The Liarbirds @ Bios

14:06 6/5/2012 - Πηγή: Mixtape

Πήγα στο Bios την Παρασκευή, σκεπτόμενος πως οι Liarbirds αποτελούν ιδανικό θέμα για μια ταινία, έστω ντοκιμαντέρ, όχι μόνο γιατί είναι μια πολύ καλή μπάντα, αλλά γιατί η ιστορία τους αποδεικνύει πόσο άδικη μπορεί να είναι μερικές φορές η ζωή. Οι Liarbirds θα έπρεπε, αν όχι να απολαμβάνουν φήμης και δόξας, να μπορούν τουλάχιστον να ζουν από την μουσική τους – κάτι που έχουν κατορθώσει, για παράδειγμα, οι αγαπημένοι τους Teenage Fanclub. Αντ’ αυτού, τους πήρε εννιά χρόνια να βγάλουν τον πρώτο

τους δίσκο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι –όπως συμβαίνει συχνότατα σε περιπτώσεις ελληνικών συγκροτημάτων- τα έξοδα ηχογράφησής του και αναζητώντας αργότερα την εταιρεία που θα κόψει τις κόπιες και θα κάνει τη διανομή. Κι όμως, επιμένουν να παίζουν την μουσική που τους γεμίζει, αντί να τα παρατήσουν τελείως ή να πάνε να δουλέψουν σε κάνα σκυλάδικο. Και πολύ καλά κάνουν. Γιατί να αναπαράγεις τα σκουπίδια όταν μπορείς να συμβάλεις κάτι όμορφο;

Αρκετά με τις ποιητικές εξάρσεις. Γύρω στις δέκα, οι Liarbirds έκαναν το οριστικό soundcheck, ρυθμίζοντας κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες. Έδειχναν σε καλή φόρμα, παίζοντας το “Estuary in me” (που πρόσφατα κυκλοφόρησε και σε βίντεο online) και “The Weight” των The Band. Ο ήχος απ’ έξω ακουγόταν μια χαρά, όταν όμως ξεκίνησε η συναυλία αυτή καθεαυτή, κάτι άλλαξε. Ο ήχος στο εσωτερικό του μαγαζιού ήταν μάλλον κακός, κι αυτό δε βοήθησε καθόλου τους Liarbirds. Όμως, το ανταπεξήλθαν· δείχνουν μια δεμένη μπάντα, με καταρτισμένους μουσικούς και, άλλωστε, έχουν πολύ καλά τραγούδια. Οι δύο κιθαρίστες/συνθέτες/τραγουδιστές πείθουν για τις προθέσεις τους και το ταλέντο τους χωρίς να είναι επιδειξιομανείς και ποζεράδες. Ο ντράμερ τους είναι ικανός και με φαντασία. Ο πληκτράς τους είναι ευφυής και αποτελεσματικός. Ο μπασίστας, όπως όλοι οι σωστοί μπασίστες, διακριτικός αλλά στο ύψος των περιστάσεων.

Ο ήχος των Liarbirds είναι παλιομοδίτικος -με την καλή έννοια-, μακριά από τις ποστ-ποστ-ποστ-πανκ χιπστεροπαπαριές που ταλανίζουν και την (όποια) ελληνική σκηνή. Οι δύο βασικοί τους συνθέτες διαθέτουν αυτό που ο Μάρκος Φράγκος και ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος στα nineties όριζαν ως ποπ ένστικτο. Οι επιρροές τους είναι από συγκροτήματα που άντεξαν στο χρόνο, ακόμα κι αν δεν έγιναν ποτέ υπερεπιτυχημένα (βλέπε τους προαναφερθέντες Teenage Fanclub ή τους σπουδαίους Boo Radleys), αλλά χρησιμοποιημένες με έναν τρόπο που είναι φρέσκος και που δεν βασίζεται στον μηρυκασμό. Αφ’ ης στιγμής όλα τα τραγούδια στη συγκεκριμένη συναυλία παίχτηκαν με το ίδιο πάθος και με τον ίδιο επαγγελματισμό –παρά την κακή ηχοληψία-, εκείνα που ξεχώρισαν ήταν εκείνα που ξεχωρίζουν έτσι κι αλλιώς, στο φετινό lp τους και στα δύο παλιότερά τους ep: τα καλύτερά τους δηλαδή.

Το εναρκτήριο “A house in Mexico”, το “Chewing Gum”, το “Running Mind” με το παιχνιδιάρικη αρμονία και το κολλητικό ρεφρέν, το Estuary in me, με τα ευρηματικά γεμίσματα στα πλήκτρα, το πανέμορφο “Disarray” με το μικρό δάνειο από τον Μπετόβεν. Ξεχώρισε επίσης η διασκευή στους Band, πιστή στο πρ

Keywords
Τυχαία Θέματα