Γραφείο Προϋπολογισμού: «Όχι άλλα υπερπλεονάσματα, διότι βλάπτουν την ανάπτυξη της οικονομίας»

Αποκαλυπτικά στοιχεία στην έκθεση του Γραφείου για την αξιολόγηση του κρατικού προϋπολογισμού του 2018 - Κριτική και για το «κοινωνικό μέρισμα» επειδή βασίζεται στην υπερφορολόγηση

Τα πρωτογενή πλεονάσματα των προϋπολογισμών της περιόδου 2016-2018 αναμένεται να φθάσουν συνολικά στα 17,9 δισ. ευρώ, ενώ οι υπερβάσεις των στόχων για τα πλεονάσματα της περιόδου 2016-2018 προβλέπεται να φθάσουν συνολικά τα 7,5 δισ. ευρώ!

Αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση για τις επιλογές της να επιδιώκει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, μεγαλύτερα ακόμη κι από τους ετήσιους στόχους του Μνημονίου

ΙΙΙ, μέσω σημαντικών αυξήσεων στις φορολογικές επιβαρύνσεις και με πολύ λιγότερες παρεμβάσεις για τη μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών, ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με την έκθεση αξιολόγησης επί του σχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού του 2018, την οποία συνέταξε πρόσφατα. Το Γραφείο παρουσιάζει αναλυτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τα επιτευχθέντα τη διετία 2016-2017 πρωτογενή πλεονάσματα και το προβλεπόμενο για το 2018 πλεόνασμα υπερβαίνουν συνολικά κατά 7,5 δισ. ευρώ τους αντίστοιχους στόχους του εφαρμοζόμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (Μνημονίου ΙΙΙ)!

Οι εμπειρογνώμονες του Γ.Π.Κ.Β. επισημαίνουν ότι «η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας των παλαιοτέρων ετών δεν υποβοηθά την οικονομική δραστηριότητα και την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία», καθώς «αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης». Τονίζουν δε ότι «στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους». Συστήνουν δε στην κυβέρνηση «να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις μέσω του «κοινωνικού μερίσματος» … «έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων»!
Πιο αναλυτικά, στην έκθεσή της για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2018 η επιστημονική επιτροπή του Γ.Π.Κ.Β. εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων. Τονίζει δε ότι τα υψηλότερα του στόχου πλεονάσματα «συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη». Στη συνέχεια, ωστόσο, χαμηλώνει απότομα τους τόνους της κριτικής σημειώνοντας ότι τα υψηλότερα του στόχου πλεονάσματα «επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».

Όπως τονίζουν εξάλλου οι συντάκτες της έκθεσης:

- O συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής. Τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α.

- Tο ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού αδυνατίζει εν μέρει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο στόχος του προϋπολογισμού είναι να συζευχθεί η «δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη», όπου «υπευθυνότητα», εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής.

- Η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας των παλαιοτέρων ετών δεν υποβοηθά την οικονομική δραστηριότητα και την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δηλαδή αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

- Στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ.

- Επίσης και συναφώς, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η όλη σχετική συζήτηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις, μέσω του «κοινωνικού μερίσματος». Μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία, αλλά έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων. Σημειώνεται επίσης ότι τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα.

- Το σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2018 συνεχίζει την φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του στόχου ως προς ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Η συντριπτική υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα φορολογικά έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις (και εν γένει οι δημοσιονομικές προσαρμογές που βασίζονται κυρίως σε αυξήσεις φορολογικών εσόδων παρά σε μόνιμες περικοπές πρωτογενών δαπανών), δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, περιορίζοντας τις προοπτικές της.

- Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα ήταν πιθανόν περισσότερο υποστηρικτικές προς την ανάκαμψη το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς).
Όμως, οι αναμενόμενες αναδιανεμητικές πτυχές του Προϋπολογισμού μπορούν καταρχάς να ευνοήσουν την ιδιωτική κατανάλωση και κατ΄ επέκταση να περιορίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις.
Επίσης, «αντισταθμιστικές ενέργειες», είναι δυνατόν να λειτουργήσουν στην ίδια κατεύθυνση. Οι «ενέργειες» αυτές, σε συνδυασμό μάλιστα με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη (και κοινωνικά δίκαιο) σχέδιο αναδιάρθρωσης πρωτογενών δαπανών, μπορεί να οδηγήσουν σε «επεκτατική δημοσιονομική προσαρμογή» (expansionary fiscal consolidation).

