Κατεβασμένα τα ρολά

Ντάλα μεσημέρι, στενάκι πεζοδρομημένο, γκράφιτι στους τοίχους νωχελικοί τουρίστες. Η βιτρίνα, όμως, καλόγουστη. Μέσα το ερκοντίσιον στο φουλ, τα φωτεινά σποτ αναμμένα, η πραμάτεια τακτοποιημένη. Και αυτή τσαλακωμένη πλάι σε ένα ξεθυμασμένο φραπέ με λιωμένα παγάκια. Όρθια, πίσω από ένα ταμείο που δεν έχει κάνει ακόμα σεφτέ, με στοιβαγμένα τιμολόγια, ληξιπρόθεσμες οφειλές, παραστατικά εξόδων, πρόχειρους υπολογισμούς χρεών και λειτουργικού κόστους. Πωλήτρια; Μπα, μικροϊδιοκτήτρια. Πρώην βολεμένη; Μάλλον αενάως ταλαιπωρημένη οικονομικά και εξουθενωμένη σωματικά από καθημερινά δεκάωρα σε εξαήμερα

δουλειάς.

Ταυτόχρονα, όμως, πρόθυμη, εξυπηρετική, υπομονετική στο τυχαίο απαιτητικό πελάτη. Υπάκουη, συμμορφωμένη, υπομονετική στον «μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό». Συνεπής στη παρ.1 του άρθρου 16 του Ν.4177/2013, περιμένει τους έξτρα καταναλωτές. Εκείνους τους ρέπλικα νεοφιλελεύθερους χατζηδάκηδες και τους όψιμα εκσυγχρονιστές γιακουμάτους. Τους οπαδούς της καταπάτησης του δικαιώματος της επίσημης αργίας, της παραβίασης του υποσχόμενου ραντεβού της σχόλης στο οικογενειακό τραπέζι, του ακρωτηριασμού της προσδοκίας μιας θερινής απόδρασης με τα παιδιά.

Άλλη μια ψηφίδα στο παζλ της εξοντωτικής παράνοιας του Κυριακάτικου shopping. Άλλο ένα υποψήφιο θύμα της μειωμένης καθημερινής ζήτησης σε μια ημιθανή αγορά βομβαρδισμένη από ύφεση, ανεργία, λιτότητα. Άλλος ένας μικροεπαγγελματίας που ανθίσταται λυσσαλέα στις φοροεπιδρομές, στα χαράτσια, στην απαξίωση, στα λουκέτα και στον αφανισμό. Αναγκασμένος να μεταμφιέζεται με τη φορεσιά της ζωτικότητας, να συμμετέχει στη παντομίμα της δήθεν ιερής κατανάλωσης, να βαφτίζει τόνωση της αγοράς την ανώφελη εντατικοποίηση. Υποχρεωμένος να υπηρετεί διάσπαρτα, ασύνδετα μεταξύ τους μέτρα υποτιθέμενης ενίσχυσης του λιανικού εμπορίου και της απασχόλησης, εκτός της πραγματικής οικονομίας, των πραγματικών αναγκών, της πραγματικής ζωής.

Πρόκειται για κακοχωνεμένο φιλελευθερισμό και στερεοτυπικά αντιγραμμένες προτάσεις της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ που κατ΄ ευφημισμό αποκαλούνται λύσεις και μετονομάζονται σε μεταρρυθμίσεις. Πρακτικές και εγχειρήματα που υποσκάπτουν τον ανταγωνισμό, εμπαίζουν τη κοινωνία και ταπεινώνουν την αξιοπρέπεια αυτοαπασχολούμενων και εργαζομένων στο κλάδο. Συνδυασμένες με την στενότητα ρευστότητας και τα απαγορευτικά επιτόκια δανεισμού, απειλούν με αποσάθρωση τους μικρομεσαίους και συνθλιβή του κόστους εργασίας προς όφελος και συγκέντρωση του εμπορίου σε μεγάλες επιχειρήσεις.

Σε αυτό το πατρόν, πάνω στα ερείπια των φιλότιμα ανοιχτών και τις Κυριακές μαγαζιών ράβεται το νέο στενότερο κοστούμι της κατάρρευσης μισθών και απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Με τους απολυμένους προσεχώς εμποροϋπάλληλους να προστίθενται στο ένα και βάλε εκατομμύριο που έχασαν τη δουλειά τους μέσα σε μια εξαετία. Εύκολη λεία για εκείνες τις πολυεθνικές που επιζητούν, όχι 7, αλλά 52 Κυριακές το χρόνο ανοιχτά τα καταστήματα. Προσφέροντας δωδεκάωρη απασχόληση σε απελπισμένους μεροκαματιάρηδες, δίχως νόμιμες προσαυξήσεις και χωρίς ρεπό για την δουλειά τους τις αργίες.

Το εγχώριο σκηνικό δεν παραπέμπει στο διασκεδαστικό «Ποτέ την Κυριακή» όταν η ατίθαση ιερόδουλη Ίλια δεν δεχόταν τα ναυτάκια. Δεν συντονίζεται καν με το μακάβριο τέλος του Γουίλι Λόμαν στο «Θάνατο του εμποράκου». Αποκαλύπτει, ωστόσο, την απόγνωση σημαντικής μερίδας των επαγγελματιών του κλάδου, απογυμνωμένων πλέον από δυναμισμό, αποκαμωμένων από φρόνημα. Τη ματαίωση την αποτυπώνει με πικρία η μεσήλικη ιδιοκτήτρια που πρόσθεσε το μαγαζάκι της στο Κυριακάτικο ντεκόρ των θερινών εκπτώσεων. «Την τελευταία υπάλληλο την απέλυσα πριν έξι εβδομάδες. Δεν έβγαινα και τώρα παλεύω μόνη. Όταν πια θα κατεβάσω οριστικά τα ρολά, θα πάω να μαζεύω φράουλες στη Μανωλάδα. Ντροπή εκεί, ντροπή κι εδώ».

Keywords
Τυχαία Θέματα