ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΠΙ ΠΩΛΟΥ ΟΝΟΥ (1)*

«Πες μου ένα παραμύθι να σωθώ…»

Μια φορά και μη χειρότερα σε ένα μεγάλο μυθικό και πανέμορφο χωριό που ήταν και δήμος με απλούς και φιλήσυχους κατοίκους, εμφανίστηκε ένας κακάσχημος τύπος με μια πολύχρωμη πρόστυχη γραβάτα ο οποίος ανέβηκε σε ένα κούτσουρο και φώναζε στον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα....
γαϊδούρια που θα του πήγαιναν έναντι 1.000 ευρώ το ένα και μάλιστα τοις μετρητοίς. Οι ντόπιοι αρχικά το βρήκανε λίγο περίεργο αλλά η τιμή ήταν απίθανη γιατί τα
γαϊδούρια τότε δεν κόστιζαν πάνω από 100 ευρώ και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν στο σπίτι τους με το πορτοφόλι γεμάτο και με το χαμόγελο στα χείλη. Είχανε πολλά γαϊδούρια τότε.

Ο άντρας λοιπόν με την περίεργη γραβάτα την επόμενη ημέρα επέστρεψε και πρόσφερε 1.500 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους που τα είχαν για βοήθεια στη δουλειά και για τα γεράματά τους, όλη την περιουσία τους δηλαδή με σκοπό να αγοράσουν με αυτά τα χρήματα από αλλού περισσότερα και καλύτερα ζώα.

Τις επόμενες ημέρες ξανάρθε ο ίδιος και προσέφερε 3.000 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμη απούλητα με αποτέλεσμα κι οι τελευταίοι «αμετανόητοι» να πουλήσουν τα μονάκριβα γαϊδούρια τους.

Όταν βεβαιώθηκε τελικά ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος κι ούτε μια γαϊδάρα, ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε την άλλη εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γαϊδούρι θα έβρισκε έναντι 5.000 ευρώ και αποχώρησε.

Την επομένη όμως, ο τύπος ανέθεσε στο συνεταίρο του που δεν τον είχανε ξαναδεί το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με την εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 4.000 ευρώ το ένα αφού φρόντισε πρώτα να αποκλείσει όλους τους δρόμους για να μην έρθουν φθηνότερα γαϊδούρια.

Οι αφελείς κάτοικοι βλέποντας τη δυνατότητα να κερδίσουν πολλαπλάσια, αγόρασαν χωρίς να το γνωρίζουν ξανά τα ζώα τους τέσσερις φορές πιο ακριβά από ό,τι τα είχανε πουλήσει οι περισσότεροι και σαράντα φορές παραπάνω απ’ ό,τι άξιζαν και για να το κάνουν αυτό πήραν δάνεια από την τοπική τράπεζα. Θεωρούσαν μάλιστα και τον εαυτό τους μεγάλο επιχειρηματία που ενώ κάθονταν κέρδιζαν όλοι τόσα πολλά σχεδόν καθημερινά.

Ο ίδιος ο δήμαρχος του χωριού προέτρεπε τον κόσμο να αγοράσει γιατί δήθεν η αξία τους θα ξεπερνούσε σε λίγο καιρό τις 7.000, ακόμη και τις 10.000 μονάδες! Μόνο ο παπάς του χωριού, ο δάσκαλος και η κυρα-Σοφία είχαν διαφορετική άποψη μα κανένας δεν άκουγε και όλοι τους κορόιδευαν.

Όπως φαντάζεστε, μετά από τη συναλλαγή του συνέταιρου οι δύο απατεώνες έφυγαν σε έναν αφορολόγητο παράδεισο της Καραϊβικής ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.

Οι καλοί μας αγροτοκτηνοτρόφοι προσπάθησαν να ξαναπουλήσουν τα ζώα τους για να καλύψουν τα μεγάλα χρέη πλην μάταια! Η αξία τους είχε πατώσει και η τράπεζα κατάσχεσε όλα τα γαϊδούρια και στη συνέχεια τα νοίκιασε
Keywords
Τυχαία Θέματα