοικίου όσοι δεν το πληρώνουν ηλεκτρονικά

Συρρίκνωση εισοδημάτων φρενάρει την πληρωμή φόρων και αυξάνει την οικονομική ανασφάλεια

Ρεύμα και ενοίκια «ροκανίζουν» το εισόδημα των πολιτών σε μια οικονομία υπό πίεση

Keywords
Τυχαία Θέματα
Η διαιώνιση των ανισοτήτων στις συντάξεις αποκαλύπτει προνόμια δημοσίου και αδικίες στον ιδιωτικό τομέα,