«Αργύρη, αν θέλεις κάτι θα το αγοράζουμε, δεν θα το κλέβουμε»…

01:31 25/9/2012 - Πηγή: Aixmi

Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος. Ένας καλός Άνθρωπος. Εργάστηκε στην τεχνική υπηρεσία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1964 που προσελήφθη, τη χρονιά που γεννήθηκα, έως το θανατό του το 1989, έναν χρόνο πριν πάρει τη συνταξή του. Δούλεψε σκληρά μισόν αιώνα! Αλλά δεν πρόλαβε να ξεκουραστεί.

Να παίξει χωρίς άγχος με τα εγγόνια του. Να απολαύσει ένα καφεδάκι στο καφενείο με τους φίλους του. Να διαβάσει στο παγκάκι του πάρκου ένα βιβλίο. Να πιεί ήρεμος ένα κρασάκι στο ταβερνάκι του Παναγιώτη. Παιδί της κατοχής, είχε γεννηθεί στο Μεταξουργείο το 1924. Έζησε τη φρίκη του πολέμου. Επιβίωσε

από θαύμα. Και από τις σφαίρες που πέρασαν ξυστά δίπλα του. Και από την πείνα.

Είχε άλλα δέκα αδέλφια! Ζούσαν όλοι – μαζί με τους γονείς – σε ένα υπόγειο δύο δωματίων. Έτσι ήταν εκείνη την εποχή. Ο πατέρας του (ο παππούς μου Ανάργυρος) ράφτης της εποχής και πρώτος πρόεδρος του σωματείου πολυτέκνων της Αθήνας. Είχε δώσει επικές μάχες με τον Βενιζέλο για τις πολύτεκνες οικογένειες.

Ο πατέρας μου, λοιπόν, ίσα που κατάφερε να βγάλει το δημοτικό. Γιατί άρχισε ο πόλεμος και οι ναζί εισέβαλαν στην Αθήνα. Χρειάζομαι ένα ολόκληρο κείμενο για να περιγράψω τις δουλειές που έκανε για να ζήσει αυτός ο τίμιος ‘Ανθρωπος. Από λούστρος μέχρι εισπράκτορας στα λεωφορεία. Και από γκαρσόνι μέχρι μικροπωλητής.

Αφού δεν τον νίκησε η φυματίωση που έπαθε από τις κακουχίες και τις στερήσεις πίστευε ότι δεν θα τον λυγίσει τίποτα. Κάπου όμως παραμόνευε ο ύπουλος ο καρκίνος. Γιατί σας κούρασα όμως με αυτό τον πρόλογο;

Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω είτε με το ποδήλατο πιτσιρίκος, είτε με το λεωφορείο αργότερα στη Λυρική Σκηνή στην οδό Ακαδημίας κάποια απογεύματα μετά το σχολείο. Εκεί ο πατέρας με ξεναγούσε στο μαγικό κόσμο της όπερας. Των τενόρων, των σοπράνο, των κοστουμιών, των σκηνικών, των φώτων. Γνώρισα τους συναδέλφους του. Δημοσίους υπαλλήλους που αγαπούσαν πραγματικά τη δουλειά τους. Από τον κλητήρα και την τηλεφωνήτρια μέχρι τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Ήταν όλοι μια οικογένεια. Και τους θαύμαζα. Τους ζήλευα.

Δυστυχώς, όμως, δεν κατάφερα ποτέ να εργαστώ μέχρι σήμερα στα 27 χρόνια της δημοσιογραφίας σε μια «οικογένεια». Όπως εκείνη της Λυρικής Σκηνής. Ήμουν άτυχος.

Ένα απόγευμα περνώντας από την αποθήκη υλικού της όπερας αντίκρισα εκατοντάδες κουτιά, με στιλό, κόλλες, σελοτέιπ, μαρκαδόρους, μπλοκ – αυτό που λέμε γραφική ύλη. Ρωτάω τον πατέρα μου «μπορώ να πάρω έναν μαρκαδόρο και μία κόλλα». Ήταν η μοναδική φορά που σκοτείνιασε το βλέμμα του και κατάλαβα ότι τον πόνεσα. Δεν μου απάντησε. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο περίπτερο έξω από τη Λυρική Σκηνή και μου αγόρασε μία κόλλα κι ένα μαρκαδόρο. «Αν χρειάζεσαι κάτι θα το αγοράζουμε, δεν θα το κλέβουμε» μου είπε. Και δάκρυσα από ντροπή.

Μακάρι να καταλάβατε όλοι όσοι διαβάζετε αυτό το κείμενο ότι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν τίμιοι δημόσιοι υπάλληλοι. Σε αυτή τη χώρα, εννοείται ότι, ένας τίμιος άνθρωπος που ζει με τον μισθό του, δεν κάνει περι

Keywords
Τυχαία Θέματα