Η ευθύνη για την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων στην κατοχή

12:00 3/4/2014 - Πηγή: Aixmi

Με αφορμή την παρέλευση εβδομήντα χρόνων από την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων της ιταλοκρατούμενης κατοχικής ζώνης της χώρας – οι εβραϊκές κοινότητες της βουλγαρικής και της γερμανικής ζώνης είχαν ήδη ξεριζωθεί ένα χρόνο νωρίτερα – οργανώθηκαν φέτος στα Γιάννενα εκδηλώσεις μνήμης για το τοπικό Ολοκαύτωμα. Σε συνδυασμό με την επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου στο χωριό Λιγκιάδες και την εβραϊκή Συναγωγή της πόλης των Ιωαννίνων, η καταστροφή της τοπικής εβραϊκής κοινότητας έλαβε μια ξεχωριστή δημοσιότητα, πρωτόγνωρη με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα. Δεν έλειψαν, όμως, και οι υπερβολές στα πλαίσια

της εργαλειοποίησης της ιστορικής μνήμης για την προώθηση μικρής εμβέλειας παροντικών στόχων, κυρίως μιντιακών. Και αυτό το στοιχείο είναι ένα από τα αρνητικά γεγονότα του εορτασμού.

Έτσι, ενώ το ενδιαφέρον έπρεπε να εστιασθεί στην κεντρική πηγή του κακού, στο γερμανικό κράτος της εποχής και στην επίσημη ιδεολογία του, προϊόν της οποίας υπήρξε η «τελική λύση», διαβάσαμε και ακούσαμε για τις ευθύνες της τοπικής κοινωνίας, της εκκλησίας, της αντίστασης που δεν επιχείρησαν να αποτρέψουν και, τελικά, δεν απέτρεψαν τις συλλήψεις και άφησαν ανενόχλητη τη φάλαγγα των αυτοκινήτων που μετέφεραν τους Εβραίους των Ιωαννίνων μέσω Μετσόβου στη Λάρισα. Ως εάν επρόκειτο για «ανεπιθύμητους συμπατριώτες» που η τοπική κοινωνία επιθυμούσε να ξεφορτωθεί.

Η ανάγνωση αυτή του παρελθόντος δεν είναι καινούρια στην Ελλάδα. Κατά βάση αποτελεί επανάληψη των βασικών θέσεων που έχουν εκφραστεί εδώ και μια δεκαετία για υποτιθέμενους «ανεπιθύμητους συμπατριώτες», με παραδείγματα τους Τσάμηδες και τους Εβραίους. Οι απόψεις αυτές βασίζονται, δυστυχώς, σε πολύ ισχνό υλικό κρατικών εγγράφων που αλίευσε κάποιος ερευνητής τυχαία σε μια αποθήκη εγγράφων κρατικών υπηρεσιών στα Γιάννενα, χωρίς να προηγηθεί στοιχειώδης μελέτη των στρατιωτικών, διπλωματικών και δικαστικών γερμανικών αρχείων από τα οποία προκύπτει ξεκάθαρα τι ακριβώς συνέβη πριν και μετά τη σύλληψη των Εβραίων στις 25.3.1944 στα Ιωάννινα.

Και εκεί που δεν υπάρχουν ντοκουμέντα, περισσεύουν οι ερμηνείες. Σύμφωνα με τις οποίες υπήρχε στην Ελλάδα έντονος αντισημιτισμός, πράγμα που «εξηγεί» την υποτονική αντίδραση της εκκλησίας, της αντίστασης, της διανόησης και της κοινωνίας εν γένει απέναντι στην εφαρμογή της τελικής λύσης.

Ένα μέρος, λοιπόν, της ευθύνης για το έγκλημα πέφτει, σύμφωνα με τις «θέσεις» αυτές, στους ώμους των πολιτών της χώρας και των θεσμών τους. Σχεδόν από όλους τους διακινητές αυτών των αναγνώσεων του Ολοκαυτώματος προβάλλεται ως επικυρωτικός ισχυρισμός η περίπτωση της Ζακύνθου και της αποτυχίας εφαρμογής στο νησί αυτό της τελικής λύσης. Η μη-εφαρμογή αποδίδεται – λανθασμένα – στη σθεναρή αντίδραση του μητροπολίτη και του δημάρχου του νησιού, υπονοώντας ότι αν όλοι οι δήμαρχοι και όλοι οι μητροπολίτες των πόλεων στις οποίες κατοικούσαν Εβραίοι είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά τους, το Ολοκαύτωμα θα είχε αποφευχθεί.

Τα γεγονότα είναι αρκετά διαφορετικά. Η επέκταση της «τελικής λύσης» στον βαλκανικό Νότο αποφασίστηκε κεντρικά, από Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας του γερμανικού κράτους, με κύριο συντονιστή για την υλοποίηση του σχεδίου τον Άιχμαν. Δεν αφέθηκε κανένα περιθώριο για διαπραγματεύσεις μεταξύ των αποκεντρωμένων οργάνων του Άιχμαν που θα ενεργούσαν τις συλλήψεις στις διάφορες περιοχές και των γερμανικών κατοχικών αρχών στις ίδιες περιοχές.

Εννοείται ότι τα περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους αξιωματούχους της διοίκησης των κατακτημένων χωρών ήταν μηδενικά και ότι οποιοδήποτε εμπόδιο στην εφαρμογή του σχεδίου ενέπιπτε στις διατάξεις της κατοχικής νομοθεσίας και τιμωρούνταν, ως αντιγερμανική ενέργεια, με φυλάκιση ή εκτέλεση. Μόνο τεχνικά επιχειρήματα, όπως λ.χ. έλλειψη μεταφορικών μέσων ή καυσίμων, θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά από την πλευρά των απεσταλμένων του Άιχμαν που στελέχωναν τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας στις διάφορες περιοχές. Μία δυνατότητα είχαν τα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων να σωθούν: τη φυγή από την κοινότητα και την ένταξη στα ανταρτικά σώματα ή την αναζήτηση κρυφής φιλοξενίας από χριστιανικές οικογένειες σε μέρη όπου η γερμανική πρόσβαση δεν ήταν πιθανή.

Η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας στα Γιάννενα δεν είχε ενιαία γραμμή ως προς την εκτίμηση και την αντιμετώπιση του κινδύνου. Η μία μερίδα είδε κάποια στιγμή πολύ καθαρά τον κίνδυνο και πίεζε για έξοδο των νέων από την πόλη, στο αντάρτικο ή αλλού. Η άλλη μερίδα, αυτή που κυριάρχησε, θεωρούσε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι Γερμανοί δεν θα πειράξουν την κοινότητα, μάλιστα είχε και σχετικές, προφορικές πάντοτε, διαβεβαιώσεις από στελέχη των γερμανικών υπηρεσιών της πόλης με τα οποία βρισκόταν σε επαφή. Αλλά οι διαβεβαιώσεις αποδείχτηκαν κίβδηλες. Στο ζήτημα της εφαρμογής της «τελικής λύσης» δεν αποφάσιζαν τα τοπικά στελέχη της Βέρμαχτ, αλλά κεντρικά ο ίδιος ο Άιχμαν, δηλαδή ο Χίμλερ.

Ως προς τις ευθύνες των ντόπιων παραγόντων, εκ των υστέρων και έξω από το χορό είναι πάντα εύκολο να λέει κανείς ότι η κοινωνία ή η αντίσταση ή η εκκλησία δεν προέβαλαν ενστάσεις ή σθεναρές αντιρρήσεις για τη σύλληψη και την απαγωγή των Εβραίων των Ιωαννίνων. Μερικοί, μάλιστα, εντελώς ανιστόρητα και αναπαράγοντας την τότε γερμανική προπαγάνδα μιλούν για «ανεπιθύμητους συμπατριώτες», υπονοώντας ότι οι κάτοικοι της πόλης είδαν με κρυφή ικανοποίηση την καταστροφή της κοινότητας. Μια τέτοια ανάγνωση βρίσκεται σε πλήρη ασυμβατότητα με τα ιστορικά γεγονότα. Το ίδιο ισχύει και για την κριτική στην αντίσταση, επειδή δεν οργάνωσε σαμποτάζ στα οχήματα που μετέφεραν τους 1725 Εβραίους μέσω Μετσόβου προς τα Τρίκαλα για τη Λάρισα. Τέλος, μερικοί ρωτούν γιατί την ημέρα εκείνη δεν βγήκαν οι Γιαννιώτες στην πλατεία να διαμαρτυρηθούν σε μια διαδήλωση υπέρ της παραμονής των Εβραίων στην πόλη.

Ας θυμίσω στο σημείο αυτό ότι την εποχή εκείνη του γενικευμένου τρόμου η ζωή των κατακτημένων ήταν πολύ φτηνή. Αρκεί να διαβάσει κανείς τους γερμανικούς κατοχικούς κανονισμούς και να μελετήσει τις πρακτικές εφαρμογής τους. Πριν από τις συλλήψεις των Εβραίων της πόλης είχε γίνει στα Γιάννενα μια διαδήλωση μπροστά στη Νομαρχία, για άλλο θέμα. Όχι μόνο δεν άλλαξαν τις αποφάσεις τους οι κατοχικές αρχές, αλλά διέταξαν αμέσως τη βίαια διάλυση του συλλαλητηρίου, τη σύλληψη των συμμετεχόντων και την εκτέλεση των πρωταιτίων.

Άρα, οι μεγαλοστομίες περί σαμποτάζ και διαδηλώσεων που δεν έγιναν, μπορούν να προέρχονται μόνο από ανθρώπους που είτε δεν είναι σε θέση να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στη συγκεκριμένη εποχή, είτε απλώς επιδίδονται σε έναν αντιπαραγωγικό αντιρατσιστικό λαϊκισμό.

Η πολιτική της ενοχοποίησης των Ελλήνων ή των κατοίκων μιας πόλης συλλήβδην για την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων στο όνομα της παιδευτικής αξίας της παραδοχής των «δυσάρεστων» πτυχών της εθνικής Ιστορίας, και μάλιστα με παραπομπή στον Σολωμό, είναι επικίνδυνη. Όχι μόνο επειδή δεν στηρίζεται σε ιστορικά ντοκουμέντα που να τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο, αλλά επειδή δημιουργεί νομοτελειακά την ανάγκη άμυνας μιας τοπικής κοινωνίας απέναντι στην επιχειρούμενη «πολιτικά ορθή» εκδοχή της Ιστορίας. Ο μόνος που θα μπορούσε να νιώθει δικαιωμένος από μια προσπάθεια αμοιβαίας ενοχοποίησης των θυμάτων του Εθνικοσοσιαλισμού γι αυτό που τους συνέβη είναι ο ίδιος ο Χίμλερ. Και μόνο γι αυτό το λόγο η προσπάθεια αυτή πρέπει να σταματήσει τώρα.

Keywords
Τυχαία Θέματα