Το παρασκήνιο των επιθέσεων drone και της δολοφονίας Αλ Αουλάκι

20:53 6/2/2013 - Πηγή: Antinews

Χάρη σε ένα έγγραφο που διέρρευσε, γνωρίζουμε πλέον τη νόμιμη λογική της διοίκησης για τη δολοφονία του Ανουάρ αλ Αουλάκι. Ο Daniel Klaidman εξετάζει το παρασκήνιο της συζήτησης μετά τη διαρροή.

Την Τετάρτη, το NBC News αποκάλυψε την ύπαρξη ενός εγγράφου που καθορίζει τις νομικές θεωρίες πάνω στις οποίες οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα βασίστηκαν για να δικαιολογήσουν τη δολοφονία αμερικανών πολιτών. Η διαρροή ήρθε τη στιγμή που ο Τζον Μπρέναν, υποψήφιος του προέδρου Ομπάμα για διευθυντής

της CIA, ετοιμάζεται για τις ακροάσεις για την έγκρισή του στη Γερουσία. Αλλά το παρασκήνιο του σημειώματος είναι πολύ μεγαλύτερο από την υποψηφιότητα του Μπρέναν: αποτελεί μέρος μιας μακρόχρονης συζήτησης στο εσωτερικό για το πόσο διαφανής θα πρέπει να είναι η διοίκηση όταν στοχεύει αμερικανούς πολίτες.

Το σημείωμα βασίζεται σε μια πολύ μεγαλύτερη νομική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου από το Γραφείο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Και τα δύο έγγραφα υπάρχουν λόγω των Ανουάρ αλ Αουλάκι, ενός αμερικανού πολίτη ο οποίος ήταν επίσης επικεφαλής του παραρτήματος της Αλ Κάιντα στην Υεμένη. Ο Ομπάμα πίστευε ότι ο Αουλάκι, που ήταν ο εγκέφαλος πολλών προσπαθειών για επιθέσεις στις ΗΠΑ, αποτελούσε μια σοβαρή απειλή για την Αμερική. Αλλά όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον σκότωσαν σε επίθεση μη επανδρωμένου αεροσκάφους, τον Σεπτέμβριο του 2011, οι υπέρμαχοι των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξοργίστηκαν. Υποστήριξαν ότι η δολοφονία ήταν μια συνοπτική εκτέλεση ενός Αμερικανού πολίτη χωρίς τις απαραίτητες διαδικασίες.

Κα’ ιδίαν, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης υποστήριξαν ότι η δολοφονία ήταν μια αναγκαία και νόμιμη πράξη πολέμου για να αποφευχθεί η επικείμενη απειλή στην ασφάλεια του αμερικανικού λαού. Αλλά δημοσίως, είπαν πολύ λίγα. Το πρόγραμμα μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drone) της CIA, έχει χαρακτηρισθεί απόρρητο και ως εκ τούτου δεν αναγνωρίζεται δημοσίως από τους Αμερικανούς αξιωματούχους. Και έτσι, στον απόηχο των επιθέσεων, ο Ομπάμα χαιρέτισε τον «θάνατο του Αουλάκι» ως ένα «σημαντικό πλήγμα» στον αγώνα κατά της Αλ Κάιντα, αλλά δεν έκανε καμία μνεία για την συμμετοχή των ΗΠΑ στην επιχείρηση.

Ωστόσο, παρασκηνιακά, ένα βαθύ χάσμα άνοιξε ανάμεσα σε εκείνους που τάσσονται υπέρ της μεγαλύτερης διαφάνειας και εκείνων που ήθελαν να σιωπούν. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών ήταν ανένδοτη για την προστασία του απορρήτου ενός από τα πιο πολύτιμα συγκεκαλυμμένα προγράμματα. Αλλά άλλοι αξιωματούχοι, κυρίως από τα υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, υποστήριξαν ότι η δολοφονία ενός αμερικανού πολίτη χωρίς δίκη, ενώ δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις, ήταν τόσο εξαιρετική που απαίτησε ένα υψηλότερο επίπεδο δημόσιας εξήγησης.

Το θέμα κορυφώθηκε σε μια συνάντηση στο Δωμάτιο Εκτάκτων Καταστάσεων του Λευκού Οίκου τον Νοέμβριο του 2011, όπου οι αξιωματούχοι εξέφρασαν διάφορες απόψεις. Στο ένα άκρο του φάσματος, στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών πρότειναν να μην αποκαλυφθεί τίποτα. Στο άλλο άκρο, κάποιοι αξιωματούχοι πίεσαν για τη δημοσίευση ενός εγγράφου, το οποίο θα καταγράφει λεπτομερώς τη νομική συλλογιστική που περιέχεται στο αρχικό σημείωμα του Νομικού Συμβουλίου. Κατά τις επόμενες εβδομάδες, πιο χαμηλόβαθμοι φορείς επεξεργάστηκαν συμβιβαστικές επιλογές. Μεταξύ αυτών, ο Γενικός Εισαγγελέας Έρικ Χόλντερ θα έγραφε μια γνώμη στους New York Times, ή θα έκανε μια ομιλία, περιγράφοντας τη νομική υπόθεση της διοίκησης. Αξιωματούχοι διαφωνούσαν για τις διάφορες επιλογές επί μήνες. Κατέληξαν ανάμεσα σε αυτό που ο τότε Αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Denis McDonough ονόμασε ευθαρσώς «half Monty» (τη γνώμη ή την ομιλία) σε σχέση με την εκδοχή του «full Monty» (δηλαδή τη δημοσίευση του εγγράφου). Και τελικά επέλεξαν το «half Monty» και ο Χόλντερ έδωσε μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο τον Μάρτιο του 2012. Στην ομιλία του, ο Χόλντερ υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να στοχεύουν Αμερικανούς εφ’ όσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Είπε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αποφασίσει, μετά από «προσεκτική εξέταση», ότι ο στόχος αποτελούσε μια «άμεση απειλή» από μια βίαιη επίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, και όταν η σύλληψη δεν ήταν εφικτή, η δολοφονία δεν παραβιάζει τους νόμους του πολέμου.

Αλλά για τους νομικούς, το πρόβλημα βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες -και οι παρατηρήσεις του Χόλντερ άφησαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Μερικά από αυτά τα ερωτήματα έχουν ήδη απαντηθεί από τη διαρροή του εγγράφου. Μεταξύ αυτών, το πως η διοίκηση ερμηνεύει την «επικείμενη απειλή»: μάλλον ευρέως, όπως αποδεικνύεται. Το υπόμνημα αναφέρει ότι ένας τρομοκράτης δεν είναι απαραίτητο να προετοιμάζεται για μια συγκεκριμένη επίθεση για να ανταποκρίνεται στο πρότυπο του επικείμενου. Το όριο αυτό πληρείται εάν ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας οργάνωσης όπως η Αλ Κάιντα, η οποία είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, λαμβάνει μέτρα για την προώθηση αυτού του στόχου, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης ή του βομβαρδισμού ενός κτιρίου.

Ο Μπρέναν είχε εκφράσει αυτή τη διαφωνία δημοσίως, σε μια ομιλία του που δεν πρόσεξαν πολλοί, στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ το 2011. «Η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει ολοένα και περισσότερο», είπε, «ότι μπορεί να είναι κατάλληλη μια πιο ευέλικτη κατανόηση του ‘επικείμενου’ όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τρομοκρατικές ομάδες». Και συνέχισε υποστηρίζοντας ότι σε μια εποχή διεθνούς τρομοκρατίας, όταν οι βομβιστές αυτοκτονίας κρύβονται ανάμεσα στους πολίτες, το να βασιζόμαστε στην παραδοσιακή έννοια του επικείμενου –όπως ας πούμε, όταν μια εχθρική δύναμη μαζεύει στρατεύματα και άρματα μάχης στα σύνορα, προετοιμαζόμενη για εισβολή- θα ήταν άσκοπη.

thedailybeast

Keywords
Τυχαία Θέματα