- Με δεδομένη τη συνέχιση της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής και των νέων μέτρων το 2018, προς επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, η προβλεπόμενη αύξηση της Ιδιωτικής Κατανάλωσης κατά 1,2%, (συνεισφορά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες του πραγματικού ΑΕΠ στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης) κρίνεται επίσης συγκρατημένα αισιόδοξη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το επίπεδο της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος αν και έχει ανακάμψει σημαντικά, βρίσκεται στο χα-μηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της ΕΕ, αντανακλώντας τις αρνητικές προσδοκίες των καταναλωτών για την εξέλιξη της οικονομικής τους κατάστασης. Παρ΄ όλα αυτά, η αποκλιμάκωση της ανεργίας αναμένεται να επιδράσει θετικά.

Επίσης, η εντυπωσιακή προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 11,4%, ουσιαστικά μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αισιόδοξη.

- Πολλά θα εξαρτηθούν το 2018 από την εφαρμογή ή και πραγματική απόδοση των μέτρων που έχουν ήδη ψηφισθεί και παρατίθενται στο Σχέδιο Προϋπολογισμού:
Κατάργηση της έκπτωσης κατά 10% στις ατομικές ιατρικές δαπάνες, που μπορεί να ευνοήσει τη φοροδιαφυγή, μείωση κατά 50% του ΕΚΑΣ (που θα καταργηθεί ολοσχερώς το 2019), αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα 32 νησιά του Βορειοανατολικού αιγαίου, φορολογία βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb, κ.α.

- Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων δεν θα είναι εύκολη ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα εισέλθουμε στο 2018 με τακτοποιημένες τις σχέσεις μας με τους θεσμούς.
Πολλές αβεβαιότητες βαραίνουν τα φορολογικά έσοδα του 2018, όπως τα έσοδα των ΟΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές και η έκταση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Άλλωστε η αρνητική πορεία των φορολογικών εσόδων το 2017 φαίνεται να συμβαδίζει με την επιφύλαξη για τα φορολογικά έσοδα του 2018.
Στην πλευρά των δαπανών, αβεβαιότητες πηγάζουν από τον βαθμό πραγματοποίησης δαπανών που εκκρεμούν (π.χ. αποπληρωμής συντάξεων), την πορεία του προγράμματος επενδύσεων κ.α. Ειδικά για τις μελλοντικές δυσκολίες στις επενδύσεις, μας προβληματίζει το αμετάβλητο ύψος του ΠΔΕ το 2018 σε σχέση με το 2017.
Τέλος, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων εξαρτάται από τις προβλέψεις για την ανάπτυξη, την ανεργία, τις εξαγωγές κλπ.

- Συνεχείς μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων μπορεί να οδηγήσουν στην επίτευξη ακόμα και πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων βραχυπρόθεσμα αλλά ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα είναι αρνητικός. Ειδικότερα οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές κυρίως στην εργασία αλλά και στο κεφάλαιο και στην κατανάλωση οδηγούν σε σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, δηλαδή σε μειωμένα κίνητρα για εργασία, κατανάλωση και επενδύσεις αλλά και σε αύξηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής που με τη σειρά τους οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο μειωμένων ρυθμών ανάπτυξης και συνεπώς εσόδων του ΚΠ.

- Επίσης, δεν είναι οικονομικά ορθολογική η προσδοκία ότι πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όπως για παράδειγμα η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για το 2018, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση του ΚΠ 2018 μπορεί να συμβαδίζουν με αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα ρευστότητας λόγω της παρατεταμένης και βαθειάς ύφεσης των προηγούμενων ετών. Άλλωστε, για το 2017, υπήρξε μεγάλη απόκλιση μεταξύ της αρχικής πρόβλεψης-στόχου για ανάπτυξη 2,7% και της τελικής αναθεώρησης της πρόβλεψης-στόχου σε 1,6%.

Keywords
Τυχαία Θέματα