Ψιτ, κύριος!

19:15 4/5/2014 - Πηγή: Aixmi

Στη χώρα μας, που γέννησε τη Δημοκρατία, τελειώνουν οι «πολίτες» και αβγατίζουν οι «ιδιώτες».

Έτσι αποκαλούσαν, «ιδιώτες», οι αρχαίοι πρόγονοί μας εκείνους που αδιαφορούσαν για τα κοινά.

Τη ρίζα αυτής της λέξης (ιδιώτης) πήρανε οι Άγγλοι και τη φύτεψαν στη γλώσσα τους με καταφρονητική έννοια. Από το «ιδιώτης» της ελληνικής γλώσσας βγήκε το «idiot» (βλάκας) των Άγγλων.

Το συμπέρασμά μου ότι στη χώρα μας χάνουμε τους «πολίτες» και αυξάνουμε τους «ιδιώτες» δεν το βγάζω μόνο από τις υποτονικές δημόσιες λαϊκές εκδηλώσεις στη σημερινή Ελλάδα

με το 1,5 εκατομμύριο των ανέργων και τα τρία εκατομμύρια των φτωχών, που ψευτοζούν άλλοι με τις πενιχρότατες συντάξεις των δυστυχισμένων γονέων τους, άλλοι τρώγοντας στα λαϊκά συσσίτια, άλλοι με κάποιες «αρπαχτές» εξευτελιστικών ημερομισθίων και άλλοι με βίαιες εισβολές σε χώρους, όπου μοιράζονται λαχανικά, φρούτα και άλλα τρόφιμα.

Αλλά δεν είναι μόνον οι δημόσιες εκδηλώσεις.

Είναι και τα ποσοστά των αναποφάσιστων που παρουσιάζονται στις δημοσκοπήσεις.

Είναι, δε, ηλίου φαεινότερον ότι από τους αναποφάσιστους γεμίζει η δεξαμενή της αποχής από τις εκλογές.

Για να βγάλουμε άκρη σχετικά με αυτό που φταίει γι΄αυτή την κατάσταση χρειάζεται συζήτηση και ανάλυση ωρών, για να μη πω ημερών.

Εγώ περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι ο Έλληνας, το κατ΄εξοχήν πολιτικό ον σ΄αυτό τον πλανήτη (χωρίς υπερβολή), χάνει την πολιτική σκέψη του και «λουμπενοποιείται».

Ήταν έτσι οι Έλληνες πριν από 50-60 χρόνια, που η ζωή στον τόπο μας ήταν το ίδιο, ίσως και πιο δύσκολη, από σήμερα;

Την απάντηση μάς τη δίνει ένα παιδί, μαθητής της δευτέρας δημοτικού στη δεκαετία του 1950. Είναι ο πρωταγωνιστής ενός διηγήματός μου, που δημοσιεύθηκε το 1999 με τη συλλογή που έφερε τον τίτλο «Με φιλήσανε οι τσούλες».

Το διήγημα είχε τον τίτλο «Ψιτ, κύριος!» και πρόσφατα είχε μπει στη διαδικασία της κινηματογραφικής αξιοποίησής του σαν ταινία μικρού μήκους, αλλά «έφαγε» πόρτα στα μούτρα την ημέρα που κλειδώθηκε με βαρύ λουκέτο και η πόρτα της ΕΡΤ.

Διαβάστε αυτό το διήγημα και πείτε μου τη γνώμη σας, αν έχω δίκιο ή άδικο με τα συμπεράσματα που βγάζω για τη σημερινή πολιτική συμπεριφορά των συμπατριωτών μας:

Ψιτ, κύριος!

Τις περίμενε με αγωνία τις εκλογές ο Θανασάκης.

Με αγωνία και με…φερμουάρ στο στόμα.

Κανένα παιδί στη γειτονιά και στο σχολείο δεν ήξερε ότι ο Θανασάκης θα…ψήφιζε!

-Θα΄ρθεις μαζί μου να ψηφίσεις κι εσύ, του είχε πει ο πατέρας του σοβαρός, σοβαρός…

-Είμαι μικρός, πως θα ψηφίσω; Απόρησε το παιδί.

Θα βάλω μέσον, απάντησε ο πατέρας. Θα βάλω μέσον και θα σ΄αφήσουν να ψηφίσεις. Να μη το πεις πουθενά.

Τρελλαμένος ο Θανασάκης άρχισε να πηδάει πάνω από καρέκλες, τραπέζια, κρεβάτια, σκαλοπάτια, κάγκελα!

-Θα σε γράψει η ιστορία, του έλεγε η θεία Δέσποινα σηκώνοντας την ποδιά για να κρύψει το γέλιο της. Ποιο παιδί της δευτέρας δημοτικού ψηφίζει; Μόνον εσύ!

Την πήρε είδηση μια μέρα που ξεκαρδιζότανε από τα γέλια πίσω από την ποδιά της.

-Γιατί με κοροιδεύεις; Της φώναξε με νεύρα.

-Θυμήθηκα ένα άστείο, καμάρι μου.

-Δεν θυμήθηκες αστείο. Με μένα γελάς. Με κοροιδεύεις.

-Εγώ! Να κοροιδέψω εσένα! Εσένα που είσαι τόσο έξυπνο! Εσένα που θα ψηφίσεις μικρό-μικρό και θα σε γράψει η ιστορία!

«Τη σκοτώνεις ή δεν τη σκοτώνεις την αγράμματη, που δεν ξέρει ούτε διαίρεση να κάνει και το «υπόλοιπο» το ρίχνει στο φιλόπτωχο του Αη Γιώργη…» σκεφτότανε το παιδί.

