Καταπολεμήστε τη σπατάλη των τροφίμων

από τον Κώστα Μοσχολιό

Ο κόσμος σπαταλά το 25-33% των τροφίμων που παράγει ετησίως για κατανάλωση ή αλλιώς 1,3 δισ. τόνοι τροφής ετησίως στον κόσμο καταλήγουν στον κάλαθο των σκουπιδιών, ενώ θα μπορούσαν καταναλωθούν από ανθρώπους που υποσιτίζονται. Είναι χαρακτηριστικό, πως περίπου 868 εκ. άνθρωποι στην υφήλιο υποφέρουν από ασιτία, με τα 1,3 δισ. τόνους χαμένης τροφής να μπορούσαν να τους καλύψουν 4 φορές.

Είναι μια τρομακτική διαπίστωση, εάν αναλογιστεί κανείς πόσα φαγητά πετάμε καθημερινά είτε επειδή δεν μας άρεσαν είτε επειδή θέλουμε να μαγειρεύουμε κάθε μέρα και

διαφορετικό φαγητό, ή γιατί θεωρούμε ότι το φαγητό «χάλασε». Παράλληλα, πολλά προϊόντα δεν φτάνουν ποτέ στο τραπέζι των καταναλωτών επειδή δεν πληρούν τις «προδιαγραφές» που ορίζουν οι αλυσίδες εμπορίας τροφίμων, τρόφιμα πετιούνται στο στάδιο της μεταφοράς και αποθήκευσης, την ίδια στιγμή που η αγορά τροφής σε μεγαλύτερες ποσότητες από ό,τι απαιτούν οι πραγματικές ανάγκες είναι μια πάγια λανθασμένη πρακτική σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ειδικά, αυτή η «κακιά συνήθεια» των Ελλήνων, που ελέω κρίσης είναι η αλήθεια πως έχει περιοριστεί, να αγοράζουν κάτι που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν ποτέ και θα μείνει στο ντουλάπι κλεισμένο είναι ο ορισμός της σπατάλης τροφίμων. Συνοπτικά, δηλαδή η σπατάλη τροφίμων ως παγκόσμιο φαινόμενο διαχωρίζεται στον πρωτογενή τομέα, στον τομέα της μεταποίησης, σε αυτόν του χονδρεμπορίου, της εστίασης και των νοικοκυριών.

Ε.Ε.: 89 εκ. τόνοι φαγητού πετιούνται στα σκουπίδια

Το ποσοστό συμμετοχής κάθε τομέα στο σύνολο της σπατάλης διαφέρει ανάλογα με το οικονομικό επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η σπατάλη εστιάζεται κυρίως στην αγροτική παραγωγή και την μεταποίηση με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των παραγόμενων τροφίμων να «χάνονται στο δρόμο». Για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί ότι η Ινδία χάνει κάθε χρόνο περίπου 21 εκατ. τόνους σιτηρών, όσο δηλαδή η συνολική παραγωγή της Αυστραλίας, εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλων υποδομών, τη στιγμή που η ίδια χώρα έχει τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο κάτω από το όριο της φτώχειας.

Αντίθετα, στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, η σπατάλη τροφίμων εστιάζεται στους τελευταίους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, με το μεγαλύτερο ποσοστό (42%) να αντιστοιχεί στα νοικοκυριά. Για αυτό το λόγο οι προσπάθειες μείωσης της σπατάλης στις ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να στοχεύουν στις αλλαγές συνηθειών των πολιτών σχετικά με το τι και πως ψωνίζουν και παράλληλα στην εύρεση αποτελεσματικών τρόπων αξιοποίησης του περισσευούμενου φαγητού. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες η σπατάλη τροφίμων προσεγγίζεται ως φαινόμενο συνήθως από την σκοπιά των σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αν δεν ληφθούν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα, η σπατάλη τροφίμων στην Ε.Ε., εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού και του διαθέσιμου εισοδήματος, θα αυξηθεί το 2020 σε 120 εκ. τόνους απορριμμάτων, όταν αυτή τη στιγμή αγγίζει τα 179 (με τα 76 κιλά ανά κάτοικο να πετιούνται στο νοικοκυριό) κιλά ανά κάτοικο, ήτοι 89 εκ. τόνους, ενώ ταυτοχρόνως πάνω από 79 εκ. πολίτες της Ευρώπης ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η κρίση μείωσε την σπάταλη τροφίμων στην Ελλάδα

Σε αντίθεση με άλλες αναπτυγμένες χώρες, στη χώρα μας, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, το φαινόμενο προσεγγίζεται συνήθως από την ανθρωπιστική σκοπιά του προβλήματος, δηλαδή της αντίφασης της σπατάλης τροφίμων όταν πολλοί συνάνθρωποι μας βρίσκονται σε διατροφική ανασφάλεια. Αυτό είναι μία λογική συνέπεια της πολύ υψηλής ανεργίας στην Ελλάδα τα τελευταία έτη και της πραγματικότητας ότι σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού ζει κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας. Μία ακόμη συνέπεια της κρίσης είναι η μείωση της σπατάλης τροφίμων, αλλά μόνο έμμεσα, δηλαδή μέσω της αποδεδειγμένης μείωσης όλων των απορριμμάτων των νοικοκυριών, που αποτελεί ακόμα ένα ενδεικτικό στοιχείο της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης.

Η εξέταση της σπατάλης φαγητού στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη διαδικασία εξαιτίας της έλλειψης μιας εκτεταμένης και εμπεριστατωμένης έρευνας γύρω από το ζήτημα, αλλά και της σχεδόν παντελούς έλλειψης δημόσιας συζήτησης γύρω από αυτό το σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα. Μόνο το Κέντρο Τροφίμων και Διατροφής της Barilla υπολόγισε (με αρκετές αμφιβολίες για την εγκυρότητα του αποτελέσματος) ότι η σπατάλη στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 44 κιλά ανά κάτοικο, ποσότητα αρκετά χαμηλή σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Μέσο Όρο.

Εξάλλου, σε πρόσφατη έρευνα που έκανε η Public Issue στις 3 μεγαλύτερες αστικές περιοχές της Ελλάδας (Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα) για λογαριασμό του WWF Ελλάς και πιο συγκεκριμένα για το πρόγραμμα «Καλύτερη ζωή» διαφάνηκε πως οι Έλληνες υποστηρίζουν πως δεν πετάνε πλέον τρόφιμα. Ειδικότερα, σε ερώτηση για το αν υπάρχουν τρόφιμα που καταλήγουν στα σκουπίδια είτε γιατί δεν καταναλώθηκαν εγκαίρως και χάλασαν ή έληξαν, είτε γιατί μαγειρεύτηκε με περισσότερη ποσότητα από ότι έπρεπε, είτε ακόμα γιατί πλησιάζουν στην ημερομηνία λήξη, μόνο το 9% απάντησε ότι τα πετάει «2-3 φορές την εβδομάδα», ένα 27% «μια με δυο φορές το μήνα», το 32% «λιγότερο συχνά», ενώ το 31% «ποτέ». Επιπροσθέτως, το 69% ισχυρίζεται, ότι δεν πετάει «σχεδόν καθόλου» τρόφιμα και μόνο το 28% ότι πετάει «λίγα». Όσον αφορά στα τρόφιμα, που καταλήγουν στα σκουπίδια, το 27% είναι μαγειρεμένα φαγητά που περίσσεψαν, το 18% λαχανικά- σαλάτες, το 16% φρούτα, το 7% γάλα-γιαούρτι- τυρί, το 6% ψωμί κ.α.

Διαβάστε περισσότερα στο greenweek.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα