Ο ΛΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΝΟΙΟΣ…

Για δυο εβδομάδες παρέβην την υπόσχεση που σας είχα δώσει, αλλά σήμερα επανέρχομαι με δύο νέους Χαρακτήρες του Θεόφραστου. Μετά τον αδολέσχη και τον μεμψίμοιρο, τον είρωνα και τον αλαζόνα, τον άπιστο και τον αισχροκερδή, τον δειλό και τον αναίσχυντο σειρά έχουν ο λάλος και ο απόνοιος. Είναι, νομίζω, περιττό να επαναλάβω πως διατήρησα την ορθογραφία (χωρίς, δυστυχώς, τα σημεία στίξης) και πως εσείς μπορείτε να κάνετε όποιους συνειρμούς θέλετε και να ταυτίσετε τους χαρακτήρες με όποια πρόσωπα νομίζετε. Σίγουρα πάντως θα αναγνωρίσετε πολλούς…

ΛΑΛΙΑ

Η λαλιά, αν ήθελε κανείς να την ορίση,

είναι ακράτεια λόγου (λογοδιάρροια). Ιδού δε τι λογής άνθρωπος είναι ο λάλος: ο,τιδήποτε να του είπη εκείνος που συναντά εις τον δρόμον, λέγει αμέσως «συ δεν λέγεις τίποτε° εγώ τα γνωρίζω όλα και αν με ακούσης θα μάθης»° αν εν τω μεταξύ εκείνος αποκριθή τι! τον διακόπτει και προσθέτει «συ μη λησμονείς εκείνο που θα είπης» και «καλά έκαμες και μου το ενθύμισες» και «πόσον βέβαια ωφέλιμον είναι να ομιλή κανείς» και «αυτό μου διέφυγε» και «γρήγορα βέβαια κατάλαβες την υπόθεσιν» και «το περίμενα ότι θα καταλήξης εις το αυτό συμπέρασμα με εμέ»° και άλλας τοιαύτας αιτίας ευρίσκει, ώστε εκείνος που ομιλεί του να μην λάβη καιρόν ούτε να αναπνεύση.

Και αφού έτσι καταπονέση άτομα, είναι ικανός να στραφή και εις ομάδας και να αναγκάση να τραπούν εις φυγήν ανθρώπους που συνήλθον να συζητήσουν δια τας υποθέσεις των. Εισέρχεται εις τα διδασκαλεία και εις τας παλαίστρας και εμποδίζει την πρόοδον των μαθητών° τόσον πολύ ομιλεί με τους γυμναστάς και τους διδασκάλους των. Αν μερικοί είπουν ότι θα αναχωρήσουν δι” εργασίαν των, είναι ικανός να τους ακολουθήση και να τους συνοδεύση έως εις τα σπίτια των° εις εκείνους που ερωτούν να μάθουν, τι συνέβη εις την εκκλησίαν του δήμου, δεν περιορίζετα μόνον εις αυτό, αλλά και την λογομαχίαν των ρητόρων που έγινε επί του άρχοντος Αριστοφώντος και… -και τους λόγους που αυτός εξεφώνησε ποτε ενώπιον του δήμου και εχειροκροτήθη° ενώ δε διηγείται, περεμβάλλει και ύβρεις κατά του πλήθους, ώστε οι ακροαταί ή λησμονούν τους λόγους του ή νυστάζουν ή τον αφήνουν και φεύγουν.

Όταν είναι με άλλους δικαστάς τους εμποδίζει (με την φλυαρίαν του) να κρίνουν° όταν είναι με άλλους εις το θέατρον, τους εμποδίζει να βλέπουν και όταν συντρώγη με άλλους τους εμποδίζει να φάγουν, λέγων ότι είναι δύσκολον εις τον λάλον να σιωπά και ότι η γλώσσα είναι ευκίνητος (σαν το ψάρι στο νερό), και ότι δεν ημπορεί να σιωπήση και αν ακόμη φανή ότι είναι περισσότερον λάλος παρά τα χελιδόνια° υπομένει μάλιστα και τα πειράγματα αυτών των παιδιών του, που όταν θέλουν να κοιμηθούν του λέγουν «πάππα, πες κάτι για να μας πάρη ο ύπνος».

