Μίχαλος: Απαραίτητη η αξιοποίηση των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας

Στο πλαίσιο της ημερίδας που πραγματοποιείται σήμερα στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων με θέμα “Ελλάδα: Βήματα προς την οικονομική ανασυγκρότηση και τη διπλωματική αναβάθμιση”, ο Πρόεδρος του ΚΕΕ και ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος υποστήριξε πως: “Εάν δεν παράγουμε περισσότερο εθνικό πλούτο, δεν θα επιτύχουμε δημοσιονομική σταθερότητα”

τονίζοντας τη σημασία των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας με κυριότερο την καίρια γεωγραφική της θέση. Αναλυτικά η ομιλία του:

«Ως εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας, έχουμε τονίσει επανειλημμένα ότι η έξοδος από την κρίση περνά από τη δημιουργία νέου εθνικού πλούτου. Εάν δεν παράγουμε περισσότερο εθνικό πλούτο, δεν θα επιτύχουμε δημοσιονομική σταθερότητα, δεν θα καταφέρουμε να απεξαρτηθούμε από τη βοήθεια των δανειστών μας. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αποκαταστήσουμε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, δεν θα μπορέσουμε να επουλώσουμε τις πληγές που προκάλεσε η κρίση στην ελληνική κοινωνία.

Σε αυτή την προσπάθεια, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη η αξιοποίηση των φυσικών πλεονεκτημάτων της χώρας, με κυριότερο την καίρια γεωγραφική της θέση. Μια θέση που επιτρέπει στην Ελλάδα να αναδειχθεί σε βασικό πόλο οικονομικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή.

Έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, εννοώντας ότι είναι γεωγραφικά απομακρυσμένη από τις υπόλοιπες χώρες – μέλη. Μόλις το 2007, με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, απέκτησε για πρώτη φορά χερσαία σύνορα με την Ε.Ε.

Η άλλη όψη, ωστόσο, αυτού του μειονεκτήματος (εντός εισαγωγικών) είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα/πύλη εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά των 500 εκατομμυρίων καταναλωτών. Βρίσκεται σε καίριο σημείο, πάνω στη διαδρομή των διαρκώς αυξανόμενων εμπορευματικών ροών από την Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα.

Μιλάμε, λοιπόν, για ένα σπουδαίο γεωπολιτικό πλεονέκτημα, που μπορεί να μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης, με πολλαπλά οικονομικά οφέλη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων που δημιουργεί η αξιοποίηση της θέσης της χώρας, είναι η αλματώδης ανάπτυξη που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η εμπορική κίνηση από το λιμάνι του Πειραιά. Ο Πειραιάς ανταγωνίζεται πλέον τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης, όπως αυτά του Ρότερνταμ, της Αμβέρσας και του Αμβούργου. Κι αυτό γιατί η επιλογή του ως πύλη εισόδου μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 6 ημέρες σε χρόνο και βεβαίως σημαντικό κόστος σε καύσιμα.

Όπως προκύπτει από σχετικές μελέτες, υπάρχουν σπουδαίες προοπτικές για περαιτέρω αύξηση της διακίνησης εμπορευμάτων μέσω του Πειραιά. Προοπτικές που μεταφράζονται σε πρόσθετα έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την ελληνική οικονομία, καθώς και σε δεκάδες χιλιάδες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας τα επόμενα χρόνια.

Ανάλογες δυνατότητες διαθέτει βεβαίως και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης – το οποίο παρέχει άμεση πρόσβαση στα δίκτυα και τις αγορές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης – αλλά και μια σειρά από άλλα περιφερειακά λιμάνια της χώρας.

Το παράδειγμα αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι τα οφέλη από την πλεονεκτική γεωγραφική θέση της χώρας προκύπτουν αυτόματα. Αντίθετα, απαιτείται μια μακρόπνοη και συνεπής εθνική στρατηγική. Με διαρκή παρακολούθηση των διεθνών οικονομικών και εμπορικών τάσεων. Με συνεκτικές πολιτικές σε πολλά επίπεδα.

Ο εκσυγχρονισμός και η ολοκλήρωση των υποδομών της χώρας στον τομέα των μεταφορών, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας.

Δυστυχώς μετά από τρεις δεκαετίες και τέσσερα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να δημιουργήσουμε ένα ολοκληρωμένο και διαλειτουργικό δίκτυο χερσαίων μεταφορών. Αυτό που είδαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν να δαπανώνται ευρωπαϊκοί και εθνικοί πόροι σε αποσπασματικά έργα, χωρίς ενιαίο σχεδιασμό και στρατηγική.

Φτάσαμε στο 2015 και ακόμα προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα σύστημα αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρόμων το οποίο θα διασφαλίζει την ανεμπόδιστη σύνδεση των κύριων λιμένων της χώρας με τα μεγάλα διευρωπαϊκά δίκτυα.

