«Στον γυάλινο ουρανό του νου» της Στέλλας Δούμου

ΑΧ, ΣΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕ ΚΑΛΑΘΑΚΙ

Όλα γίνονται τη νύχτα
Η γαζία ρίχνει νύχι στο παράθυρο
Το παράθυρο αντιφωνεί στην άλλη όχθη ανεστραμμένο
Στην άλλη όχθη αφρίζουν μέλανες δρυμοί
Που χύνονται στα φλιτζανάκια των ματιών.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Όλα γίνονται τη νύχτα
Στο βαθύ μπολ τ’ ουρανού άστρα κουνέλια
πηδούν και χάνονται
σ’ ένα κρεσέντο μεταμορφώσεων κι εξαφανίσεων
Ο χρόνος βραχνό ακορντεόν
Κι ένας φιόγκος πελώριος

από τριχιά πνίγει με τέχνη
τους ανύποπτους.
Όταν φωτεινοί ιμάντες σηκώσουν κάποτε το σκηνικό
Τρέχουν οι σκιές στο βαθύ σημείο Ωμέγα και
Σ’ ένα φύλλο γράφεται: «the end»

Κι αναγνωρίζω τότε, αν με ρωτάτε, όλα τα κόκκινα σημάδια
Που αφήνουν οι θρύλοι, αχ, σαν περνούν με καλαθάκι
Δήθεν αθώοι στις προθέσεις
Μα ούτε ξέρω ποιος ο λύκος, ποιο το δήμιο αρνί και τι είμ’ εγώ
Που κυνηγώ μ’ ένα κουζινομάχαιρο τα ζωντανά μυαλά μου
Την ώρα εκείνη που φεγγάρι γουρλωμένο
Μου τρώει τη ρίζα.

Γιατί έτσι όλα γίνονται τη νύχτα.

NEXUS

Γίνεται να χειρουργήσεις το μηδέν;
Ν’ ανοίξεις μέσα του μια άπειρη σημασία και
να φυτέψεις ρίζα χάλκινη
από τη ζώνη ενός θεού χωρίς μουστάκι
που η βαθιά του επιθυμία θα είναι
να γελάσει με έπαρση φωτός και λυμένο ζωνάρι;
Η πράξη θα είναι κόκκινη
το νερό παστό
και ο χρόνος θα χνουδιάζει στον καβάλο.

Τότε και μόνον τότε
κι αφού το φεγγάρι ανθίσει γάζες
μπορείς με ένα κόκαλο αριθμού να κόψεις τον υμένα
που το κρατάει απ’ του Τίποτα τ’ ομοίωμα.
Θα κλάψει λίγο στην αρχή γιατί είναι άμαθο
μα γρήγορα θ’ αρχίσει να παχαίνει.
Θα γίνει ποίημα.

BOULE DE NEIGE

Τις μέρες γελώ σαν να ’μαι κάποιος άλλος.
Αγαπώ όπως πονά κανείς όταν του βγάλουν όλα του τα νύχια.
Στο μισοσκόταδο κυματίζω.
Μου λείπει μία σταθερά.
Κι όμως στη φωλεά των αναπνοών μου,
στον γυάλινο ουρανό του νου
υπάρχει πάντα κάτι κι αναδεύεται
με την επίφαση μιας παρηγορητικής θωπείας.
Όταν ανοίγω την κολόνια σου, βγαίνει ήλιος αναμνηστικός σε δάσος κέδρων. Επικάθεται στους πόρους μου. (Για λίγο, σου μοιάζω.)
Βρίσκω ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό σου. Το γυρίζω μηχανικά
σαν το κουμπί του ραδιοφώνου.
Σε κάθε σταθμό που βρίσκω, σε περιμένω και χιονίζει.
Ανοίγω την ομπρέλα κι επιθυμώ το ρήμα εκείνο που μεταμορφώνει τη στάχτη
σε άνθρωπο.
Εφεξής όλες οι επιφάσεις θα περιγράφουν μια ήττα στην εκφορά του έρωτα.
Ακόμα κι αυτές που μιλούν για το γλυκό χιόνι των αεί ευτυχισμένων τόπων
σε κώδωνα κενού.

Τα ποιήματα, ας πούμε, είναι γυάλινες σφαίρες boule de neige,
που κάθε φορά πέφτουν και γίνονται θρύψαλα.
Στο μισοσκόταδο, μοιάζουν με μάτια λαμπερά που με κοιτάζουν.
Η μεταφυσική θα είναι ένα ακόμα τέχνασμα
για ν’ ανασαίνεις.
Και ν’ ανασαίνω.

H Στέλλα Δούμου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Έζησε για ένα διάστημα στη Γερμανία, καθώς και για μικρά διαστήματα στις ΗΠΑ. Ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος από φυσικά ή εναλλακτικά υλικά. Γράφει ποίηση και πεζογραφία (μικρή φόρμα). Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Εκτός από συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις (diP generation I, II, V) έχει εκδώσει τα βιβλία: Χαμηλές οκτάβες (Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2013), Έρως αρόδο (Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015), Χρονορυχείο (Εκδόσεις Θράκα, 2017) και Το άλογο που έγραφε (Εκδόσεις Σμίλη, 2020).

Keywords
Τυχαία Θέματα