Επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια: Στρατηγικός κακοπληρωτής ένας στους έξι

Του Στέλιου Μορφίδη

Χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή εμφανίζουν μία στις έξι επιχειρήσεις, σύμφωνα με ειδική μελέτη της ΤτΕ, που συμπεριλήφθηκε στην ενδιάμεση έκθεση για την Νομισματική Πολιτική.

Σύμφωνα με την έρευνα, συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό στρατηγικών κακοπληρωτών εμφανίζεται σε κλάδους που σχετίζονται με τις κατασκευές και την αγορά ακινήτων, αλλά και σε εκείνους της βιομηχανίας, των πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και των διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών.

Όπως σημειώνει

η έκθεση, επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό ή χαμηλή αξία εξασφαλίσεων ή υψηλή κερδοφορία είναι πιθανότερο να εμφανιστούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές. Ίδια συμπεριφορά φαίνεται να έχουν και οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους και ηλικίας. Ενδεικτικά, φαίνεται ότι οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις έχουν 30% μεγαλύτερη πιθανότητα από τις μικρού ή μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις να γίνουν στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ μεταξύ επιχειρήσεων που αθετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις εκείνες που εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία εμφανίζουν κατά 62% αυξημένη πιθανότητα στρατηγικής αθέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.

Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών με δάνεια σε καθυστέρηση φαίνεται να διατηρείται σχετικά σταθερό σε όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, εξέλιξη ωστόσο που οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του ποσοστού των στρατηγικών κακοπληρωτών στο σύνολο των δανειοληπτών αντισταθμίστηκε από το συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό των δανειοληπτών με αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους, ως αποτέλεσμα των συνθηκών ύφεσης και έλλειψης ρευστότητας.

Η έρευνα

Η διερεύνηση της σχετικής συμπεριφοράς των ελληνικών επιχειρήσεων προσεγγίστηκε με τη μελέτη δείγματος περίπου 13 χιλιάδων επιχειρήσεων με υπόλοιπα δανείων ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2010-2015. Για τις επιχειρήσεις αυτές εξετάστηκε κατά πόσον υπήρχε καθυστέρηση εξυπηρέτησης των δανείων τους για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και, εφόσον υπήρχε καθυστέρηση, εξετάστηκε αν αυτή οφειλόταν σε αντικειμενική δυσκολία ή ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Στις περιπτώσεις όπου φάνηκε να υπάρχει επιλογή αθέτησης, διερευνήθηκαν πιθανοί προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής. Ως τάξη μεγέθους, το εν λόγω δείγμα επιχειρήσεων είχε στο τέλος του 2015 συνολικό υπόλοιπο δανείων περίπου 57 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισεκ. ευρώ περίπου ήταν μη εξυπηρετούμενα.

Όσον αφορά την οικονομική ικανότητα της επιχείρησης να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, αυτή προσεγγίστηκε από την κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων βάσει της εσωτερικής κλίμακας πιστωτικής αξιολόγησης που εφάρμοζε η κάθε τράπεζα. Για την ομογενοποίηση των δεδομένων, καθώς κάθε τράπεζα ακολουθεί τη δική της αξιολόγηση, χρησιμοποιήθηκε μια κοινή κλίμακα πιστωτικής αξιολόγησης, βάσει της οποίας διαχωρίστηκε το δείγμα σε επιχειρήσεις που είχαν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (μικρή πιθανότητα αθέτησης) και χαμηλή διαβάθμιση (υψηλή πιθανότητα αθέτησης). Δημιουργήθηκε και μια τρίτη κατηγοριοποίηση για τις επιχειρήσεις εκείνες που είχαν δάνεια από περισσότερες από μία τράπεζες και η μέση πιστοληπτική αξιολόγηση από όλες τις τράπεζες δεν επέτρεπε την εύκολη κατάταξή τους στις ανωτέρω δύο κατηγορίες.

Οι επιχειρήσεις που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και δεν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους κρίθηκαν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές, ενώ για εκείνες που ταξινομήθηκαν στην κατηγορία χαμηλής διαβάθμισης η μη αποπληρωμή κρίθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικής δυσκολίας.

Για δε τις επιχειρήσεις που είχαν ταξινομηθεί στην τρίτη κατηγορία διαβάθμισης, κριτήριο διαχωρισμού σε στρατηγικούς κακοπληρωτές ή μη αποτέλεσε η συναλλακτική τους συμπεριφορά, δηλαδή το αν εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους σε τουλάχιστον μία τράπεζα και αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους στις υπόλοιπες.

Keywords
Τυχαία Θέματα