Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Β’)

διήγημα τουΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
«Πάρε λοχία την οικογένειά σου κι έλα στον Τσεσμέ να βρής εμένα ή τον ταγματάρχη Τσάκαλο. Βιάσου μόνο γιατί η φρεγάτα θ’ αποπλεύση πρίν τη δύση του ήλιου.»
«Σας είπα κε συνταγματάρχα και πιο πρίν, ότι δεν έχω το κουράγιο ν’ αφήσω τη γή των δικών μου και να λακίσω σαν αλεπού που την....
κυνηγούν οι σκύλοι. Εδώ είναι οι ρίζες μου, εδώ τα χωράφια μου και το μέλλον μου. Εδώ θα παραμείνω.»
«Μη λές κουταμάρες λοχία. Ξέρεις πόσο άγριοι είναι οι άπιστοι. Θα σας κάνουν απίστευτα πράγματα. Άστα όλα και βιάσου.»
«Η απόφασή μου είναι οριστική
κε συνταγματάρχα. Ευχαριστώ..»
«Τι να πώ; Ο θεός μαζί σας»
Αυτή ήταν η συνομιλία, που είχε στο φρουραρχείο της Σμύρνης, ο λοχίας του διαλυμένου πλέον ελληνικού στρατού Ζωλόγλου με τον ανώτερό του και πρώην γείτονά του συνταγματάρχη Αραίο. Τώρα περπατώντας στους δρόμους της πόλης και σκοντάφτοντας σε πολλούς από το πλήθος που έτρεχαν προς την προκυμαίαν σκεφτόταν αν είχε πράξει καλά. Οι αλαλαγμοί απ τους ανθρώπους και ο τρόμος στις παραμορφωμένες όψεις τους, τον τρόμαζε. Μα το μυαλό του πάλι σκεφτόταν, όπως είχε μάθει πάντα να κάνη, με την λογική. Σκυλιά ήταν. Ναι. Μα δεν θα έσφαζαν κι ολόκληρη την πόλη. Κάποτε η οργή τους θα ξεφούσκωνε. Εξάλλου ήταν και οι σύμμαχοι στην μέση. Δεν ζούσαν τον περασμένο αιώνα, που ο σουλτάνος στυγνά εγκληματούσε. Τώρα οι νεότουρκοι επιθυμούσαν ένα κοσμικό, πολιτισμένον κράτος γι’ αυτούς.
Έφτασε κοντά στο σπίτι τους. Άνοιξε την πορτούλα του κήπου και κατήυθυνε τα βήματά του προς τα ενδότερα. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η γυναίκα του η Μαρία πετάχτηκε με αγωνία έξω να τον προυπαντήση. Τον αγκάλιασε τρέχοντας με αγάπη και αγωνία μαζί
«Τι έγινε Ευγένιε; Θα μας πάρουν;» ήταν τα πρώτα της λόγια «θα φύγουμε με το πολεμικό;»
Η κακόμοίρα. Μικρή ήταν σαν ο Ευγένης την γνώρισε κάπου κοντά στο Ζάππειο, όταν ήταν αυτός ένας απλός φοιτητής της φιλολογίας. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα εξ αρχής, ευθύς μόλις την αντίκρυσε. Όταν πήρε το πτυχίο, παρουσιάστηκε στους γέροντες παππούδες της, γιατί η Μαρία έχασε τους δικούς της από μιάν επιδημία, την ζήτησε κι εκείνοι τους έδωσαν την ευχή τους. Πρότεινε τότε να πάρουν μαζί τους και τους γέροντες στην Σμύρνη, αλλά εκείνοι είχαν ζητήσει να μείνουν εκεί, κοντά στον τάφο των παιδιών τους, που βρίσκονταν στο νεκροταφείο των Ηλυσίων. Κάπως έτσι πήρε κι έφερε την νέαν τότε Μαρία, κορίτσι ήταν ακόμα, άγγιζε τα δεκαεπτά, στους δικούς του, όπου κι ετέλεσε το μυστήριο του γάμου.
Η Μαρία τώρα, έχοντας μπεί πια στα εικοσιδύο της χρόνια, ήταν μια πανέμορφη ύπαρξη και στην όψη και στην ψυχή. Τα στήθη της καμαρωτά, οι γοφοί της τονίζονταν στο περπατημά της και το δέρμα της κάτασπρο κι αγνό, θα έκανε κι έναν Όμηρο να αναφωνήση «ω καλλίσφυρα Αφροδίτα!». Τα μαλλιά της έφθαναν ως την μέση, συνήθως ριγμένα από την μια μεριά, αφήνοντας τον έναν ώμο πάντοτε ξέσκεπο ν΄αναδεικνύεται μέσα απ’ τα όμορφα φουστάνια που φορούσε. Παρ’ όλη τη δοκιμασία που είχε περάσει με τις δυο γέννες, έφερε στον
Keywords
Τυχαία Θέματα