Η Δέσποινα είπε τα νέα στη φίλη της τη Γιώτα.

Άρχισε και εκείνη τις κοροιδίες.

-Θανασάκη, πιες ένα καφεδάκι και φέρε μου το φλιτζάνι να το διαβάσω και να μάθω τι θα ψηφίσεις.

«Τον καφέ να τον πιεις εσύ και να πνιγείς παλιοψευδή, που θέλεις να πεις «από του πονηρού» και λες «από του προέδρου, αμήν» παλιοβρωμιάρα…» της «απαντούσε» μιλώντας μέσα του.

Τις περίμενε, λοιπόν, με αγωνία τις εκλογές ο Θανασάκης και με το στόμα κλειστό στις παιδικές παρέες, για να μη το μάθουν τα άλλα παιδιά και ξεσηκωθούν και θέλουν να ψηφίσουν κι αυτά και γίνει φασαρία και δεν ψηφίσει στο τέλος ούτε εκείνος.

-Να ετοιμάσεις το ψηφοδέλτιό σου και να μη πεις σε κανένα τι θα ψηφίσεις, γιατί η ψήφος είναι μυστική, του είπε ο μπαμπάς μια βδομάδα πριν από τις εκλογές.

Πήρε μολίβι και χαρτί και άρχισε να σκέφτεται…

Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε να ψηφίσει αυτό που υποστήριζε η μαμά.

Χάλασε ένα ολόκληρο τετράδιο γράφοντας και σκίζοντας…

Πότε τα γράμματά του ήταν μεγάλα, πότε μικρά, πότε όρθια, πότε πλαγιαστά…

Στη μέση του δεύτερου τετραδίου τα κατάφερε και το΄γραψε το ψηφοδέλτιό του:

Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος!

Πρωί-πρωί την Κυριακή των εκλογών ξεκίνησε με τον πατέρα του για το εκλογικό τμήμα της ενορίας του Αη Γιώργη Ακαδημίας Πλάτωνος.

Φρεσκοπλυμένοι και με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα.

Βάδιζαν αμέριμνοι, ευτυχισμένοι….

Ο Θανασάκης κρατούσε με το ένα χέρι το χέρι του πατέρα του και με το άλλο το διπλωμένο «ψηφοδέλτιο» μέσα στην τσέπη του.

-Να μου δώσεις το ψηφοδέλτιό σου να το ρίξω εγώ στην κάλπη, του είπε ο πατέρας καθώς πλησίαζαν στο εκλογικό κέντρο.

-Γιατί, μπαμπά, να μη το ρίξω εγώ;

-Τα παιδιά ψηφίζουν δι΄αντιπροσώπου, αγόρι μου. Δεν επιτρέπει ο νόμος να πλησιάσουν την κάλπη.

Με την καρδιά περιβόλι έβγαλε από την τσέπη του το «ψηφοδέλτιο» και το έδωσε στον πατέρα.

Είκοσι μέτρα τούς χώριζαν από το εκλογικό τμήμα, όταν άκουσαν ένα «ψιτ» και αμέσως μετά ένα «ψιτ, κύριος»!

Γύρισαν και είδαν τον Θοδωρή τον αστυφύλακα με πολιτικά.

-Γύρνα πίσω, είπε στον πατέρα του Θανασάκη.

-…

-Γύρνα πίσω. Εσύ δεν ψηφίζεις.

-Γιατί;

-Απαγορεύεται να ψηφίσεις.

-Πως απαγορεύεται;

-Γύρνα πίσω.

-Μα, πρέπει να ψηφίσω.

-Γύρνα πίσω, ρε, σου λέω.

‘Εκαναν μεταβολή πατέρας και γιος και πήραν το δρόμο της επιστροφής με τα κεφάλια κατεβασμένα…

Κόντευαν να φτάσουν στο σπίτι, όταν ο Θανασάκης έβαλε τα κλάματα και τις φωνές:

-Εσύ, φταις! Κάτι έχεις κάνει και δεν σ΄αφήνει ο αστυφύλακας να ψηφίσεις.

-Τίποτα δεν έχω κάνει, παιδί μου.

-Και γιατί δεν σ΄αφήνουν να ψηφίσεις;

-Διότι, δεν υπάρχει δημοκρατία στην Ελλάδα.

-Για τους άλλους, που ψηφίζουν, γιατί υπάρχει δημοκρατία και για σένα δεν υπάρχει; Κάτι κάκο έχεις κάνει.

Στο σπίτι και ενώ ο μικρός σπάραζε από το κλάμα, ο πατέρας έφαγε δεύτερη «γροθιά» από τη γυναίκα του:

-Χρήστο, να πας να κάνεις δήλωση. Να πας να υπογράψεις. Έχουμε μικρό παιδί. Δεν μπορούμε να ζούμε έτσι.

***

Πατέρας δύο παιδιών και παππούς τριών εγγονών σήμερα ο Θανασάκης περιμένει τις εκλογές, βουλευτικές ή δημοτικές, με την ίδια, την παλιά αγωνία.

Ετοιμάζει το ψηφοδέλτιό του μια βδομάδα πριν και πρωί-πρωί την Κυριακή των εκλογών πηγαίνει στο εκλογικό τμήμα φρεσκοπλυμένος και με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα.

Τρέμοντας ολόκληρος μπαίνει στο παραβάν, βάζει το ψηφοδέλτιο στο φάκελο και μετά το ρίχνει στην κάλπη χτυπώντας το δυνατά με την παλάμη του, όπως ακριβώς ήθελε, τότε που ήτανε μικρός, να χτυπήσει τον Θοδωρή τον αστυφύλακα.

Keywords
Τυχαία Θέματα