ΑΠΟΝΟΙΑ

Η απόνοια είναι ανοχή αισχρών έργων και λόγων. Ο άνθρωπος με τοιούτον χαρακτήρα ημπορεί να ορκισθή γρήγορα, να κακολογηθή, να υβρισθή, είναι χυδαίος κατά τους τρόπους και αδιάντροπος και ικανός δι” όλα – δύναται να χορεύση και τον κόρδακα (σ.σ., άσεμνος χορός που χορεύοντα σε κατάσταση μέθης), αμέθυστος και χωρίς προσωπείον εις κωμικόν χορόν – εις θεάματα ταχυδακτυλουργικά συλλέγει τα νομίσματα περιφερόμενος από τους θεατάς και φιλονικεί με εκείνους που δεν έχουν εισιτήριον και ζητούν να βλέπουν δωρεάν° – είναι ικανός να γίνη και ξενοδόχος και πορνοβοσκός και τελώνης και καμμίαν αισχράν εργασίαν να μην αποδοκιμάση, αλλά και αυτό το επάγγελμα του κήρυκος, του μαγείρου, του χαρτοπαίκτου να εξασκήση.

Αφήνει την μητέραν του να αποθάνη από την πείναν – καταμηνύεται εις το δικαστήριον ως κλέπτης και μένει περισσότερον καιρόν εις την φυλακήν παρά εις το σπίτι του° – ημπορεί να θεωρηθή ένας από εκείνους που καλούν τα πλήθη γύρω των και με φωνήν μεγάλην και βραχνήν υβρίζουν τους διαβάτας και συζητούν μαζί των, και εν τω μεταξύ άλλοι μεν προσέρχονται, άλλοι δε αναχωρούν πριν να τον ακούσουν° αλλά εις άλλους μεν λέγει την αρχήν, εις άλλους το σύνολον, εις άλλους μέρος της υποθέσεως, διότι κρίνει ορθόν να επιδεικνύει την αδιαντροπίαν του μόνον όταν είναι πανήγυρις (συναγερμός)° – είναι ακόμη ικανός να έχη δίκας πολλάς εις το δικαστήριον, άλλοτε ως κατηγορούμενος άλλοτε ως κατήγορος, και άλλοτε μεν να διαφεύγη αρνούμενος με όρκον ότι γνωρίζει τι, άλλοτε δε να παρίσταται κρατών εις τον κόλπον του εχίνον (σ.σ., είδος θήκης που είχε τη μορφή του γνωστού ζώου) και δέσμας δικογράφων εις τας χείρας του.

Ευρίσκει ορθόν και το να είναι αρχηγός πολλών ανθρώπων της αγοράς (χυδαίων) και προθύμως να τους δανείζη και να λαμβάνη από αυτούς τόκον τρία ημιωβόλια (σ.σ. δηλαδή 25%, ενώ ο νόμιμος τόκος στην Αθήνα ήταν 16-18%) διά κάθε δραχμήν την ημέραν° – επιθεωρεί καθημέραν τα μαγειρεία, τα ιχθυοπωλεία, τα ταριχοπωλεία (σ.σ., σε μέρη δηλαδή που σύχναζαν άνθρωποι κατώτερης κοινωνικής τάξης) και τους τόκους που εισπράττει από το εμπόρευμα αυτό τους θέτει εις το στόμα τους (σ.σ., ήταν συνήθεια των μικροπωλητών να βάζουν μικρά νομίσματα στο στόμα τους και η συνήθεια αυτή παρατηρείται ακόμη και σήμερα σε κάποιες περιοχές). Είναι πολύ οχληροί εκείνοι που έχουν την γλώσσαν ευκίνητον εις ύβρεις και φωνάζουν τόσον δυνατά, ώστε να αντηχούν η αγορά και τα εργαστήρια.

Keywords
Τυχαία Θέματα