Έστω και τώρα, η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση κάθε ευκαιρία, κάθε διαθέσιμο πόρο. Το φιλόδοξο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών παρέχει σημαντικές δυνατότητες για τη χώρα μας, με σκοπό τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Ελπίζουμε ότι δεν θα μιλάμε σε λίγα χρόνια για μια ακόμη χαμένη ευκαιρία…

Εξίσου σημαντική είναι και η προώθηση των στρατηγικών συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των περιφερειακών λιμένων και των αεροδρομίων της χώρας. Είναι ένα σχέδιο που πρέπει να υλοποιηθεί, αν θέλουμε πραγματικά να αξιοποιήσουμε την πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Είναι καιρός να ξεπεράσουμε ιδεοληψίες του παρελθόντος και να προχωρήσουμε στο θέμα αυτό, με σχέδιο, με διαφάνεια και αναπτυξιακό προσανατολισμό.

Ένα άλλο σημαντικό ζητούμενο είναι η ανάπτυξη σύγχρονων και ανταγωνιστικών υπηρεσιών στον τομέα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ένα ζητούμενο που συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη για αναβάθμιση των υποδομών, αλλά απαιτεί παράλληλα και μια σειρά πολιτικών και μέτρων.

Παρά την κρίσιμη σημασία που έχει ο χώρος αυτός για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, για πολλά χρόνια παρέμενε αρρύθμιστος. Υπήρχε ένα αποσπασματικό και παρωχημένο πλαίσιο, το οποίο απέτρεπε την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του κλάδου.

Ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή στα τέλη της περασμένης χρονιάς αποτελεί κατά γενική ομολογία ένα θετικό βήμα. Αξιοποιώντας ουσιαστικά τις προτάσεις της επιχειρηματικής κοινότητας, είναι ένα νομοθέτημα που συμβάλει πραγματικά στον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για τα Logistics. Βεβαίως υπάρχει πάντα χώρος για περαιτέρω βελτίωση, με σκοπό να κινητοποιηθούν περισσότερες επενδύσεις και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Πιστεύουμε ότι με συνέχιση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ Πολιτείας και Επιχειρηματικών φορέων, μπορούμε να πετύχουμε αυτό το στόχο.

Θα μου επιτρέψετε στο σημείο αυτό να κάνω ορισμένες – αυτονόητες ίσως, αλλά απαραίτητες επισημάνσεις.

Κατ’ αρχήν, η ανάδειξη της Ελλάδας σε πύλη εμπορικών δραστηριοτήτων ταυτίζεται με τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής της προοπτικής και της θέσης της στη ζώνη του ευρώ. Προϋποθέτει πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Προϋποθέτει άμεση και οριστική αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας της χώρας και της εμπιστοσύνης των ξένων και εγχώριων επενδυτών. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα και το σκηνικό ρήξης με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκαλούν ήδη τεράστιες συνέπειες στην οικονομία. Και δεν θα υπάρξει καμία ελπίδα ανάκαμψης, όσο συνεχίζονται τα σενάρια χρεοκοπίας, όσο συνεχίζεται η εικόνα απομόνωσης της Ελλάδας και τα αρνητικά δημοσιεύματα από τα διεθνή ΜΜΕ. Καμία διεθνής συνεργασία και επένδυση δεν μπορεί να προχωρήσει με όφελος για την κοινωνία, όσο η χώρα αντιμετωπίζει την αβεβαιότητα και την περιθωριοποίηση.

Απευθύνουμε, λοιπόν, για μια ακόμη φορά έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση, όσο και στους εταίρους μας, να εντείνουν τις προσπάθειες για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας. Μιας συμφωνίας που θα δώσει τέλος στο σημερινό εφιαλτικό σκηνικό και θα επιτρέψει στη χώρα, έστω και με δυσκολίες, να προχωρήσει παρακάτω.

Δεύτερη, εξίσου σημαντική προϋπόθεση, είναι η δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο οικοσύστημα, το οποίο το οποίο θα προσελκύει και θα κινητοποιεί σοβαρές επενδύσεις, θα στηρίζει την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

Αυτό περνάει μέσα από την επιτάχυνση και την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία. Με προτεραιότητα το άνοιγμα μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών αγορών, τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου, την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, τη στήριξη της έρευνας και της καινοτομίας.

Η ανάδειξη της Ελλάδας σε πύλη διεθνών εμπορικών δραστηριοτήτων μπορεί και πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα, στο πλαίσιο της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το φυσικό πλεονέκτημα που δημιουργεί η γεωγραφική της θέση, υπάρχει. Ανέκαθεν υπήρχε. Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε επιτέλους τις προϋποθέσεις ώστε να αξιοποιηθεί σωστά. Με μακρόπνοο ορίζοντα και με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη του τόπου».

Keywords
Τυχαία Θέματα